Βλέπω εκείνη την τσιγγάνα να κάθεται κατάχαμα, με απλωμένα πολύχρωμα πανιά ολόγυρά της. Πλησιάζω και την περιεργάζομαι. Δίπλα στη μάντρα, πάνω απ’το κεφάλι της, ένας τεράστιος ευκάλυπτος υψώνεται, καθεδρικός ναός που αφήνει ιριδίζουσες δέσμες φωτός να περνούν μέσα απ’ τα φύλλα του. Η γύφτισσα –μαύρα εβένινα μαλλιά με ρίγες από ηλιακές λάμψεις, μαύρα καυτά μάτια, μια ελιά στο πάνω χείλι– ανασηκώνει το κεφαλομάντηλό της και με κοιτά με απορία. Έπειτα, σκύβει πάλι μια στιγμή πάνω απ’τα υπάρχοντά της. Ανεβάζω τα μάτια.
– Έχω ένα τοσοδούλι άρρωστο, μου λέει.
Κι αμέσως μετά αφουγκράζεται πέρα, μακριά, σαν κάτι να την καλεί, κι ανασκουμπώνεται άρον-άρον, μαζεύει τα χρωματιστά ξεσκλίδια των υφασμάτων, τα τυλίγει σε μπόγο, τα ζαλώνεται στον ώμο και πιάνει να κινείται, φεύγοντας προς την κατεύθυνση του ορίζοντα.
Πλησιάζω τη μύτη στο γυμνό μου μπράτσο. Μυρίζει δέρμα ζώου. Σκέφτομαι πως γι’αυτό δεν με πλησιάζει κανείς. Όπως περνούσα χθες απ’ την υπαίθρια αγορά είδα πως, ανάμεσα στα λάχανα, τα καρότα και τα ξεπουπουλιασμένα πουλερικά, η δική μου μυρωδιά ήταν η εντονότερη. Και πως όλοι αραίωναν στο πέρασμά μου. Τρίφτηκα το απόγευμα στη βρύση και είδα πως η μυρωδιά δεν έφευγε· γδύθηκα κι έπλυνα το πανωφόρι μου· η μυρωδιά ίδια, εκεί. Το πήρα απόφαση: θ’αναζητούσα τους ανθρώπους αυτής της πόλης από μακριά.
Ξαναβραδιάζει, τώρα, και ψάχνω μέρος να ξαπλώσω. Βρίσκω, κοντά στον ευκάλυπτο του μεσημεριού, τα ίχνη που άφησε πίσω της η τσιγγάνα. Αποφάγια, αποκαΐδια μιας φωτιάς. Αναζητώ τη μυρωδιά της, όπως ξαπλώνω το πρόσωπό μου στο παγωμένο πλακόστρωτο. Βάζω το μαρσίπιό μου κι από πάνω το μπράτσο μου για προσκέφαλο. Αγκαλιάζω την ίδια μου τη μυρωδιά κι αποκοιμιέμαι.
———— ≈ ————
Το επόμενο πρωί με ξυπνούν οι θόρυβοι από τους ανθρώπους που μπαίνουν στο προαύλιο της εκκλησίας. Ανατριχιάζω, γιατί φυσά ένα αεράκι που κουνά τις φυλλωσιές του ευκάλυπτου. Έχω τρεις μέρες να βάλω κάτι στο στόμα μου. Απλώνω το χέρι στη ζητιανιά και μετά από ώρες ακινησίας ακούω το πρώτο νόμισμα να πέφτει στο τσίγκινο. «Ο Θεός μαζί σου», λέω και περιεργάζομαι το νόμισμα· τα χέρια μου είναι μαυρισμένα στις παλάμες. Δυο τεράστιοι μαύροι λεκέδες πάνω στη γραμμή της ζωής.
Τα σημάδια εμφανίστηκαν πριν από κάτι μήνες. Στην αρχή τα έπλυνα με μοσχοσάπουνο, ύστερα τα έτριψα με αλισίβα, τα έγδαρα. Τίποτε, οι λεκέδες εκεί. Αγγίζω τα μάγουλά μου κι ακούω το στομάχι μου να γουργουρίζει. Σηκώνομαι με δυσκολία και κατευθύνομαι για νερό στη βρύση. Στον τοίχο είναι γραμμένη μια επιγραφή, με πρόχειρα γράμματα:
«Ξηρασία. Λιτανείες και επικλήσεις. Α, ναι ναι, όπως τότε στο Αγιονόρος οι Πατέρες είδαν την πυρκαγιά να φουντώνει κι ήτον απόγευμα».
Πιο κάτω γράφει:
«Σαθρωτική φωτιά έκαιε κι ελιβάνιζεν τα πεύκα. Κι εφύσηξε κι εγενικεύθηκε. Έτσι κι εμείς, τώρα, λιτανείες και επικλήσεις για την ανομβρία».
Στο κάτω κάτω μέρος είναι γραμμένο – και διαβάζω με δυσκολία:
«διότι είμεθα ένα σώμα όλοι, αυτό της Εκκλησίας, και είμεθα αμαρτωλοί. Οφείλομεν δοξολογίαν τω Κυρίω και προσευχήν, δια να μας συγχωρεθούν τα πεπραγμένα μας».
———— ≈ ————
Μετά από τρεις ώρες βρίσκομαι κάτω από πανύψηλα κτήρια με στενόχωρα μικρά παράθυρα. Πίσω απ’ τα παράθυρα τρία κορίτσια χαζογελούν και με δείχνουν με το δάχτυλο. Θέλω να τους πω «πεινάω», αλλά ντρέπομαι. Με κοιτούν, όπως είμαι ρακένδυτος, από την κορφή ως τα νύχια. Μια παρέα από αγόρια σπρώχνονται βρίζοντας και παίζουν ένα βίαιο παιχνίδι˙ το ένα απ΄αυτά είναι ο «ληστής» και τα άλλα τον κυνηγούν να τον πιάσουν. Τον πιάνουν και τον δένουν σ’ένα δέντρο.
– Να πεθάνει! λέει επίσημα το πιο μεγάλο, ένα σγουρομάλλικο με τριχωτές γάμπες και αραιό μουστακάκι. Ο μικρός «ληστής» είναι τώρα δεμένος πισθάγκωνα, έχει ικετευτικό βλέμμα και θα’λεγες δεν είναι παιχνίδι αυτό, που τα παιδιά είναι τόσο σοβαρά και τρομαγμένα. Κοντοστέκομαι ανήσυχος˙ θέλω να πω: «Αρκετά με αυτό το αστείο!» αλλά δεν έχω δύναμη να βγάλω κουβέντα. Θέλω να πω: «Αφήστε τον ελεύθερο!» αλλά δεν έχω κουράγιο, στέκω μονάχα και κοιτώ σαν αποχαυνωμένος. Το πιο μεγάλο παιδί κάνει με τον αντίχειρα την κίνηση που έκαναν στον ιππόδρομο οι Καίσαρες για τους μελλοθανάτους: την κίνηση προς τα κάτω. Αλλά κάτι αποσπά την προσοχή των παιδιών και στρέφονται όλα μαζί προς τον ορίζοντα˙ σαν να τα καλεί προς τα κει, παρατούν δεμένο στο δέντρο τον ηθοποιό ληστή κι ως δια μαγείας, μέσα σ’ένα σούσουρο ανησυχίας, εξαφανίζονται στο βάθος του δρόμου.
Πλησιάζω το δεμένο παιδί. Κοιτάζει κι αυτό τον ορίζοντα. Μου κάνει νόημα να το λύσω. Τα πόδια του είναι πληγιασμένα. Πασχίζω, και μετά κάποιαν ώρα τον λύνω. Δεν προλαβαίνω να βγάλω άχνα και το παιδί εξαφανίζεται τρέχοντας κι αυτό από κει που ‘φυγαν και τα υπόλοιπα. Κατεβάζω τη μύτη και οσφραίνομαι το χέρι μου, που έχει μυρωδιά από δέρμα ζώου.
———— ≈ ————
Δεν αργώ να βρεθώ σε μιαν ομήγυρη. «Δεν έχουμε χρόνο», φωνάζει ένας. Ένας άλλος απαντά με οργή, ένας τρίτος με περίσκεψη, αλλά πάντα φωναχτά. Δεν καταλαβαίνω το θέμα, νιώθω μόνο πως γύρω υπάρχει εκνευρισμός. Το θέμα θα είναι η πολιτική κατάσταση, το δίχως άλλο. Ίσως και να είναι η κοινωνική κατάσταση. Για μένα δεν έχει διαφορά, πεινάω τόσο που δεν έχω το κουράγιο να κάνω τέτοιες διακρίσεις. Ελπίζω για καμιά πενταροδεκάρα, αλλά μάταια. Τη στιγμή που η συζήτηση κορυφώνεται, οι τόνοι ανεβαίνουν, απειλητικές γροθιές υψώνονται, εκεί ακριβώς, σαν πνοή από τη μεριά του ορίζοντα, κάτι τους αποσπά την προσοχή. Κοκκαλώνουν οι κινήσεις και τα βλέμματα στρέφονται, σαν κάτι να τους καλεί ανάμεσα στα βουνά. Αυτόματα ο κύκλος διαλύεται κι όλοι τυλίγονται στα πανωφόρια τους και κινούνται, μια μάζα, προς τα ‘κει, αφήνοντάς με σύξυλο.
Μετά από λίγο βγάζω τη φλογέρα απ’το μαρσίπιό μου και στρέφω το βλέμμα. Πίσω, εμφανίζονται να στρίβουν τη γωνία ανάμεσα στα ψηλά κτήρια, μια σειρά από μαυροφορεμένες γυναίκες. Τελετή σαν ακολουθία και είναι μάλλον μια κηδεία. Κηδεύεται κάτι μέσα σ’ένα φέρετρο που το σηκώνουν ψηλά τέσσερεις. Δεν είμαι σίγουρος αν το φαντάζομαι, ή αν όντως υπάρχει αυτή η δροσιά, η ανάκατη με τη μουσική, που βγαίνει από τον αυλό μου.
Έχω ασκηθεί στην αναμονή, μ’ ένα ιώβειο συναίσθημα ηδονικού αυτοβασανισμού, ταγμένος να φιλοτεχνήσω μιαν απέραντη ερημική τοιχογραφία, όπου ο τεχνίτης παραμερίζει τους διαβάτες αναζητώντας ένα μόνιμο κι αμετακίνητο σημείο αναφοράς. Ακούγεται κάτι σαν νερόμυλος από πίσω. Ο τρόμος που με κυριεύει τώρα οφείλεται στην εχθρότητά μου προς αυτό το ζώο˙ ή, μάλλον, στην ελλιπή μου συμφιλίωση με το πρόσωπό του˙ που είναι φωτεινό, κι ας είναι μαύρο. Αλλά και που είναι δίκαιο να παραμένει ένας άρτιος, κανονικός συνδυασμός περιθωρίων, δυνατοτήτων και θανάτου.
Η πομπή των γυναικών φαίνεται από μακριά να βαδίζει στα σωθικά ενός τεκτονικού σεισμού. Το κουφάρι περνά μέσα από έναν περίπτερο δωρικό ναό φτιαγμένο από αχιβάδες, σπιρτόκουτα και μικρούς ξερούς αστερίες. Μπαίνει σε μια βάρκα και μετά οι γυναίκες λύνουν το σκάφος και το αμολάνε στ’ ανοικτά. Με φλεγόμενα βέλη το καίνε και το βυθίζουν. Κι όπως το’χουν αυτές οι γυναίκες καταστρώσει –λέει ένα μουρμουρητό ανάμεσά τους– θα βαδίσουν προς την κορυφογραμμή για να συναντηθούν, εκεί στην άκρη της πόλης, με τη γριά τσιγγάνα. Έπειτα, με τα παιδιά που παίζουν τους εκτελεστές και το θύμα. Και, τέλος, με την ομήγυρη των ανδρών.
Μπαίνω μπροστά τους, σφυρίζοντας τον σκοπό στο σουραύλι μου. Καθώς σέρνω τον χορό, η φρουρά των ανθρώπων με ακολουθεί υπνωτισμένη, βαδίζοντας πειθήνια, μέχρι την κορυφή. Μόνο το πόδι τους βαραίνει όπως πέφτει το σκοτάδι, και η γνώση τους γίνεται μια σπαρακτική σιωπή που την πίνει η γη. Κάτω απ’το πέλμα τους κυλάει ένα λιθαράκι και υποχωρούν τα στρώματα του εδάφους κάτω από το συντονισμένο πάτημά τους.
Η φιδωτή πομπή, με μάγουλα ρουφηγμένα κι εκτεθειμένη στα μάτια της νύχτας, επιβραδύνει το βήμα˙ κοντοστέκεται˙ κάτι ψάχνουν ν’απορροφήσουν από τη σάρκα ο ένας τ’αλλουνού και μετά γραπώνουν τα χέρια για ν’ανέβουν. Στο μονοπάτι τους μια κρυάδα.
Τότε
σαν κουτσουρεμένα δέντρα η φρουρά των ανθρώπων αρχίζει να πέφτει, ένα έθνος καταδικασμένο. Στις αγκαθωτές άκριες των πεύκων σκίζονται κομμάτια από τα μαύρα ρούχα τους. Πρώτοι πέφτουν οι άντρες, ύστερα τα παιδιά. Τελευταίες οι γυναίκες, κρατώντας τα οστά των νηπίων, γκρεμίζονται μια μια, σαν από κεραυνό. Όλο και μια λιγότερη, όλο και μια λιγότερη.
Στρέφω να δω, αλλά ο άνεμος φέρνει τούφα τα μαλλιά στα μάτια μου και δεν μ’ αφήνει. Οι μύες του κορμιού μου συσπώνται, τα νύχια των ποδιών μου γραπώνουν το χώμα, τα κοφτερά μου δόντια γυαλίζουν στο σούρουπο. Τσακίζει το μαύρο φόρεμα της τελευταίας μ’ένα θρόισμα σαν χαρτί που σκίζεται.
Πίσω, στο βάθος, η Αθήνα.
Δεν θα μπορούσε παρά να είναι τελετουργικός ο ρυθμός που λυγίζει τότε η τελευταία γυναίκα και πέφτει, ενώ εγώ, ο πάνθηρας, βρυχώμαι από πίσω.