1.
ένα πλοίο μεγάλο με όλους τους γονείς μας, δηλαδή ο Θεός σαν υπερωκεάνιο, προς εποχές προηγούμενες σαλπάροντας στην καρδιά μου μέσα συνέχεια, αδιάκοπα, πάλι και πάλι. και μαντίλια πολλά, πάρα πολλά από το κατάστρωμα, κι Αμερικές συνέχεια σαν ακόμα περισσότερα πλοία, και μαύρη μετά σαν τον χρόνο παντού θάλασσα, βυθός με όλους τους πια, σαν σύμπαν. κι εγώ στην αποβάθρα εδώ, κι εγώ πολλοί, πάρα πολλοί, κι εγώ με μαντίλια.
2.
να ’μουνα στη Γη χαλίκι και στ’ αυτί μου σκουλαρίκι. τι άλλο; αλλά και στη Γη σκουλαρίκι πεσμένο, σαν δόντι αόρατο, με μια μόνο αναλαμπή του να βρίσκεται, να φαίνεται η ζωή μου όλη ανάμεσα στ’ άσπρα (του Παπαδιαμάντη τ’ άσπρα, τα λεφτά, τις λαΐδες, τη Μασσαλία), να φαίνομαι, να χάνομαι, πλοίο το σκουλαρίκι εγώ σε τρικυμία μεγάλη, να έρχομαι, να μην έρχομαι, να βουλιάζω λίγο πριν απ’ όλα τα λιμάνια (σαν Οθέλλος, σαν Βέρντι, σαν Κύπρος), πριν από κάθε τέλος, πριν από κάθε μεγάλη γιορτή.
3.
στο όνειρό μου μέσα ένα τραπέζι μόνο. κι όμως, πολλές σκιές από το τραπέζι αυτό γύρω, και στις καρέκλες του σαν στην Αγγλία κάποτε πολλών προηγούμενων γενεών τής οικογένειάς μου άνθρωποι, όλοι τους ευγενείς, όλοι τους ιππότες. στην κορυφή του τραπεζιού αυτού πάλι ποιος; ένα όνομα, ένα επίθετο μόνο; ή όλων των πράξεων όλων των από την αρχαιότητα δικών μας εποχών η περίληψη, ένα χρώμα κατάφωτο; κι ύστερα, μπορεί αυτός ο Θεός σκοτεινός τελείως να μείνει, σβήνοντάς το.
[ Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Μια δάφνη. Περιλαμβάνονται στο Ημερολόγιο 2021 με τους πίνακες του Χρήστου Κεχαγιόγλου (εκδ. Εν πλω) ]