[ ΤΣΕΧΩΦ ]
Αντί να ζούμε αληθινά, μεταφράζουμε τη ζωή
αντί να πεθαίνουμε πράγματι, μεταγλωττίζουμε τον θάνατό μας.
Ο νεκρός θεός θαμμένος στο βλέμμα του καθενός μας
κι η ζωή μας, ο τάφος του
κι ο καθένας μας όταν κοιτάζει τον άλλο στα μάτια
πασχίζει ανώφελα τον νεκρό θεό ν’ αναστήσει
εκείνος όμως έχει πεθάνει αποφασισμένος
να μην ξυπνήσει ποτέ.
Τι ατυχία. Τι φρίκη. Αυτό το πένθος το ατέλειωτο
αυτή η αγιασμένη ανάμνηση που τη σκεπάζει τώρα
ένα σύννεφο φτιαγμένο από βιολέτες,
βιολέτες, βιολέτες μέχρι τη θάλασσα
που κι αυτή απόκτησε απότομα απόχρωση βιολετιά
μια και θάφτηκε ο ήλιος πια
και τα σύννεφα απέναντι έγιναν
στέφανα μενεξέδων.
Έτσι είναι πάντα η λύπη. Χτίζεται με δάση
και με τρισάγια και προσδοκίες
για πολύ ματωμένα απογεύματα
κρυμμένα από σύννεφα καθημερινής παρακμής.
Όλα αυτά που μου λέτε ωστόσο είν’ εφιαλτικά
γιατί αντί να ζούμε αληθινά, μεταφράζουμε τη ζωή
σε θέατρο, μεταγλωττίζουμε το θάνατο
σε ποίηση….
Κι εγώ…. Κι εγώ…
Αχ, πόσο σας αγαπώ… Πόσο σας θέλω…
Κι όμως δεν μπορώ ν’ αγγίξω παρά μόνο
την άκρη των χρυσών σας μαλλιών
κι όλα τα υπόλοιπα να τα φανταστώ
αφού είναι δύσκολο να παίξει κανείς το ρόλο του στη ζωή
δύσκολο να παίξει κανείς τον ρόλο του
χωρίς να’ ναι ζωντανός χαρακτήρας,
χωρίς να’ ναι καν ζωντανός,
μα ούτε και νεκρός, αγαπητή μου !
———— ≈ ————
Δεν ήταν ποίηση αυτό. Ήτανε αποτύπωμα των όσων προετοίμαζε για μένα η μοίρα.
Θαμμένη κι αυτή βαθειά μες στους στίχους.
Δεν ήταν άνοιξη αυτό, ήταν βηματισμός ετοιμοθανάτου προς το ικρίωμα πάνω σ' ανθισμένο χλοερό μονοπάτι.
Κι απέναντι ο δήμιος ήταν αυτός που περίμενα χρόνια για να μου πει πως η ανάσταση
θα συμβεί.
Τότε κατάλαβα πως ήμουνα απλώς καταγεγραμμένος μέσα σ' ό,τι αργότερα θα κατέγραφα.
Ρόλος Εσταυρωμένου, που όμως τα καρφιά του είναι αληθινά.
———— ≈ ————
Έσκυψα στο κουβούκλιο με μια ρανίδα
στα χείλη μου ανθόνερου, κι εκεί
Κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο, είδα :
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα μαλακή
και στο πλευρό είχε μικρή λαβωματιά
σαν ανεμώνα που πόνεσε βαθιά.
Ασπάστηκα.
Το ραδιόφωνο σώπασε. Μόνο το χρατς χρατς του φθαρμένου δίσκου.
Περίπατος κάτω απ’ την ανοιξιάτικη βροχή
ο ήχος των σταγόνων. Μηδενική ανοχή
της μειονότητες των λυρισμών. Μέγιστη αποδοχή
της νεκρής ποίησης. Κάτω απ’ αυτή τη λάσπη του ήχου της βροχής
ή της βελόνας στον χαλασμένο δίσκο του ‘ 70
κρύβεται το ποίημα:
«Les pieds dans les glaïeuls, il dort. Souriant comme
Sourirait un enfant malade, il fait un somme :
Nature, berce-le chaudement : il a froid…. »
Το χρατς χρατς του φθαρμένου δίσκου. Ο ήχος της βροχής
ρυθμός και κρότος… Βρεγμένα ροδοπέταλα
κάτω απ’ το κουβούκλιοπλεγμένα κλαδιά επιτύμβιου δέντρου
σκεπάζουν το σμάλτινο πτώμα του Κοιμισμένου.
———— ≈ ————
[ QVO VADIS? ]
«Πού πηγαίνεις ;
Πού προχωρείς ;
Γιατί δεν γυρίζεις να με κοιτάξεις;
Μήπως πετρώσω από το βλέμμα σου ;
Ή μήπως γιατί έχεις στερηθεί ακόμα και το βλέμμα σου,
Κύριε ;»
Στη διάβαση σε περίμενα, Θε μου, και σ' είδα απέναντι.
Στη διάβαση άναψε πράσινο, και δεν ήσουν εσύ.
Βλέμμα μετέωρο στην κοσμοσυρροή – παραίσθηση–
μαβί κάλεσμα του αγνώστου
θαμμένος μέσα του ο πεθαμένος θεός.
Τελετουργίες
του Διόνυσου, του Βάαλ
του Μήθρα, της Περσεφόνης.
Μυστήρια θαμμένα στο κοίταγμα αυτό
το τυχαίο μες στην οχλοβοή.
———— ≈ ————
[ RHAPSODY IN BLUE ]
Κάτι γαλάζιο από νεκρό είχε το δέρμα των ανθρώπων.
Ήταν γαλάζια η εποχή μου…
Γαλάζιος ουρανός του δειλινού, είναι ένα πτώμα
που άρχισε να μπλαβίζει.
Κι εδώ, στη γέφυρα, γερτό το μελανό μου σώμα
κι ένας τρελός να σταματάει, να βρίζει
το Κενό, το μπλε κενό βλέμμα της Σφίγγας
κι ο οβελίσκος τρυπάει γλαυκά τα νέφη
σα λόγχη κονταριού των Ίνκας,
κι ένα άγαλμα το βλέμμα του το θαλασσί αποστρέφει.
Τι νύχτα αυτή, από κοβάλτιο, σαν Παρθενώνας
και σαν τη λεωφόρο των Ηλυσίων,
είμαστε αιχμάλωτοι μιας βαθυγάλαζης εικόνας,
κι είναι μακριά, πολύ μακριά η Πατησίων !
Μπλε, όλα μπλε, τα σώματα, τα μάτια
τα νύχια, τα μαλλιά και το κρασί
που πίνουμε, ίδιο μελάνι, τα παλάτια
κι αυτά είναι μπλε, κι εσύ, κι εσύ , κι εσύ, κι εσύ –
ω Μπλε Κορίτσι μες στο κάδρο – ενώ κοιμάσαι,
γαλάζιο αγόρι, σ’ ένα φέρετρο νωθρά,
κι ούτε μισείς ούτε πονάς ούτε λυπάσαι
αφού είσαι χρώματα, μπλε χρώματα, ξερά –
Ω τι πορτρέτο πεθαμένου ! Ω τι γρασίδι
τόσο κυανό μέσα στην πράσινη εποχή !
Κι ένας νεκρός Θεός – αποκαθηλωμένος ήδη–
κορμί από λουλάκι που λιώνει στη βροχή !
———— ≈ ————
[ ΑΣΤΕΓΟΣ ]
Τι να' ναι απόψε αυτό, μήνυμα του άλλου κόσμου,
εξήγησέ μου, αόρατε εαυτέ...
— Δεν είναι παρά μια ιδέα δόσμου
πάνω στα χείλη σου, αχ φίλε μου κουτέ !....
Αυτά είναι λόγια του ανέμου και της ώρας
που έχει σταθεί εδώ στο πλάι, κι αναπολεί....
Κάτω από σύννεφα γαλάζιας μπόρας
κι είναι σαν στάχτη η συννεφιά, κι είναι θολή
αυτή η Αίσθηση του Αγγέλου που απομένει
πάνω απ' την πόλη σαν τα διάπλατα φτερά –
τι μοναξιά πυκνοκατοικημένη
από χιλιάδες όνειρα που τρέχουν σα νερά....
Ω Θε μου εσύ, αποκαθηλωμένε,
που' σαι γυμνός ανάσκελα στου πάρκου τη βραγιά,
κι είναι οι πληγές σου μενεξέδες – Λατρεμένε,
περνάω αδιάφορος και σε κοιτώ, κι ούτε ένα “γειά”
δεν καταδέχομαι να σου απευθύνω,
μόνο στον άστεγο που μες στον δρόμο κατοικεί,
μόνο σ' αυτόν τον οβολό μου δίνω,
και συνεχίζω να ονειρεύομαι, και να τραβάω για Εκεί.....
———— ≈ ————
[ Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ ]
… between the violet and the violet…
Βιολέτες και μενεξέδες και μωβ τριαντάφυλλα
κι άλλες βιολέτες κι άλλοι μενεξέδες
κι άλλα κρίνα μέσα στα κρίνα
κι ανεμώνες και φρέζιες και γαρύφαλλα
και μικρά γαλάζια λουλούδια ανώνυμα
και χωνάκια βαθυκύανα και πάλι βιολέτες
και πάλι μενεξέδες και πάλι μωβ τριαντάφυλλα
μέσα στα κόκκινα τριαντάφυλλα
και στα λιγότερο κόκκινα τριαντάφυλλα
και στα περισσότερο κόκκινα τριαντάφυλλα
τα σχεδόν μαύρα τα βελουδένια
Βιολέτες μόνο βιολέτες μες τις βιολέτες
και μόνο μενεξέδες πικρού γαλάζιου
και βιολέτες ανάμεσα στις βιολέτες και τις βιολέτες
και πανσέδες και βιολέτες ενός άλλου μενεξεδένιου
και λευκές βιολέτες κι άγριοι πανσέδες
κι ήμεροι πανσέδες κι άσπρες βιολέτες
και πανσέδες ούτε άγριοι ούτε ήμεροι
μόνο πανσέδες
Και μικρά πορφυρά λουλούδια που δεν έχουν όνομα
κι άλλα πολλά λουλούδια που έχουν όνομα
κι άλλες βιολέτες πιο βιολέτες κι απ’ τις βιολέτες
και πάλι μενεξέδες και πάλι γαρύφαλλα
και πάλι κρίνοι και πάλι εκείνο το λουλούδι
το Μοναδικό
που δεν υπάρχει ούτε στα μπουκέτα
ούτε στα παρτέρια
ούτε στα ανθοπωλεία
και που είναι μια βιολέτα που δεν είναι βιολέτα
είναι το πάθος το πένθος το άνθος
θαμμένο μες στα λουλούδια αθέατο και νεκρό
το Απόν