Τριλογία του Παλατινάτου

Τριλογία του Παλατινάτου

Τα τρία φα­νά­ρια

Πλη­σί­α­ζε τις δια­βά­σεις που οδη­γού­σαν στο κτή­ριο του γρα­φεί­ου. Από τις πιο κα­κο­συ­ντο­νι­σμέ­νες δια­βά­σεις της πό­λης. Σαν πε­ζός μπο­ρού­σε κα­νείς να σπα­τα­λή­σει μέ­χρι και τρία ολό­κλη­ρα λε­πτά πε­ρι­μέ­νο­ντας να αλ­λά­ξει το φα­νά­ρι. Εί­χε πολ­λές φο­ρές στεί­λει επί­ση­μη επι­στο­λή στο αρ­μό­διο τμή­μα του Δή­μου για το θέ­μα, με συ­γκε­κρι­μέ­νες προ­τά­σεις για το πώς ο συγ­χρο­νι­σμός των φα­να­ριών στις δύο νη­σί­δες θα μπο­ρού­σε να αυ­ξή­σει τον όγκο και την τα­χύ­τη­τα διέ­λευ­σης των διερ­χο­μέ­νων. Ήταν προς όφε­λος όλων. Δεν εί­χε λά­βει απά­ντη­ση.
Σή­με­ρα δε βια­ζό­ταν. Ήταν στο ση­μείο ήδη τέσ­σε­ρα λε­πτά νω­ρί­τε­ρα από την ώρα που υπο­λό­γι­ζε. Ακό­μα και με τα τρία αυ­τά λε­πτά κα­θυ­στε­ρή­σε­ων θα πα­ρου­σια­ζό­ταν στην υπο­δο­χή πριν τις οκτώ και πε­νή­ντα. Το ρα­ντε­βού του εί­χε κα­νο­νι­στεί για τις εν­νέα εδώ και πέ­ντε μή­νες. Ήθε­λε να πα­ρου­σιά­σει τα νέα σχέ­δια αυ­το­προ­σώ­πως. Πα­ρά τον πε­ρισ­σευού­με­νο χρό­νο, περ­πα­τού­σε γρή­γο­ρα. Η κί­νη­σή του ήταν νευ­ρι­κή. Τα βή­μα­τά του κο­φτά. Τα χέ­ρια του κολ­λη­μέ­να στο σώ­μα του. Η αρι­στε­ρή του γρο­θιά έσφιγ­γε το χαρ­το­φύ­λα­κά του. Τα χεί­λια του ήταν σφιγ­μέ­να. Το όλον του ήταν σφιγ­μέ­νο.
Πλη­σί­α­σε στο πρώ­το από τα τρία φα­νά­ρια. Κόκ­κι­νο. Ελί­χθη­κε και βρή­κε τη θέ­ση του μπρο­στά από το μπου­λού­κι που πε­ρί­με­νε ήδη να πε­ρά­σει απέ­να­ντι. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι στέ­κο­νταν κα­μπου­ρια­σμέ­νοι με το κε­φά­λι τους γερ­μέ­νο και τη μα­τιά τους στο τη­λέ­φω­νο. Κοί­τα­ξε βια­στι­κά κά­τω, το κρά­σπε­δο και τα πα­πού­τσια. Απέ­με­ναν λί­γα εκα­το­στά για να ευ­θυ­γραμ­μί­σει τις μύ­τες τους με την άκρη του πε­ζο­δρο­μί­ου. Κάρ­φω­σε το βλέμ­μα του στο ση­μα­το­δό­τη και έκα­νε ένα ανε­παί­σθη­το βή­μα εμπρός προ­κει­μέ­νου να κα­λύ­ψει τον κε­νό χώ­ρο. Λι­γό­τε­ρο από ενά­μι­ση μέ­τρο τον χώ­ρι­ζε από το πο­τά­μι της πρω­ι­νής κί­νη­σης. Στην τε­λευ­ταία αυ­τή δια­σταύ­ρω­ση, στην έξο­δο της πό­λης, οι οδη­γοί επι­τά­χυ­ναν προς τον αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μο. Εκεί το δι­καί­ω­μα στην από­λυ­τη ελευ­θε­ρία και τις τα­χύ­τη­τες χω­ρίς όρια δε μπο­ρού­σε να τους το στε­ρή­σει κα­νείς. Το από­γευ­μα θα βρί­σκο­νταν πά­λι στο ίδιο ση­μείο, στο αντί­θε­το ρεύ­μα.
Τα οχή­μα­τα περ­νού­σαν ακα­τά­παυ­στα από μπρο­στά του χω­ρίς εκεί­νος να τους δί­νει ση­μα­σία. Τα ψη­λά φορ­τη­γά κά­λυ­πταν για στιγ­μές το φα­νά­ρι απέ­να­ντί του. Περ­νού­σαν από μπρο­στά του δη­μιουρ­γώ­ντας ρι­πές αέ­ρα που με­τα­τό­πι­ζαν το αδύ­να­το σώ­μα του. Εκεί­νος ού­τε που ανοι­γό­κλει­νε τα μά­τια του. Μό­νο έσφιγ­γε κι άλ­λο τα χεί­λια του. Όφει­λε να πα­ρα­μεί­νει συ­γκε­ντρω­μέ­νος αν δεν ήθε­λε να χά­σει εκεί τρία λε­πτά.
Πρά­σι­νο. Στα αυ­τιά του ακού­στη­κε το όπλο του αφέ­τη κι εκεί­νος πε­τά­χτη­κε από τον βα­τή­ρα του. Βά­δι­ζε όσο πιο γρή­γο­ρα μπο­ρού­σε. Ο βη­μα­τι­σμός ήταν στο όριο αυ­τό, που αν το ξε­πε­ρά­σει κα­νείς πρέ­πει πλέ­ον να ξε­κι­νή­σει να τρέ­χει. Θα προ­λά­βαι­νε και το δεύ­τε­ρο φα­νά­ρι όσο ήταν πρά­σι­νο; Ήταν σί­γου­ρος. Χω­ρίς να γυ­ρί­σει το κε­φά­λι του, κοί­τα­ξε πλά­για. Τους εί­χε αφή­σει όλους πί­σω του. Ήταν ανα­με­νό­με­νο. Πα­ρ’ όλα αυ­τά ικα­νο­ποι­ή­θη­κε.
Όσο βρι­σκό­ταν στη μέ­ση της δια­δρο­μής για τη δεύ­τε­ρη νη­σί­δα κά­τι εξαι­ρε­τι­κά σπά­νιο συ­νέ­βη. Το τρί­το και τε­λευ­ταίο φα­νά­ρι πρα­σί­νι­σε πριν την ώρα του. Ο ασυγ­χρό­νι­στος ση­μα­το­δό­της που πά­ντο­τε τον ακι­νη­το­ποιού­σε, σχε­δόν χαι­ρέ­κα­κα, του εκλει­νε τώ­ρα το μά­τι από μα­κριά. Έστρε­ψε ενα­γω­νί­ως το κε­φά­λι στα νώ­τα του. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ήταν ακό­μα σκυμ­μέ­νοι πά­νω από τα τη­λέ­φω­νά τους. Δεν εί­χαν πά­ρει εί­δη­ση το σπά­νιο γε­γο­νός. Οι υπό­λοι­ποι δεν ήταν σε θέ­ση να το εκτι­μή­σουν. Ήταν μια εύ­νοια της τύ­χης, ένα λα­χείο που δεν θα χρεια­ζό­ταν να μοι­ρα­στεί με κα­νέ­ναν. Προ­σπά­θη­σε να επι­τα­χύ­νει το βή­μα του, όμως ήταν ήδη στα όρια της κα­θω­σπρέ­πει κί­νη­σης. Οι δρα­σκε­λιές του έγι­ναν αβέ­βαιες. Με­τέ­βαι­νε ανα­πο­φά­σι­στα από γορ­γό βη­μα­τι­σμό σε τρέ­ξι­μο. Όταν τα άνω άκρα του άρ­χι­σαν κι αυ­τά να συμ­με­τέ­χουν στην κί­νη­ση, έτρε­ξε πλέ­ον κα­νο­νι­κά.
Δύο βή­μα­τα πριν την διά­βα­ση το φα­νά­ρι εί­χε γί­νει κόκ­κι­νο, όμως εκεί­νος έγει­ρε το σώ­μα του μπρο­στά και επι­τά­χυ­νε πα­ρά τις εσω­τε­ρι­κές του προει­δο­ποι­ή­σεις. Το δι­καιώ­μα­τα του στην από­λυ­τη ελευ­θε­ρία δεν θα μπο­ρού­σε να του το στε­ρή­σει κα­νείς σή­με­ρα το πρωί. Πέ­ρα­σε απέ­να­ντι. Χα­μο­γέ­λα­σε για λί­γο, πριν ξα­να­σφί­ξει τα χεί­λια του. Στο χαρ­το­φύ­λα­κά του εί­χε τα σχέ­δια για τα και­νούρ­για τρυ­πά­νια επι­κά­λυ­ψης τι­τα­νί­ου. Στο ρα­ντε­βού θα τα πε­ρί­με­ναν πώς και πώς.

Τριλογία του Παλατινάτου

Λού­φα για δύο

Δεν ήταν αξη­μέ­ρω­τα όταν βγή­κα στο μπαλ­κό­νι. Θα μπο­ρού­σα να έχω πι­στέ­ψει πώς ήταν νω­ρί­τε­ρα, αν το ρο­λόι του κα­μπα­να­ριού απέ­να­ντι άφη­νε χώ­ρο για υπο­κει­με­νι­κές ερ­μη­νεί­ες. Ο ήλιος διέ­λυε από ώρα την πρω­ι­νή δρο­σιά και στο πάρ­κο κά­τω από την εκ­κλη­σία δεν κυ­κλο­φο­ρού­σε ψυ­χή. Πα­ρό­τι Δευ­τέ­ρα του Πά­σχα, η Ανά­στα­ση φέ­τος εί­χε ανα­βλη­θεί βά­σει προ­γράμ­μα­τος απ’ αό­ρι­στον. Την φύ­ση βέ­βαια κα­θό­λου δεν την αφο­ρού­σε το πρό­γραμ­μα αυ­τό. Η Άνοι­ξη εί­χε άρει την απο­μό­νω­ση των σκο­τει­νών μη­νών του χει­μώ­να και όλα τώ­ρα αγω­νιού­σαν να επι­στρέ­ψουν στη ζωή. Τα δέ­ντρα εί­χαν πια φου­ντώ­σει κα­τα­πρά­σι­να και τα που­λιά χω­μέ­να στα κλα­διά τους κου­τσο­μπο­λεύ­αν διά­σπαρ­τα στις βε­λα­νι­διές, τις κα­στα­νιές και τις συ­μή­δες.
Το μπαλ­κό­νι έβλε­πε στην ανα­το­λή. Έκα­τσα στη μία από τις δύο ξύ­λι­νες κα­ρέ­κλες, έκλει­σα νω­χε­λι­κά τα μά­τια μου και ρού­φα­γα τις πρω­ι­νές ακτί­νες. Ποιός άλ­λος να το απο­λαμ­βά­νει αυ­τό τώ­ρα, σκέ­φτη­κα.
Η λε­βά­ντα και το δε­ντρο­λί­βα­νο στο τρα­πέ­ζι ανά­με­σα στις κα­ρέ­κλες εί­χαν μα­ζέ­ψει στα φύλ­λα τους ένα σω­ρό μέ­λισ­σες. Το βου­η­τό τους γύ­ρω μου, θύ­μι­ζε ερ­γο­τά­ξιο· Στα­μά­τα­γε, ξε­κί­να­γε, απο­μα­κρυ­νό­ταν, πλη­σί­α­ζε. Δου­λειά χω­ρίς κου­σκούς και νω­θρό­τη­τες. Ο βόμ­βος αυ­τός, σχε­δόν με να­νού­ρι­ζε και όσο ο ήλιος ανέ­βαι­νε, τό­σο χα­λά­ρω­νε το σώ­μα μου. Πα­ρά­ξε­νο να θες να απο­λαύ­σεις τον ήλιο όταν άλ­λοι πά­νω από το κε­φά­λι σου δου­λεύ­ουν σε τέ­τοιους ρυθ­μούς.
Κά­ποια στιγ­μή το πα­ντα­χό­θεν και απροσ­διό­ρι­στο σβού­ριγ­μα άλ­λα­ξε. Ο ήχος που απλω­νό­ταν εντο­πί­στη­κε σε ένα ση­μείο. Στα αρι­στε­ρά μου, το βου­η­τό ενός και μό­νο εντό­μου ακου­γό­ταν πλέ­ον σαν μι­κρο­σκο­πι­κή σει­ρή­να. Άνοι­ξα τα μά­τια μου και εί­δα τη μέ­λισ­σα να αιω­ρεί­ται ακί­νη­τη, στραμ­μέ­νη στην κα­ρέ­κλα δί­πλα μου. Τό­σο έντο­να εί­χε εστιά­σει που νό­μι­ζα πώς εί­δα το συ­νο­φρυω­μέ­νο βλέμ­μα της. Αλ­λά τι την εί­χε βγά­λει από τον ρυθ­μό της; Ανα­ση­κώ­θη­κα και εί­δα μιαν άλ­λη μέ­λισ­σα να στέ­κει ακί­νη­τη πά­νω στην πλά­τη της κα­ρέ­κλας. Χαι­ρό­ταν κι εκεί­νη τον ήλιο. Λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα με­τά, η πρώ­τη στα­μά­τη­σε το πλα­νά­ρι­σμα, πή­ρε κλί­ση προς τα εμπρός και έπε­σε με ορ­μή πά­νω στην λου­φα­δό­ρισ­σα. «Εδώ ήσουν μω­ρή τό­ση ώρα; Κοι­μό­σου­να;»

Ξα­νά­κλει­σα τα μά­τια μου και συ­νέ­χι­σα να λιά­ζο­μαι σαν γέ­ρος ακα­μά­της.

Τριλογία του Παλατινάτου

Ένας κά­ποιος Δό­κτωρ Δό­κτωρ

Τι μπο­ρού­σε να μας πει κι αυ­τός; Το πο­λύ πο­λύ να πε­ριέ­γρα­φε πώς μπο­ρεί να βι­δω­θεί κα­μιά βί­δα πιο απο­δο­τι­κά. Ναι, αυ­τό το έκα­νε πο­λύ κα­λά. Μπο­ρού­σε να πε­ρι­γρά­φει για ώρες και με πά­θος την δια­δι­κα­σία, τους κα­νο­νι­σμούς, τις προ­σθή­κες τους, τις βελ­τιώ­σεις των προ­βλε­πό­με­νων μη­χα­νι­σμών για την πε­ρι­στρο­φή βι­δών. Και ακό­μα πώς αυ­τή η δρα­στη­ριό­τη­τα κα­θο­ρί­ζει σε με­γά­λο βαθ­μό πλή­θος άλ­λες. Πί­στευε πως το στρί­ψι­μο και το σφί­ξι­μο επέ­τρε­ψαν στον άν­θρω­πο να με­γα­λουρ­γή­σει και να φτά­σει στο ση­μείο που εί­ναι σή­με­ρα. Στο γρα­φείο του εί­χε κρε­μα­σμέ­να μια σει­ρά έρ­γων τέ­χνης πα­λαιό­τε­ρων φοι­τη­τών του: βί­δες, ού­πα και σφυ­ριά. Σκί­τσα ολο­κλη­ρω­μέ­νων ατό­μων, όπως έλε­γε. Ναι, μπο­ρού­σε για ώρες πολ­λές να συ­ζη­τά τέ­τοια θέ­μα­τα. Ή κα­λύ­τε­ρα να μο­νο­λο­γεί. Για­τί όλες οι ερω­τή­σεις που εί­χε προ­ε­τοι­μά­σει για τους συ­νο­μι­λη­τές ήταν πά­ντα σε θέ­ση να τις απα­ντή­σει ο μό­νος του. Έτσι και έκα­νε.

Σκί­τσα: iusedtobealittleboy

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: