Κοιτώ, ξανακοιτώ, κενό το πνεύμα. Άδειο το πρόσωπο, τα μάτια δυο πηγάδια σκοτεινά, δίχως αναλαμπή καμιά. Εξανίσταμαι! Μου πούλησε ο αλιτήριος στο Μοναστηράκι σκάρτο πράγμα; Καθρέφτης δήθεν μαγικός του 19ου αιώνα, σπάνιο συλλεκτικό κομμάτι. Μπούρδες.
Τον ξεκρεμάω, τον τυλίγω όπως όπως και τον πηγαίνω πίσω με βρισιές και πλήθος άλλα απαξιωτικά. Τον δέχεται με το έτσι θέλω, μου επιστρέφει το χρηματικό ποσό στο ακέραιο, αλλά μόλις γυρίζω πλάτη για να φύγω τον ακούω να φωνάζει πίσω μου:
– Δεν έχεις δίκιο κουμπάρε, ελπίζω να μη μετανιώσεις σύντομα. Για να σε δει με καλό μάτι πρέπει πρώτα να αποκτήσεις εμπειρίες μαζί του. Για να συμμετέχει στους συλλογισμούς σου, χρειάζεται να μάθεις πρώτα τι ακριβώς θα πρέπει την κατάλληλη ώρα να ρωτάς μόνο με το βλέμμα, περασμένα μεσάνυχτα ή πολύ νωρίς το χάραμα, προτού λαλήσουν τα κοκόρια κι αφ’ ότου η αλεπού του Τραχωνίου διαβεί κάτω από τη γέφυρα των Διποτάμων. Αν δεν μπορείς να βρίσκεσαι μέσα στο ίδιο σου το σώμα, τι να σου κάνει ένας έστω μη κοινός καθρέφτης…
– Βρε άει στον κόρακα του Πόε και στο κεφάλι δίχως κορμί του Ισιντόρ Ντυκάς (του Κόμη), μη θυμηθώ κάτι άλλο δραστικότερο, που θα μου κάνει αμπελοφιλοσοφίζον κήρυγμα ένας τυχαίος σοφιστεμποράκος. Τσαντίζομαι, κάνω μεταβολή και αγοράζω εκ νέου τον καθρέφτη πληρώνοντας 10% πλέον της αρχικής του αξίας. «Θα τον σπάσω εδώ μπροστά σου ρε παλαιο-μαλάκα, παλαιο-πώλη», του λέω πάνω στα νεύρα μου με όσο γίνεται περισσότερη αναίδεια. «Τα επιπλέον χρήματα είναι για να μαζέψεις τα κομμάτια του. Εγώ είμαι, ο Χάμπον με το όνομα, ακόμα δεν βρέθηκε άνθρωπος να με ξεγελάσει ».
Ορμάω σαν απάνθρωπος (χειρότερα από ταύρο!). Τρεις προσπαθούν να με συγκρατήσουν, μπορεί και τέσσερις, δεν σιγουρεύω τον αριθμό πάνω στη σύγχυση.
Με τραβάνε από τα πόδια κι απ’ τα χέρια αλλά καταφέρνω τελικά, ως υπερ-πόντιος στην καταγωγή, να τον κάνω θρύψαλα, χτυπώντας τον σε καίριο σημείο με το κεφάλι.
Σκορπίζουν τα κομμάτια του εδώ κι εκεί, δίχως επέκεινα. Κάποια θραύσματα εκσφενδονίζονται μακριά, σχεδόν μέχρι το επόμενο τετράγωνο. Γεμίζει ο τόπος πλήθος ανισομερή, τριγωνικά και πολυγωνικά καθρεφτάκια. Οι δρόμοι, παραδόξως, στενεύουν, στενεύουν όλο και περισσότερο, τα πεζοδρόμια συρρικνώνονται, στριμώχνουν επικίνδυνα τους λιγοστούς περαστικούς, οι πινακίδες σήμανσης μεταβάλλονται σε μυτερά ακόντια και πανύψηλους ιστούς μεσίστιων σημαιών, το χέρι μου το αριστερό δίχως αιτία ματώνει κι όπου στάζει αίμα σε τσιμέντο ή πλακάκι, φυτρώνει κι από μία κόκκινη στα φύλλα και στ’ αγκάθια τριανταφυλλιά (άνθη δεν υπάρχουν).
Σαστίζω, το λιγότερο και τρέχω, δίχως να ξέρω το λόγο, δίχως πρωτοτυπία στην αρχή, σαν τον κυνηγημένο, σαν τον κλέφτη, τον μετανάστη, τον τρελό, το σύγχρονο αστό, ακόμα και σαν τον λαγό, αν αυτό είναι το πιο γρήγορο ή αν αρέσει στους συντηρητικούς περισσότερο. Τρέχω τελικά, ή πιστεύω μόνο ότι τρέχω κι είμαι ολότελα ακίνητος όπως στην Ακαδημίας το άγαλμα του Παλαμά γύρω από την Ασάλευτη ζωή του; Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι γέρνουν εντελώς φυσιολογικά όλες οι πολυκατοικίες, συγκλίνοντας προς το μέρος μου κι όλα τα τζαμωτά παράθυρα αντανακλούν το είδωλό μου, πανομοιότυπα νευρωτικό, πανομοιότυπα επίπλαστο, κάπου τριάντα χρόνια πάνω κάτω από την ηλικία που γράφονται αυτές οι σαχλαμάρες. Είμαι σχεδόν σαράντα πέντε, άρα ταυτόχρονα στα τζαμωτά περίπου δεκαπέντε και εβδομήντα πέντε.
Είναι τραγικό, όχι το ζαρωμένο πρόσωπο, το νεανικό είναι απολύτως τραγικό, γιατί με γυρίζει νοσταλγικά κι αλύπητα στις αλάνες, γελαστό παιδί δίπλα στους φίλους τους παλιούς, αλλά να μην μπορώ ν’ αγγίξω κανέναν. Ούτε το Λάκη, ούτε το Δήμο, ούτε το Στρατή, την ξηγημένη Ελισάβετ, την άγαρμπη Αναστασία, ούτε τη λαμπερή στο ήθος μέχρι το πρόωρο, μάλλον παράλογο, φτερούγισμά της Ευλαμπία…, η πρώτη ποδοσφαιρόμπαλα που αγόρασα μονάχος με δικά μου χρήματα, πουλώντας σε αυτοσχέδιο τραπεζάκι έξω στο δρόμο για όλη τη Μεγάλη (στην κυριολεξία) Εβδομάδα «Κεριά – λαμπάδες», έρχεται άθικτη, αλλά υπέρ το δέον παραφουσκωμένη καταπάνω μου κι αντί να την κλωτσάω με κλωτσάει εκείνη, ώσπου να μεταμορφωθεί σε μικροσκοπική τζιτζιλίδα, για να περάσει διάφανη κάτω από τα πόδια μου μέχρι να καταλήξει σε μια γούβα στο χώμα που σφαδάζει πλέον κάτω από την άσφαλτο…
Γυρίζω βιαστικά, δίχως άλλη επιλογή, στη δεύτερη ηλικιακή εκδοχή των εβδομήντα πέντε, δήθεν πιο βολικά, στις σίγουρες ρυτίδες. Μονάχος στο τραπέζι με το γέρο Παντελή και το χειροποίητο τάβλι του, έξω από το κλειδωμένο ακόμη(;) καφενείο του Ζήση. Όπως συνήθως με κερδίζει ο κωλόφαρδος στο Πλακωτό, στις Πόρτες κι εγώ καμιά φορά στο Φεύγα… Φεύγω κι απ’ αυτή την παρανόηση και φυσικά τίποτα δεν είναι όπως πριν, όπως τώρα ή μετά…
… τέσσερα χρόνια αργότερα, δίχως καθρέφτη ή καθρεφτάκι, σε ιδιόκτητη επιτέλους κατοικία (80 τετραγωνικά), δεν έχω που να κοιταχτώ ούτε καν - κατάντια - για να ξυριστώ. Μεγάλωσαν τα γένια και με φαγουρίζουν. Με φαγουρίζει κι η αριστερή παλάμη στο σημείο ακριβώς της ανεξήγητης πληγής. Πολλοί, παλιά μυαλά, λένε: «λεφτά θα πάρεις», κι άλλοι, πολλοί κι αυτοί, το ίδιο πολυξεροανήξεροι ισχυρίζονται: « μάλλον ξύλο θα φας». «Κύριοι ειδήμονες της έλλογης πλειονότητας», θέλω να τους προγκήξω, να τους πω, δίχως βεβαίως ν’ απολογηθώ, «ξύλο έχω φάει αρκετό φυλακισμένος στα δεσμά του ανοίκειου εξαιτίας σας και τα λεφτά δεν ξέρω με ποια καινούρια ματαιοδοξία υλική να τ’ ανταλλάξω. Τίποτα πλέον δεν επιθυμώ. Άλλωστε με πληρώνει η σύνταξη της ποίησης εφ’ όρου ζωής με τα αν-άλογα ποσοστά. Πόσο σωστά δεν το γνωρίζω».
Θέλω να πω αυτά κι άλλα πιο σοβαρά, όμως, σωπαίνω όπως πάντοτε στο τέλος και δεν βγαίνει άχνα από το στόμα, ούτε ψήγμα φωτός από το λαβύρινθο του νου. Απέναντι, όμως, –βρήκε την ώρα τη βουβή– γαβγίζει απελπισμένα ο σκύλος τής Ελπίδας, όχι ο ζωντανός, ο άλλος ο πρωτότοκος, ο πιο αγαπημένος, που τον έκοψε στα δύο το τρένο το νυχτερινό κι έμεινε έκτοτε ο μισός από το μέρος του προσώπου εσαεί με το βλέμμα απορημένο κι ο άλλος μισός αποκομμένος όλως διόλου, δίχως δικαίωμα ν’ αντικρίσει, έστω την ύστατη στιγμή, τη λάμψη του σπαθιού των αρχαγγέλων, δίχως δικαίωμα να εγγραφεί στα ενδότερα της μνήμης.
Στο βάθος είχε δίκιο ο Χόρχε που φοβόταν τους καθρέφτες. Παραμορφώνουν περισσότερο απ’ όλα, την ίδια την πραγματικότητα. Κανείς δεν νοιάζεται, από το Καστελλόριζο έως τα Ρίζια του Έβρου κι από το Ροβανιέμι έως το Πούντα Αρένας, αν το σκυλί που λάτρευε η Ελπίδα, ήταν αρσενικό ή θηλυκό, αν το αποκαλούσε χαϊδευτικά Μιχαλάκη ή Τζούλυ, αν του μίλαγε γλυκά ή το μάλωνε σα να ’ταν άτακτο παιδάκι, αν έχει ακόμη τύψεις, μετά το μοιραίο, που δεν του αγόρασε ποτέ ποδήλατο ή πατίνι!