Εκείνο το πρωινό του Δεκεμβρίου του 1966 ξεκινά από το μικρό του χωριό και έρχεται στην πόλη, σε μια μόνιμη προσπάθεια ν’ αναζητήσει την αλήθεια. Είναι μόνος του, εκτός τόπου και χρόνου, και κάνει αυτή την εκκίνηση. Στην πόλη, κάπου εκεί δίπλα, υπάρχω κι εγώ, που τον παρατηρώ και τον σχολιάζω. Όμως είναι εκείνος
που με έχει επιλέξει για να τον σχολιάσω.
Ποιο είναι το σήμερα; Ίντερνετ. Ναι, επικοινωνία με το άβαταρ ενός ανθρώπου που κάθεται σ’ ένα παλιό λάπτοπ και γράφει. Και αναρτά. Και σχολιάζει. Μιλά για την πολιτική κατάσταση, για τη μοναξιά του. Γράφει το κείμενο, ψάχνει στον «τοίχο» των άλλων για το παράθεμα.
Πρώτα έρχεται μια εικόνα από ζωάκια που τα διέσωσε ένας σύλλογος. Ακολουθεί μια εικόνα από τα καμένα δάση της βόρειας Εύβοιας, πυροσβεστικά ελικόπτερα, η φωτογραφία της γυναίκας που κραυγάζει με τον τρόπο του Μουνκ, αυτή η φωτογραφία που γύρισε όλα τα ειδησεογραφικά πρακτορεία του κόσμου. Κι έπειτα, η κεκτημένη αναστολή αναπνοής και ασπασμού από την επιδημία που συνεχίζεται, η αναζωπύρωση της φωτιάς, η αναζωπύρωση του ιού, η αναζωπύρωση των συγκρούσεων, όλα σε μια περιδίνηση, μια συσπώμενη μέγγενη που σφίγγει διαρκώς.
Μένει κλεισμένος στο δωμάτιό του, ασκητής, πάνω απ’ το κρεβάτι του κρεμασμένη μια κεντητή μπάντα με σκηνές από ιπποτική μυθιστορία και άλογα που φορούν παρωπίδες σε μια γκιόστρα. Ποτέ δεν μιλά πολύ, είναι μάλλον εσωστρεφής, αντιλαμβάνεται τα πράγματα ως συνονθύλευμα εντυπώσεων και απόψεων που ηχούν στον νου του μ’ έναν περίεργο τύπο συνύπαρξης. Μοναδική του περιουσία, η φιλοσοφική διάθεση. Γύρω στο γραφείο του, παλιά τεύχη από το Τρὰμ. Ζει και υπάρχει για το εδώ και το τώρα, γιατί μόνο το εδώ και το τώρα υπάρχει -ή, μάλλον, αυτός είναι ο τύπος ύπαρξης που επιλέγει. Και τέτοιους τύπους αφήγησης δανείζεται. Παροντικούς. Ο Χειμωνάς θα ’λεγε: «μιας διαρκούς παροντικότητας».
Εγώ, πάλι, να προσπαθώ ν’ αποτινάξω την επιρροή του Χειμωνά. Δύσκολο αυτό, γιατί η παρουσία του είναι πάντα αισθητή, η φωνή του ηχεί ακόμη στ’ αυτιά μου. Τότε που είχε ανοίξει την πόρτα και με υποδέχτηκε φορώντας το στεφάνι από την παράσταση της «Μήδειας» στο κεφάλι. Κι εγώ σκέφτηκα «Δεν πάει καλά», για να είμαι ειλικρινής ναι, αυτό σκέφτηκα. Τέλος πάντων. Ο Χειμωνάς είναι κάπου ανάμεσά μας. Όχι χωροταξικά, αλλά νοερά τοποθετείται κάπου ανάμεσά μας. Και δεν έχει πιει ακόμη το κώνειο.
Χωροταξικά μιλώντας, μένω δύο διαμερίσματα πιο κάτω από τον Γιάννη. Στη γωνία υπάρχει ένα κατάστημα ψιλικών κι ένα διανυκτερεύον φαρμακείο. Εκείνος, ζωσμένος με τις ανασφάλειες των γονιών του, βγαίνει δειλά δειλά στις διαδηλώσεις. Εγώ πάλι κάθομαι στο σπίτι, με μια φραντζόλα υπό μάλης. Διότι είμαι απασχολημένος, έχω πάρει δάνειο στεγαστικό. Τι να λέμε τώρα;
Αλλά δεν είμαι αμέτοχος μόνο γι’ αυτό. Είναι, επιπλέον, και επειδή αυτήν την περίοδο έχω ανοιχτά δυο-τρία βιβλία, ανάμεσα στα οποία με προσήλωση διαβάζω τα Δοκίμια Αισθητικής τού Γιαν Μουκαρόφσκι, από τις παλιές σειρές των εκδόσεων «Οδυσσέας». Και το Πέρασμα και ακινησία της ροής, του Υβ Μπονφουά, από τις εκδόσεις «Ύψιλον».
Υποθέτω πως τώρα ακούει τις ειδήσεις, από τα αρχεία της κρατικής ραδιοφωνίας:
«Εξ αμελείας προήλθεν ο θάνατoς του βουλευτού της Αριστεράς, Γρηγορίου Λαμπράκη...»
Του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Δεν θα περάσει ο φασισμός. Ποιος το έλεγε αυτό; Όλη η παρέα στα Δολιανά; Δεν θυμάμαι. Ν’ αλλάξω τη σειρά:
«Ο θάνατος του βουλευτού της Αριστεράς, Γρηγορίου Λαμπράκη, προήλθεν εξ αμελείας».
Σκέφτομαι πώς θα το διάβαζε αυτό η Ρούλα Πατεράκη. Θα άλλαζε το νόημα; Ο άλλος Γιάννης, ο Δάλλας, μιλούσε για τα ορόσημα και για τα σημαίνοντα των κειμένων: αυτά που τώρα σήμαιναν κάτι, αυτόματα κουβαλούσαν μαζί τους μνήμες από κάτι πιο ευρύ, πιο πανανθρώπινο. Ο Πεντζίκης, ο Τσίζεκ, τόσοι άλλοι. Τέρμα πια οι αφηγήσεις μεγάλου ανύσματος, ας περάσουμε στο σημαινόμενο, με κείμενα του Πέτερ Χάντκε, ας περάσουμε στην παρωδία του έπους: «Πολλὰς δ᾽ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν ἡρώων».
Μα όχι: θέλει να είναι φιλόσοφος, λακωνικός. Η αδολεσχία των εκφωνούμενων σκέψεών του έρχεται σε αντίθεση με τον λακωνισμό του ηλεκτρονικού μέσου. Ο μύθος έρχεται και τεντώνει... τεντώνει, και να σου ξεπετάγεται η Ιστορία! Και ποιον να κατηγορήσεις, σε ποιον να ρίξεις το ανάθεμα;
Να ζούμε, άραγε, σ’ ένα μεταπυρηνικό τοπίο; Ίσως. Αλλά –σημαντικό αυτό- έχουμε εκπλήξεις που μας περιμένουν. Πώς να μην το λάβει κανείς υπόψη του; Μιλάμε για την ίδια φάρα, ανέκαθεν εμείς οι Έλληνες να τρωγόμαστε, να τρωγόμαστε. Και μονότερμα: μια Δεξιά, μια Κέντρο, μια Δεξιά, μια Κέντρο. Ποτέ Αριστερά. Ποτέ! Η ηθικοπλαστική ψιμυθίωση δεν μπορεί να καλύψει τα πραγματικά κίνητρα. Όλα απομένουν μισοεπαναστατικά, μισοειπωμένα, δειλές απόπειρες, χαμηλόφωνα λόγια, υπονοούμενα... πώς να είσαι αυθύπαρκτος και πώς να μην είσαι ντιλετάντε;