Με λίγη από τη μελαγχολία του Κάβανα
Καθόμουν μόνος στην άκρη της παραλίας.
Ο ήλιος είχε μόλις δύσει.
Τα κύματα έσκαγαν με ορμή πάνω στα βράχια
και καθώς οι ριπές του αέρα
σήκωναν τον αφρό τους ακόμη πιο ψηλά
έβλεπα να σχηματίζονται μπροστά μου ουράνια τόξα.
Ήταν τόσο λαμπερά, σχεδόν απτά,
που έτρεξα και βούτηξα μέσα στα χρώματά τους.
Είμαι από χρόνια νεκρός.
Άλλος κάθεται στη θέση μου τώρα.
Δεν ξέρω τι κοιτάζει.
Νιώθω όμως ευτυχισμένος
που έχω καταγράψει για χάρη του
την ομορφιά εκείνου του δειλινού.