Λίζα ‒ από τις 7 ως τις 9 μ.μ.

Το κείμενο περιέχει αποσπάσματα από τα Άπαντα της Μέλπως Αξιώτη (εκδ. Κέδρος) και ιδιαίτερα από το μυθιστόρημα Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη στην ελληνική (εισαγωγή - επιμέλεια: Μαίρη Μικέ, μετάφραση – επίμετρο: Τιτίκα Δημητρούλια, εκδ. Άγρα 2014) και τη γαλλική έκδοση (République - Bastille, préface : Lucile Arnoux-Farnoux, Editions Cambourakis, Παρίσι 2018).

Λίζα ‒ από τις 7 ως τις 9 μ.μ.

του Πα­να­γιώ­τη Κου­σα­θα­νά

«Έχω ανά­γκη να πε­ρά­σει και­ρός, όπως στα πα­ρα­μύ­θια». Το ρο­λο­γά­κι της δεί­χνει 7.10΄. Ήρ­θε νω­ρί­τε­ρα στο ρα­ντε­βού με τον ‒ας τον ονο­μά­σει‒ Ζωρζ. Για να γρά­ψει στο τρα­πε­ζά­κι κό­ντρα στον τοί­χο. Σαν την πρώ­τη φο­ρά. Οδός Αρι­στο­τέ­λους. Πό­σα άλ­λα­ξαν από τό­τε… ακό­μα κι ο ου­ρα­νός.
Και πό­σα θα αλ­λά­ξουν. Να της έλε­γε μια τσιγ­γά­να τη μοί­ρα της… Ήδη συ­μπλή­ρω­σε 21 μή­νες εδώ. Ένα κο­ρί­τσι που έπαιρ­νε την ανη­φό­ρα για τον Τούρ­λο συλ­λα­βί­ζο­ντας ‒ εκεί οι Δή­λες, οι μι­κρές, οι με­γά­λες, η Τή­νος και η Σύ­ρα. Σε ποια με­ριά της γης να βρί­σκου­νται άρα­γε, συλ­λο­γι­ζό­ταν κά­πο­τε, τα σπου­δαία πρά­μα­τα… Μό­νο όταν κά­τω από τα πό­δια της ένιω­σε τη φω­τιά… «θα φύ­γω». Μα πό­τε «θα γυ­ρί­σω»; Μην ξε­νι­τευ­τείς και­ρό, σε λη­σμο­νά ο τό­πος σου. Κι εσύ λη­σμο­νάς τις λέ­ξεις του.
Ως τό­τε θα κοι­τά­ζει με αγω­νία τα γκρί­ζα κά­στρα των σύν­νε­φων ικε­τεύ­ο­ντας για μια γα­λά­ζια ρωγ­μή. Ως τό­τε θα ακού­ει τη φω­νή των κτι­ρί­ων: «Σαν μου­σι­κό κου­τί εί­ναι το Πα­ρί­σι! Σσ­σς, τα θε­μέ­λια αυ­τού του σπι­τιού μάς αφη­γού­νται την ιστο­ρία τους, Ζωρζ». Πο­τέ μό­νη, ένα αστέ­ρι την πα­ρα­στέ­κει και στην πιο σκο­τει­νή νύ­χτα. Και οι βα­λί­τσες της: η με­γά­λη κα­φε­τιά και η μι­κρή πρά­σι­νη. Με μά­τια δυο κλει­δα­ριές η κα­θε­μία. Ζω­ντα­νά αντι­κεί­με­να. Κοι­μή­θη­κε πά­νω τους σε υπο­μο­νε­τι­κές κά­μα­ρες τα χρό­νια της πα­ρα­νο­μί­ας, απο­θή­κευ­σε μέ­σα τους την πά­χνη των αι­σθη­μά­των της – να τα ξα­να­βρεί φρέ­σκα ολό­φρε­σκα με την Απε­λευ­θέ­ρω­ση.

Τέσ­σε­ρα χρό­νια από τό­τε. Τό­σος Δε­κέμ­βρης σε μια πο­λι­τεία ντυ­μέ­νη με το φου­στά­νι της βρο­χής. Η Λί­ζα φό­ρε­σε το αγα­πη­μέ­νο της κί­τρι­νο για να τον συ­να­ντή­σει στο Κα­φέ της Ανα­μο­νής – πού αλ­λού έναν πα­ντρε­μέ­νο, έστω κι αν… Κο­ρί­τσι με τα κομ­μέ­να χέ­ρια, όπως στο πα­ρα­μύ­θι. Ποιος σε διώ­κει; Τρέ­ξε να σω­θείς από το βουρ­βού­λα­κα το φα­σι­σμό, κι ας μην έρ­θει το βα­σι­λό­που­λο να σε βρει στα κλα­διά του δέ­ντρου, να σε πά­ρει στην αγκά­λη του. Την ξε­νι­τιά, την ορ­φα­νιά, την πί­κρα, την αγά­πη… Ανα­γεν­νιέ­ται η ζωή. Ο σκού­λη­κας σπά­ει το κου­κού­λι του, γί­νε­ται χρυ­σαλ­λί­δα· με τα χέ­ρια της τσά­κι­σε τη φλού­δα της φυ­λα­κής. Κα­ρέ­λια τό­τε, άλ­λο ένα Γκω­λουάζ τώ­ρα ‒ σπί­θες της επα­νά­στα­σης που έρ­χε­ται, του έρω­τα που θα ξα­νάρ­θει.
Αλ­λά εί­ναι νω­ρίς. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νη στην Εσπε­ρία σαν την πα­λα­βο-Μα­ρία στο νη­σί. Εξό­ρι­στη εκ γε­νε­τής από τη γε­νέ­θλια μή­τρα. (Η δι­κή της κρύ­βε­ται πί­σω από ένα πα­ρά­ση­μο της Αντί­στα­σης: την πλη­γή στην κοι­λιά.)

– Η γυ­ναί­κα μου δεν ήταν κα­λά σή­με­ρα, με ει­δο­ποί­η­σαν από την κλι­νι­κή. Γι’ αυ­τό άρ­γη­σα.

Σύ­γκλι­ση κα­ται­γί­δων τής φά­νη­κε στην αρ­χή της γνω­ρι­μί­ας τους: η σύ­ζυ­γος του Ζωρζ σε άσυ­λο (πά­σχει από την αγω­νία της ευ­τυ­χί­ας, λέ­νε οι για­τροί) και ο Γιάν­νης της…

– Ζωρζ, θα πε­ρι­μέ­νω – μέ­ρα και νύ­χτα θα πε­ρι­μέ­νω – θα πε­ρι­μέ­νω πά­ντα – να γυ­ρί­σεις… Μια ζωή έμπαι­νε κό­σμος στη ζωή μου ακά­λε­στος. Μι­κρό κο­ρί­τσι πε­ρί­με­να ένα σου­βριά­λι αση­μέ­νιο. Μα τώ­ρα πε­ρι­μέ­νω εσέ­να! Hélas, plus rien…

Γε­λά. Τα μά­τια του σαν προ­βο­λέ­ας τη δια­περ­νούν.

– Εδώ εί­μαι, κο­ντά σου.

Μια άλ­λη ζε­στή αντρι­κή φω­νή ανα­δύ­ε­ται μέ­σα της: «Ήσου­να μα­κριά μου τό­σον και­ρό όσο εί­ναι μα­κριά η άνοι­ξη από το κα­λο­καί­ρι. Υπο­σχέ­σου μου…». Πί­δα­κας μνή­μης. Ο –ας τον ονο­μά­σει– Γιάν­νης τής το επα­να­λάμ­βα­νε· σαν γραμ­μό­φω­νο. Ψυ­χρή φλό­γα καί­ει όσα ελ­πί­ζει, όσα τρέ­μει.

– Νό­μι­σα ότι χά­θη­κες στην ίδια την πό­λη σου: κα­τα­κόμ­βες, κρύ­πτες, λα­βύ­ριν­θοι του με­τρό.

Πά­λι αυ­τό το ακα­θό­ρι­στο βλέμ­μα βυ­θο­με­τρά αβύσ­σους. Θέ­λει να ανοί­ξει ένα πα­ρα­θυ­ρά­κι στο μέ­τω­πο με τις ελά­χι­στες ρυ­τί­δες. Να διεισ­δύ­σει. Σαν να εί­ναι κού­κλα, να το σπά­σει, να το συ­ναρ­μο­λο­γή­σει. Να γί­νει κα­τα­δι­κό της. Μι­κρό κο­ρί­τσι που ψα­χου­λεύ­ει το μυ­στι­κό συρ­τά­ρι του σκρί­νιου. Εκεί κα­τοι­κούν τα θαύ­μα­τα. Εκεί ξε­κλει­δώ­νει ο χρό­νος.

– Διά­βα­ζα στην εφη­με­ρί­δα για τη Δια­κή­ρυ­ξη Αν­θρω­πί­νων Δι­καιω­μά­των και έχα­σα τη στά­ση του με­τρό. Άκου­σες για την υπο­γρα­φή της;

– Τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα στην Ελ­λά­δα…

Όχι, δε θα ξα­ναρ­χί­σει να του λέ­ει για την πα­τρί­δα της. Δεν εί­ναι αντάρ­της. Δεν εί­ναι ο Γιάν­νης. Εί­ναι ένας άντρας που σκά­βει αυ­λά­κι και χα­ρά­ζε­ται βα­θιά μέ­σα της. Εί­ναι η τρυ­φε­ρή κυ­ριαρ­χία στο γυ­μνό ανυ­πε­ρά­σπι­στο δέρ­μα της. Εί­ναι μια νύ­χτα τρε­λή σαν πυ­ρο­τέ­χνη­μα σε πυ­κνό ελα­τό­δα­σος. Εί­ναι ξε­φύλ­λι­σμα δρο­σο­στα­λί­δων στο δο­νού­με­νο σώ­μα. Εί­ναι η δι­ψα­σμέ­νη ηδο­νή του φι­λιού στην έμπει­ρη πλη­γή της. Του μι­λά όταν εί­ναι μό­νη στη σο­φί­τα της, του μι­λά μέ­σα της. Του λέ­ει ξε­κά­θα­ρα ότι μπο­ρεί να την απε­λά­σουν. Και όταν τον συ­να­ντά συ­νε­χί­ζει το διά­λο­γο.

– Έλα, Λί­ζα, διά­βα­σέ μου κά­τι που έγρα­ψες σή­με­ρα.
– Et puis un jour je suis partie/ loin de ta porte close/ la théière bouillait encore pour nous deux…[1]

Αντί για το πα­ρι­σι­νό μυ­θι­στό­ρη­μά της, του απαγ­γέλ­λει ένα πα­λιό­τε­ρο ποί­η­μα αφιε­ρω­μέ­νο στον Γιάν­νη: A mon ami grec.[2] Με τα γαλ­λι­κά της Σχο­λής Ουρ­σου­λι­νών Τή­νου – εκεί μι­κρό κο­ρί­τσι τε­λειο­ποί­η­σε τα δά­κρυα.

Λίζα ‒ από τις 7 ως τις 9 μ.μ.

– Μα αυ­τό εί­ναι απο­χαι­ρε­τι­σμός. Με αφή­νεις;
– Σ’ το έχω πει: θα με συλ­λά­βουν χα­ρά­μα­τα, την ώρα του γα­λα­τά, όπως η Γκε­στά­πο.
– Πό­τε μου το εί­πες αυ­τό; Μα δε γί­νε­ται! Θα ξε­ση­κω­θούν ο Πι­κα­σό, ο Ελυάρ...
– Ναι, κι ο Αρα­γκόν. Εν­θου­σιά­στη­κε με την Πο­λυ­ξέ­νη μου. Ίσως κά­πο­τε μι­λούν για το έρ­γο μου…

(Κά­πο­τε, όταν θα εί­ναι νε­κρή.) «Ώσπου να ʼρ­θει η σει­ρά σου να σα­κα­τευ­τείς, έχει ωραία πρά­μα­τα η ζωή» έλε­γε το Αλε­κά­κι του Σμυρ­λή πριν τον μα­δή­σει το βό­λι. Λί­γη αση­μέ­νια μου­σι­κή, «Έλα να σ’ αγα­πώ να μ’ αγα­πάς κι εσύ, θέ­λεις;». Και ρο­βο­λά ο θά­να­τος. Όπως στο κα­ρά­βι που την ξε­ρί­ζω­σε: η θά­λασ­σα μέ­σα στον κα­θρέ­φτη να δια­πλέ­ει τη μορ­φή της ενώ σκε­φτό­ταν τον Γιάν­νη, το τε­λευ­ταίο αντίο. Ρη­μαγ­μέ­νη θά­λασ­σα.

Κο­ρι­τσά­κι έκλει­νε το ένα μά­τι στον ήλιο: τό­τε σπί­θες αλι­σά­χνης, τώ­ρα μαρ­μα­ρυ­γή από τις τρε­μά­με­νες επο­χές. Στο δω­μα­τιά­κι της, το μά­τι βο­διού που λέ­νε οι Γάλ­λοι, ο φεγ­γί­της πη­γά­δι και ηφαί­στειο. Κι οι δρό­μοι του Πα­ρι­σιού άσυ­λο ξέ­νων μέ­χρι νε­ω­τέ­ρας. Λι­κνι­στά περ­πα­τούν οι άν­θρω­ποι εδώ στα λι­θό­στρω­τα. Εκεί πέ­φτουν στο χώ­μα, από το χυ­μέ­νο αί­μα φυ­τρώ­νουν πα­πα­ρού­νες. Ο Γιάν­νης εί­ναι νε­κρός. Με­τέ­ω­ρο το φι­λί που κρέ­μα­σε στα κά­γκε­λα. Για χρό­νια σαν μπά­μπου­σκα τον εί­χε μέ­σα της. Αλη­σμο­νιού­νται οι φι­λιές, ξε­χνιού­νται κι οι αγά­πες… Πέ­θα­νε ή πρό­δω­σε: ένα λεί­ψα­νο έρω­τα.

– Για ένα εί­μαι σί­γου­ρη: δεν πά­νε στα χα­μέ­να οι θυ­σί­ες των συ­ντρό­φων, Ζωρζ. Νιώ­θεις το μπου­ρί­νι που έρ­χε­ται από τα ανα­το­λι­κά; Το δι­κό μου αρα­βι­δά­κι εί­ναι οι λέ­ξεις. Έχου­με δί­κιο, θα νι­κή­σου­με!
– Τέ­τοια πί­στη!

Ανά­με­σα στη Ρε­πυ­μπλίκ και τη Βα­στίλ­λη, ανά­με­σα στον Γιάν­νη και τον Ζωρζ, ανά­με­σα σε δύο χώ­ρες, σε δύο γλώσ­σες, στο πεί­σμα και τον ρό­δι­νο φό­βο, στο χαρ­το­πό­λε­μο των γε­γο­νό­των και στους πό­θους, ανά­με­σα στον κα­τσού­φη Ση­κουά­να και τη Φω­τιά στα πα­ρα­θύ­ρια της Αλευ­κά­ντρας!, ανά­με­σα στις θα­λασ­σι­νές γε­ρό­ντισ­σες και τους κλο­σάρ, στα μα­μου­νά­τα και τα πε­ρι­στέ­ρια, ανά­με­σα στη γα­ζία και μια άνοι­ξη που δε μο­σχο­βο­λά, στον μπά­τη και έναν άλα­λο γε­ρο-άνε­μο, στο λα­χά­νια­σμα και το χτυ­πο­κάρ­δι, ανά­με­σα στη νο­σταλ­γία της οδού Ιθά­κης και τη rue Jean-Pierre Timbaud. Με­τέ­ω­ρη. Μα­ριο­νέ­τα με κομ­μέ­νους σπά­γκους ‒ Tous les fils ont été coupés/ tous les fils on les a coupés[3].

– Τα χει­ρό­γρα­φά σου μοιά­ζουν με το πρό­σω­πό σου.

Στη σε­λί­δα, ου­δέ­τε­ρη μά­σκα, αντι­κα­το­πτρί­ζε­ται: μια γυ­ναί­κα με τις πρώ­τες λευ­κές τρί­χες, νέ­ες ρυ­τί­δες, τα χνά­ρια της πα­λιάς ευ­λο­γιάς. «Αν τη γνω­ρί­ζω τώ­ρα τη μορ­φή σου, όχι επει­δή την εί­δα, αλ­λά επει­δή γνώ­ρι­σα το σπα­ραγ­μό που βή­μα βή­μα σού την ετοί­μα­σε» θα ψι­θύ­ρι­ζε ο Γιάν­νης. Όλα θα μεί­νουν άγρα­φα.

«Χρειά­ζο­μαι μια γλώσ­σα σκλη­ρή, ποι­η­τι­κή, σπλα­χνι­κή σαν τα πα­ρα­μύ­θια» σκέ­φτε­ται. Να έχει τις λέ­ξεις σαν φω­σά­κια στις τσέ­πες του παλ­τού της, να τις προ­σφέ­ρει σαν στρα­γά­λια: λιά-στρα, α-γριο-συ-κιά, ά-φτρα του λύ-χνου.

– Πά­λι παί­ζεις με το ψα­λι­δά­κι; Μα πώς θα κα­τα­λά­βεις τι έγρα­ψες σε αυ­τό το κο­λάζ;
– Μην ξε­χνάς ότι σπού­δα­σα μο­δί­στρα!

Να κε­ντάς απ’ τη ρί­ζα τον καμ­βά, της έδει­χναν όταν ήταν μι­κρή. Τώ­ρα κε­ντά μό­νη σιω­πές. Και συ­ναρ­μό­ζει τα δια­με­λι­σμέ­να κορ­μιά των κει­μέ­νων της με μη­τρι­κή τρυ­φε­ρό­τη­τα.

– Τρα­γού­δη­σέ μου στη γλώσ­σα σου.
Εγώ εί­μαι εκεί­νο το που­λί / που στη φω­τιά σι­μώ­νει...
– Εί­σαι ένα αιχ­μά­λω­το που­λί που ζυ­γιά­ζει τα φτε­ρά του.
– Έχου­με φτε­ρά οι γυ­ναί­κες – ακό­μα και οι χω­ρίς χαρ­τιά!

Ένα μπα­λό­νι που βγή­κε από την ανέ­μη των σπλά­χνων της και μή­τε ξέ­ρει πού αρ­με­νί­ζει και πού θα βρε­θεί. Πλέ­ει στην κοί­τη του ανέ­μου… Ξάφ­νου βου­η­τό αε­ρο­πλά­νου. Όρ­τσα τα πα­νιά! φω­νά­ζει ο πι­λό­τος κι εκεί­νη στο όνει­ρο λέ­γε­ται Κυ­μο­θόη, αγκυ­ρο­βο­λη­μέ­νη αρό­δο. Πά­νω στις κλει­στές πόρ­τες τα κλει­διά χο­ρεύ­ουν. Πό­τε θα ξα­να­δεί κα­βου­ρά­κια, πό­τε το Ρό­δο το Αμά­ρα­ντο; Κι η θά­λασ­σα έχει καη­μό κι εί­ν' ο αφρός το δά­κρυ…
Θα ʼρ­θει μια μέ­ρα… να ενω­θεί με τα χνό­τα των προ­γό­νων, να χαϊ­δέ­ψει τη σάρ­κα των βι­βλί­ων της που δε σύρ­θη­καν προ­σφυ­γά­κια μα­ζί της· θα ʼρ­θει μια μέ­ρα να ξυ­πνή­σει η κοι­μά­με­νη βα­σι­λο­πού­λα του πα­ρα­μυ­θιού. Τα ρού­χα της τσα­λα­κω­μέ­να, άρ­ρω­στα – πό­σα κα­θα­ρά, αμε­τα­χεί­ρι­στα χρό­νια ακό­μα; Γυ­μνή βη­μα­τί­ζει ανά­με­σα στις ξι­φο­λόγ­χες, συ­ντρο­φιά με το κου­τσό σκυ­λί και τα νε­κρά παι­δά­κια – μα­κρι­νή με­λω­δία από το πιά­νο Ίμπαχ του πα­τέ­ρα. Έχει κι η καρ­διά τη δι­κή της άμπω­τη. Με­σο­πέ­λα­γα γε­φυ­ρώ­νει τις αιώ­νιες όχθες της ζω­ής. Εκεί όπου το κορ­μί τού ναυα­γι­σμέ­νου σώ­ζε­ται από τη φουρ­τού­να. Θα ʼρ­θει μια μέ­ρα… σε πιο αλη­θι­νές ακτές. Και η Λί­ζα γι­νό­ταν σι­γά σι­γά αυ­τή που επρό­κει­το να γί­νει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: