«Χίμαιρα και φρονιμάδα»

«Χίμαιρα και φρονιμάδα»
  • Επισήμανση

Το δίλημμα : να συναντάς ή να μη συναντάς τον ποιητή / συγγραφέα / καλλιτέχνη για τον οποίον τρέφεις θαυμασμό, σεβασμό, συμπάθεια, εκτίμηση; Πριν πολλά χρόνια θα απαντούσα   «ΝΑΙ, στη συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο»». Πριν λίγα χρόνια θα απαντούσα «ΟΧΙ, στη συνάντηση». Αυτήν την περίοδο θα έλεγα ότι εξαρτάται από την κλίμακα του χρόνου και τη συγκυρία. Η ανέλιξη των πραγμάτων φανερώνει μερικές ουσιαστικές πτυχές, εκεί που κυριαρχούσαν κάποιες πρώτες ή επιφανειακές εντυπώσεις. Η περίπτωση της συνάντησης μου με τον Μπόρχες είναι ενδεικτική της επώασης συναισθημάτων και νοημάτων.

«Χίμαιρα και φρονιμάδα»
  • 1969-1970: Τα συγκείμενα
  • Αύγουστος 1969

Περιοχή του Woodstock, η οργάνωση του ροκ-φολκ-soul-blues φεστιβάλ ξεπερνιέται από την απρόσμενη προσέλευση και το πλήθος των νέων Αμερικάνων και Αμερικανίδων, καθώς οι οργανωτές είχαν προβλέψει 50.000 θεατές και επένδυσαν μισό εκατομμύριο δολάρια, τελικά συμμετείχαν 400.000 και ίσως 500.000 και χρειάστηκαν χρόνια να ξεπληρώσουν τα χρέη τους από αυτήν την υπερσύναξη των παιδιών των λουλουδιών. Κόπηκαν πάντως 180.000 εισιτήρια. Αρχικά η συναυλία είχε προγραμματιστεί να γίνει στο Woodstock μετά στα Saugerties, Wallkill, στο τέλος έγινε στο Bethel –μικρές κοινότητες στο βόρειο τμήμα της πολιτείας της Νέας Υόρκης σε απόσταση περίπου 170 χιλιομέτρων–, από την Παρασκευή μέχρι την Δευτέρα (15-18/8/1969). Ο ιδιοκτήτης της φάρμας Max Yasgiur έμεινε στην ιστορία, μια και εισέπραξε ένα σημαντικό ποσό (50.000 δολάρια). Το φεστιβάλ έμελλε να λειτουργήσει ως πολιτιστικό ορόσημο όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά για όλο τον πλανήτη. Στο Φεστιβάλ δοκιμάστηκαν όλες οι μικροτελετές ( π.χ. η χρήση των αναπτήρων) και όλα τα είδη του ενδυματολογικού κώδικα της νεολαίας (πολύχρωμα ρούχα, καμπάνες παντελόνια). Η τεράστια διάφορά στις αμοιβές των συμμετεχόντων αστεριών (Jimmy Hendrix: 18.000 $, Joe Cocker: 1.375$, Melany: 750$), δυο θάνατοι από υπερβολική χρήση ουσιών, ανεπαρκής ιατρική φροντίδα και περίθαλψη, καταδεικνύουν τις οργανωτικές αδυναμίες της συναυλίας που διεκδικούσε αδελφότητα και αλληλεγγύη.

Στην περιφέρεια της πόλης της Syracuse (N.Y. State) και για ένα μήνα φιλοξενούμαι από μια οικογένεια «ηπίων» προτεσταντών (σε σχέση με υπεραυστηρούς μεθοδιστές και κουακέρους γείτονες της οικογένειας) για να συνηθίσω τον αμερικάνικο τρόπο ζωής μια και θα πήγαινα για μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν (University of Wisconsin) από τις αρχές του Σεπτέμβρη του 1969. Ο υιός της οικογενείας ήθελε να γίνει στρατιωτικός και ήταν πολύ προσεκτικός με τις παρέες του και με τις εκδηλώσεις που συμμετείχε. Έτσι αποκλείστηκε η παρακολούθηση του φεστιβάλ του “love and peace”. Ωστόσο μερικοί νεαροί γείτονες πήγαν (15/8/1969) και με την επιστροφή τους διηγούνται τα «φοβερά και τρομερά» (19/8/1969): το πλήθος, τη βροχή, τη λάσπη, το μεγαλύτερο μποτιλιάρισμα στην αμερικανική ιστορία, τη διαφοροποίηση στην ποιότητα των μουσικών εκτελέσεων, την χρήση αλκοόλ και ουσιών, την παραίτηση από κάθε εμπορική εκμετάλλευση λόγω αριθμού των συμμετεχόντων (κηρύχθηκε free festival λόγω της υπερπροσέλευσης), τη μεταφορά των μουσικών με ελικόπτερα λόγω της μη πρόσβασης στο χώρο των μουσικών, τη μυητική σχεδόν ευλάβεια στην παρακολούθηση του μουσικού προγράμματος, το μείγμα ξεφαντώματος και μηνυμάτων ειρήνης, της συμπλέξεις ελπίδας για μίαν «άλλη Αμερική» αλλά και την υποτίμηση των διαθέσιμων μέσων και υποδομών για τέτοια διοργάνωση… Οι βετεράνοι που γύρισαν με τα πόδια από τα λασπωμένα χωράφια, μας μετέφεραν την εμπειρία τους και οι υπόλοιποι «καταριόμασταν» που ήμασταν τόσο κοντά στην «Αποκάλυψη» και ωστόσο χάσαμε το πανηγύρι της μουσικής, της «ηδονής», της συνύπαρξης και της πολιτιστικής μεταβολής η κι ειρηνικής εξέγερσης, του ”make love not war” – χάσαμε από κακή διάγνωση του παρόντος, την συνάντηση με την σύγχρονη πολιτιστική ιστορία. Για μερικές μέρες όλες οι συζητήσεις αφορούσαν τα γεγονότα και όλοι διαπιστώνανε ότι η νεολαία και τα ενναλακτικά κινήματα αποκτούσαν πολιτιστική παρουσία στην αμερικανική σκηνή, ποια θα ήταν όμως η σημασία και η λειτουργικότητα του νεόφερτου πρωταγωνιστή δεν ήταν τόσο σαφές. Πολιτική χειραφέτηση ή οικειοποίηση από την πολιτιστική βιομηχανία; Απαρχή μιας νέας περιόδου ή ένα ξέσπασμα χωρίς αύριο;

  • Ακαδημαϊκή χρονιά 1969-1970

Το τέλος της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ, στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν (με παράδοση ριζοσπαστικού ιδρύματος (radical university) με 60.000 σπουδαστές σ’ ένα τεράστιο campus κοντά στην μικρή πόλη Madison, πρωτεύουσα του «Milk State»), οι σπουδαστές του πρωτοστατούν στην σπουδαστική εξέγερση. Η πολιτεία θεωρείται σκανδιναβική καθώς η πλειοψηφία των αποίκων/κατοίκων της προέρχεται από την Βόρεια Ευρώπη. Το κλίμα έχει αποχρώσεις πολικού χειμώνα κι η θερμοκρασία μπορεί να φτάσει μέχρι τους -25οC που με τον αέρα που έρχεται από τον Καναδά φτάνει (ως αίσθηση) μέχρι τους -45οC. Χιόνι από τον Οκτώβρη μέχρι τον Απρίλη. Ο αγώνας εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ, η αγωνία των νέων σπουδαστών για να μην κληθούν να υπηρετήσουν ως στρατιώτες στην νότιο-ανατολική Ασία, οι δοκιμές για ένα τρόπο ζωής πιο κοντά στην φύση με περισσότερη ανοχή στην κοινωνικο-πολιτιστική διαφορά, και με την προτροπή “make love not war”, εμφανίζουν πλήρη «ανθιση». Χίπις, κίνημα νεολαίας, πολιτική ευαισθητοποίηση, τόλμη για νέα πρότυπα, καλλιτεχνική χειραφέτηση: η δεκαετία του 60’ στην αποκορύφωση της λάμψης της. Σ’ αυτό το ριζοσπαστικό εκπαιδευτικό περιβάλλον είχαν αναδυθεί όλες οι δυνατές τάσεις: «τσεγκεβαρίστες», «τροτσκιστές», «μαύροι πάνθηρες», «weathermen», «λευκοί πάνθηρες», αναρχικές ομάδες ή ομαδούλες, φοιτητές από όλον τον κόσμο σ’ ένα πλούσιο πανεπιστήμιο και με ισχυρή παράδοση στις κοινωνικές επιστήμες και στην μελέτη των συνδικαλιστικών οργανώσεων με αναρχική θεώρηση της ιστορίας: ένα μωσαϊκό, ετερογενές αλλά γεμάτο ενέργεια και διάθεση καινοτομική. Μάλιστα, στον ανταγωνισμό με το πανεπιστήμιο του Berkeley υπήρχε η εντύπωση ότι το Πανεπιστήμιο μας δεν συγκρινόταν, αλλά τα αμερικάνικα ΜΜΕ καθιέρωσαν το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας ως το πιο «προχωρημένο» (πολιτιστικά και πολιτικά), για τον απλό λόγο της γειτνίασής του με την πολιτιστική βιομηχανίας των ΗΠΑ. Στο πανεπιστήμιο με την ευκαιρία της «Δίκης του Σικάγου» όπου μια ομάδα ριζοσπαστών (π.χ. Abbie Hoffman) περνούσε σε δίκη με την κατηγορία της πολιτικής ανατροπής και της τοποθέτησης ελαφρών ναρκωτικών στο σύστημα ύδρευσης της πόλης, μια σειρά από προσωπικότητες- ακτιβιστές «πεταγόντουσαν» στο Madison για μια διάλεξη στις φοιτητικές συνάξεις (π.χ. Jack Ruby). Παράλληλα, μουσικά σύνολα παρελαύναν και έδιναν μουσικές παραστάσεις στα μεγάλα αθλητικά (κλειστά) στάδια: Janis Joplin, Jimmy Hendrix, Peter, Paul & Mary… blues singers (π.χ. Arthur Allison), jazz stars … δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα «ελευθερίας» και πολιτιστικής μέθεξης, ως «φυσικής» συνέχειας του Woodstock.

«Χίμαιρα και φρονιμάδα»
  •  Η διακριτ(ικ)ή παρουσία

    Παράλληλα με αυτήν την ατμόσφαιρα, σ’ αυτόν τον ορυμαγδό πολιτιστικών και πολιτικών συμβεβικότων, το Πανεπιστήμιο συνέχιζε την κανονική του ζωή. Οι προσκλήσεις σε προσωπικότητες από κάθε τομέα έδιναν ευκαιρία στους σπουδαστές/στριες να έρθουν σε επαφή με τον έξω κόσμο (παράδειγμα, ο Cecil Taylor ο υπεύθυνος για την μουσική jazz έφερνε μουσικούς για τους σπουδαστές του και ήταν δυνατόν για τους σπουδαστές των άλλων τμημάτων να παρακολουθούν μαθήματα ή κονσέρτα με περίφημους βιρτουόζους). Το ίδιο έκανε και ο Paul Badura-Skoda για την κλασική μουσική). Ένας φίλος από το Equator με συμπάθειες για τον Τσε Γκεβάρα και φανατικός αναγνώστης του «ποιητή του έρωτα» Νερούντα με πληροφορεί ότι το τμήμα των ισπανικών σπουδών και το τμήμα λατινοαμερικάνικης ιστορίας έχουν καλέσει τον Μπόρχες για μια διάλεξη και προσκαλούν κάθε ενδιαφερόμενο να παραβρεθεί στην συνάντηση. (Αρκετά συχνά, για λόγους συγκυρίας, σημαντικοί καλεσμένοι βρίσκονταν να μιλάνε σε ένα πολύ περιορισμένο κοινό). Η παρουσία του Αργεντίνου συγγραφέα σ’ εκείνη την περίοδο έμοιαζε έκκεντρη. Μάλιστα, είχαν προηγηθεί μια σειρά από συγκρούσεις των φοιτητών με την αστυνομία, τους εθνικούς φρουρούς (national guards) και ομάδες πολιτών που «αγανακτούσαν» με την συμπεριφορά των φοιτητών και κάνανε εφόδους με ρόπαλα στα σπίτια φοιτητών και τους έδερναν, κι αν μπορούσαν θα είχαν σίγουρα συνεχίσει την παράδοση του λιντσαρίσματος.

    «Χίμαιρα και φρονιμάδα»

    Οπωσδήποτε δεν χρειάστηκαν πολλά επιχειρήματα για να παρακολουθήσω την διάλεξη του στα αγγλικά. Σε μια μικρή σχετικά αίθουσα μαθημάτων, με ισχυρή παρουσία λατινοαμερικανών και ισπανόφωνων σπουδαστών, ο Μπόρχες, συνοδευόμενος από την πρώτη σύζυγό του, κάθισε στο κέντρο της έδρας και σχεδόν ακίνητος άρχισε να μιλάει αργά και ήρεμα. Μετά τις ευχαριστίες αναφέρθηκε στα ορίζουσες και τις καταγωγές της συγγραφικής του πρακτικής, η δε συνέχεια δεν ήταν πάρα ένα σχεδόν μονότονο εγκώμιο για την αρχαία ελληνική γραμματεία, φιλοσοφία, ποίηση. Ήταν σαφές ότι έδινε στους αρχαίους Έλληνες το ρόλο της αναφοράς και του πλαισίου αξιολόγησης για κάθε «έργο του πνεύματος». Όπως έμενε ακίνητος και το βλέμμα του ως μη βλέμμα ή απλανές βλέμμα, η επίκληση του στους αρχαίους Έλληνες, μου έδωσε την ψευδαίσθηση μιας άμεσης επικοινωνίας με του «προγόνους» μου, που έμοιαζαν να ήταν οι «πρόγονοι» για όσους μέσα στου αιώνες δουλέψαν για το καλό της «ανθρωπότητας».
    Η όλη διαδικασία εξελίχθηκε σε μια μυητική ιεροτελεστία. Οι παρευρισκόμενοι με σεβασμό και θαυμασμό ζούσαν μια εξαιρετική στιγμή καθώς ένας μύστης με αυτοσυγκράτηση και ηρεμία εξηγούσε τα της τέχνης του.    
    Η αντίθεση όμως των εκφερόμενων του Μπόρχες με τα γεγονότα των τελευταίων μηνών στις ΗΠΑ, με την πολιτική κατάσταση με την Ελλάδα των συνταγματαρχών, τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τους αγώνες των νέων για Ειρήνη, ήταν δυσβάστακτη, θετικά και αρνητικά. Θετικά, γιατί απέδιδε στους αρχαίους Έλληνες έναν ρόλο, μια ευθύνη πρωταρχικών σκαπανέων (ως νεοέλληνας δεν μπορούσα τότε να συγκροτήσω ένα είδος υπερηφάνειας). Αρνητικά, γιατί το παρόν και το μέλλον έμοιαζαν αβέβαια και σε φάση μεταβατική, ενώ η θεώρηση του ομιλητή την απέδιδε στο παρελθόν μια στερεότητα και μια αντοχή χωρίς καμία αμφιβολία εκ μέρους του, με μια γαλήνια δύναμη της προφανούς σιγουριάς. Η διαχρονία και η συγχρονία στα μάτια μου φάνταζε ως ιδιότυπη συναρμογή με εντάσεις και αντιφάσεις.
    Στη διάρκεια της ομιλίας η σύζυγός της κυκλοφορούσε μέσα στην αίθουσα και μια φωτογραφική μηχανή κατέγραφε συνεχώς τον ομιλητή και τους παρισταμένους, με τρόπο σχεδόν ενοχλητικό. Όταν τελείωσε η διάλεξη του, απήγγειλε κάποια ποιήματα στα ισπανικά. Ο υπεύθυνος καθηγητής διάβασε στα ισπανικά ένα κείμενο του Μπόρχες. Στην συζήτηση, οι ερωτήσεις ήταν απλοϊκές και κάποιος έβαλε ζήτημα σύγκρισης μεταξύ της λογοτεχνίας του Ναμπόκοβ και του Μπόρχες. Στο τέλος προσπάθησα να τον πλησιάσω για να τον ευχαριστήσω ως «Έλλην» για την θερμή υποστήριξη της μοναδικότητας του «Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού», δεν είμαι βέβαιος αν τα κατάφερα καθώς ένα σμήνος από ισπανόφωνους τον περικύκλωσαν ως συμπατριώτες του για μια ανταλλαγή φράσεων και συναισθημάτων.

    • Αποτίμηση

    Στις επόμενες μέρες προσπάθησα να αντιληφθώ αυτή την εισβολή του οικουμενικού και του εξαιρετικού στον μικρόκοσμο του Πανεπιστημίου σε πλήρη μεταμόρφωση ή αναστάτωση. Τελικά, οι ρήσεις του Μπόρχες ήταν μια ισχυρή υπενθύμιση για την διαχρονική αιτιοκρατία, τον μακροχρόνιο προκαθορισμό στις ενέργειες στο παρόν-μέλλον, ωστόσο η φόρτιση από την χίμαιρα ότι «αλλάζαμε τον κόσμο» ή ότι συμμετείχαμε σε μια διαδικασία πολιτιστικών μεταλλάξεων υπερίσχυσαν της φρονιμάδας που απέπνεε ο λόγος του Μπόρχες.

    Σήμερα όλη αυτή η κατάσταση μοιάζει ειδυλλιακή, αν συγκριθεί με το αλλοπρόσαλλο σημερινό πρόσωπο της σύγχρονης Αμερικής. Πιο συγκεκριμένα ο κυβερνήτης του Ουισκόνσιν, φίλος του τωρινού Αμερικανού προέδρου, έχει μετατρέψει το Πανεπιστήμιο σε μια άψυχη μηχανή παραγωγής διπλωμάτων με αυστηρό ιδεολογικό έλεγχο των μαθημάτων και των διδασκόντων, με την συστηματική εξάλειψη κάθε ριζοσπαστικού στοιχείου , κάθε αναρχικής παράδοσης και κάθε υποψίας για κοινωνική χειραφετήση. Δεν νομίζω ότι θα καλούσαν σήμερα τον Μπόρχες, αν ζούσε, για να μιλήσει για τα πρωταρχικά και τα αιώνια ζητήματα της ανθρωπότητας. Αν στο 1969-1970, η παρουσία του και μόνο δημιούργησε μια αντίθεση σ’έναν κόσμο σε διέγερση, σήμερα αυτή η αντίθεση δεν θα μπορούσε να αναδυθεί καθώς ο κόσμος βαδίζει στην υποβάθμιση της φαντασίας και στο λήθαργο της μόνης λύσης στα ζητήματα του διεθνοποιημένου κόσμου μας.


    Φωτογραφίες του Δημοσθένη Αγραφιώτη από τις διαδηλώσεις των φοιτητών του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν, 1969-70.

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: