Έξι ανα–μνήσεις / υπο–μνήσεις και μία δι-ερώτηση

Έξι ανα–μνήσεις / υπο–μνήσεις και μία δι-ερώτηση

1.

Ζώντας στο Παρίσι τη δεκαετία του 1970, και δουλεύοντας σε Γαλλικό Κέντρο Ερευνών για τη διατριβή μου, περνούσα πολύ χρόνο με τους Γάλλους συναδέλφους και τους άλλους μεταπτυχιακούς σπουδαστές από διάφορες χώρες (π.χ. Καναδάς, Σενεγάλη). Στις αρχές της δεκαετίας και μέχρι την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος, οι συναντήσεις των Ελλήνων «εμιγκρέδων» στο Παρίσι λάμβαναν χώρα τα Σάββατα – στο Πανεπιστήμιο Jussieu, στη Rue Cabanis (συλλογικός - κοινωνικός χώρος) και στη Cité Universitaire (Ελληνικό Σπίτι). Ήταν συναντήσεις με πλήρη σύνθεση ως προς τις πολιτικές ομάδες, όπου και οργανώνονταν ποικιλία εκδηλώσεων και συζητήσεων. Σε μικρότερο κύκλο συναντούσα μερικούς Έλληνες φίλους, συν-σπουδαστές, συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ένας από αυτούς ήταν ο Κωστής Παπαγιώργης (Κ.Π.). Η συχνότητα των συναντήσεων μαζί του δεν ήταν σταθερή, είχε περισσότερο ένα συγκυριακό χαρακτήρα.

2Η πρώτη επίσκεψη στη σοφίτα που έμενε ο Κ.Π. ήταν αποκαλυπτική: μικρός χώρος, παντού βιβλία, ένα τραπεζάκι, μια καρέκλα, ένα κρεβάτι, αμέσως αναδύθηκε μια ατμόσφαιρα ασκητική. Ωστόσο, το ταβάνι ήταν ζωγραφισμένο με ένα χρώμα γαλάζιο ανοιχτό, πολύ χαρωπό, με άσπρα αστέρια. Η εικόνα αυτή ανέτρεπε την πρώτη εντύπωση της λιτότητας και της «ένδειας». Ομολογώ ότι ο έναστρος ουρανός έδινε μια μεταφυσική προοπτική στη δύσκολη καθημερινότητά του. Ο Κ.Π. ήταν ένας «επαγγελματίας» αναγνώστης. Διάβαζε, διάβαζε... Δεν μου ήταν σαφές, αν παρακολουθούσε συστηματικά κάποιο σεμινάριο ή αν ανήκε σ’ έναν από τους πολλούς φιλοσοφικούς κύκλους του Παρισιού. Ως κοσμοκαλόγερος ήταν απορροφημένος από τις παραγράφους και τις έννοιες, ως βιβλιοφάγος μπαινόβγαινε στα βιβλία. Είχα την εντύπωση ότι δεν τελείωσε εγκύκλιες πανεπιστημιακές σπουδές και οι σκέψεις του με την παρισινή σκηνή των ακαδημαϊκών θεσμών ήταν περιορισμένη. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να έχει πολύ καλή ενημέρωση για τα φιλοσοφικά τεκταινόμενα. Έχω συγκρατήσει κάποιες διαπιστώσεις του: «η γερμανική σκέψη, είναι πιο ενδιαφέρουσα από τη γαλλική. Θα ήταν καλύτερα να είχε πάει στη Γερμανία». Η συστηματική ενασχόληση του με τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ είχε πολύ γαλλικό άρωμα και προφανώς η φιλοδοξία του ήταν να συνομιλήσει με τους μεγάλους της φιλοσοφίας. Αναμφίβολα, υπήρχε κάτι το επικό και το ηρωικό σ’ αυτή τη μαρτυρική προσπάθειά του.

3.

Πέρα από τις συνομιλίες πάνω στους στοχαστές τού τότε και του παρελθόντος, είχαμε και συναντήσεις αθλητικού τύπου. Συναντιόμασταν στα γήπεδα της Cité Universitaire, διαλέγαμε ένα γήπεδο του βόλεϊ, κρατούσαμε το μισό και παίζαμε με όλους τους κανόνες του παιχνιδιού, με μπάλα που έφερνε ο ίδιος. Ομολογώ, ότι υπήρχε αγωνιστικό πνεύμα και ανταγωνιστική διάθεση. Ένταση και φροντίδα για τη «νίκη»! Στο τέλος, με την κατανάλωση της σωματικής ενέργειας υπήρχε η αίσθηση εξισορρόπησης με την υπερβολική κατανάλωση διανοητικής ενέργειας.

4.

Τη δεκαετία του 1970 ο δρόμος της Rue Mouffetard και η πλατεία Contrescarpe αποτελούσαν το σκελετό για αυτή την συνοικία του 5ου διαμερίσματος και έκανε τη περιοχή να μοιάζει με χωριό. Σ’ αυτή τη συνοικία συνυπήρχαν οι εσωτερικοί μετανάστες από την Auvergne με πρωτοπόρους καλλιτέχνες (όπως ο Spoerri) που έμεναν στα μικρά ξενοδοχεία ή σε σοφίτες· τα μαγαζιά που πούλαγαν τυριά-κρασιά-καυσόξυλα (“Bois et Charbons”) από την Auvergne και μια πλούσια αγορά φρούτων και λαχανικών από την Ευρώπη, την Αφρική και την Καραϊβική· ελληνικές ταβέρνες μια ιδιότυπα-ευμεγέθη σουβλάκια και με Έλληνες μουσικούς (συχνά σπουδαστές) οργάνωναν ελληνικά γλέντια για τους Γάλλους νοσταλγούς των ελληνικών τους διακοπών· δρόμος με τους clochards αλλά και ένα ετερογενές πλήθος τεχνιτών και εργατών. Στη πλατεία Contrescarpe, το ομώνυμο Café, αποτελούσε σημείο συνάντησης όλου αυτού του «αγριεμένου» πλήθους. Σ’ αυτό το καφενείο, (όπου σύχναζε και ο Ηλίας Πετρόπουλος) συνάντησα τον Κ.Π. με την «στενή» ομάδα φίλων του: Απόστολο Αποστολόπουλο, Νίκο Λεβέντη, Αντώνη Ζέρβα, και με την «έκτακτη» παρουσία της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, που μελετούσε εκείνη την εποχή τον Ελληνικό Υπερρεαλισμό. Πλησιάζοντας, η ατμόσφαιρα ήταν αμφίσημη ως προς τη δική μου υποδοχή. Ο Κ.Π. πήρε την πρωτοβουλία να αναλύσει τη συμπεριφορά μου, τις χειρονομίες, ακόμη και τα ρούχα μου και με όρους ντεριντιανούς. Δηλαδή, επικεντρώθηκε στη σημασία των σημείων, στο ζήτημα της παρουσίας, και στα τα όρια της έκφρασης. Ήταν μια σύντομη «διάλεξη» και μια πρόσκληση να καθίσω με την «ομάδα». Η τελευταία ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη για την μελλοντική διαμόρφωση του ποιητικού και λογοτεχνικού τοπίου στην Ελλάδα και για τις πιθανές αναταράξεις σε αυτό. Ο Κ.Π. ήταν πιο άνετος με τις καριέρες και τα μικροπαιχνίδια της εξουσίας. Ήταν χαρούμενος γιατί είχε βρει απάντηση στο ερώτημα της Ελληνικής απόδοσης του όρου «différance»: διαφωρά, θαυμάσια έμπνευση, Η συζήτηση στράφηκε στις σχέσεις της «σημειολογίας» και της «γραμματολογίας», μια στιγμή διαλόγου σε πλήρη αρμονία με το δημιουργικό πνεύμα της συνοικίας.

5.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ένα καλοκαίρι τον συνάντησα στο σπίτι του (κάπου στο Χαλάνδρι) και μου έδειξε τη βιβλιοθήκη του: ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία, παντού βιβλία. Διέτρεξε τα βιβλία του και αφού διάλεξε μερικά μου τα έκανε δώρο. Ο φίλος μου, ο ποιητής Claude Royet- Journoud έκανε συνήθως το ίδιο, προκειμένου να μην κατακλυστεί από τα βιβλία. Η διαδικασία αυτή τον υποχρέωνε να κρατάει τα βιβλία που τον ενδιέφεραν απόλυτα. Σ’ αυτή τη συνάντηση το θέμα ήταν η απόφασή του να δουλέψει ως «γραφιάς» – με μεταφράσεις, κείμενα, χρονικά κ.ά. Απόφαση ηρωική δεδομένων των ελληνικών συνθηκών. Ακόμη και στη Γαλλία, τον μόνον ποιητή που γνώρισα που ζούσε με την πένα του, ήταν ο Bernard Noel καθώς είχε ειδικευτεί σε βιβλία – καταλόγους για μεγάλες εκθέσεις σημαντικών καλλιτεχνών (π.χ. Masson). Του ευχήθηκα δύναμη και υπομονή.

6.

Λόγω των συχνών απουσιών μου από την Ελλάδα, δεν παρακολούθησα συστηματικά την ανέλιξη του έργου του και κάποιες πτυχές του βίου του. Οπότε, μετά από πολλά χρόνια, ένα πρωινό, τον συνάντησα μπροστά από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (όπου δίδασκα) στις αρχές της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στον κόμβο Αμπελοκήπων. Μετά από κάποιους δισταγμούς, κυρίως από τη μεριά μου, τον αναγνώρισα, σχολίασα τα άσπρα του μαλλιά και παρατήρησα ότι «εμείς με τα άσπρα μαλλιά ξέρουμε τα κομμωτήρια που κάνουν πολύ καλή δουλειά!» Μου απάντησε ότι «καταχρήσεις, βάσανα και πάθη, αλκοόλ, τον οδήγησαν στο θάνατο, απ’ όπου μόλις απέδρασε», «Συγχαρητήρια! Τα κατάφερες» του απάντησα, «ξέφυγες από συμβατικά θέματα της φιλοσοφίας και άγγιξες τις ακραίες ανθρώπινες καταστάσεις. πολύ μακριά από τα ζητήματα των παρισινών σου αναγνώσεων!». Μετά από κάποιες διευκρινήσεις όχι τόσο σημαντικές, μου ανακοινώνει ότι βιάζεται να πάει στο Αθηνόραμα (συνεργασία 1994-2012) να εισπράξει κάποιο ποσό από τα δημοσιευμένα κείμενά του, λέγοντας: «Μην ξεχνάς ότι είμαι γραφιάς».


7.

Οι προαναφερόμενες έξι (μικρο)αναμνήσεις δεν έρχονται σίγουρα να καλύψουν ένα κενό στη βιογραφία του Κ.Π., ωστόσο λειτουργούν ως έναυσμα να μορφοποιηθεί ένα ερώτημα που σχετίζεται με την τύχη των συγγραφέων και δοκιμιογράφων όπως ο Κ.Π. Αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει ένα πλατύ φάσμα λόγων/λογισμών (discourses) και αφηγήσεων στον κοινωνικό ορίζοντα της Ελλάδας τα τελευταία πενήντα χρόνια, θα λέγαμε ότι στο ένα άκρο μπορεί να είναι ο πρωτότυπος φιλοσοφικός λόγος και στο άλλο άκρο η φιλοσοφική και όχι η φιλοσοφίζουσα ποίηση, ενώ ενδιάμεσα, κατανέμονται ο εγκύκλιος φιλοσοφικός λόγος, το δοκίμιο, το δημοσιογραφικό κείμενο η επιφυλλίδα, το χρονικό, το οδοιπορικό, η ιστορία… Σ’ αυτό το συνεχές/ασυνεχές, πού βρίσκεται το έργο του Κ.Π.; Δεδομένου ότι δεν ανήκε σε κανένα θεσμό (Πανεπιστήμιο, Κέντρο Ερευνών, εκδοτική ομάδα κ.ά.), και κινήθηκε στην περιφέρεια των καθιερωμένων σχημάτων και οργανώσεων, ποια είναι εντέλει η αναγνώριση ή η παραναγνώριση του έργου του από το «κόσμο των γραμμάτων» και της ελληνικής κοινωνίας; Όντας σ’ ένα είδος περιθωρίου, αλλά ταυτόχρονα ένας ακούραστος μεταφραστής και «πολιτιστικός εργάτης» ακολούθησε μια πορεία «εντός, εκτός και επί τ’ αυτά»; Αν θεωρήσουμε ότι ο J. Derrida ήταν μια αναφορά στο έργο του, τότε ο δάσκαλός του, ήταν πιο τολμηρός στη θεματολογία του, στην επινόηση ρητορικών σχημάτων και στα παίχνια με τη γλώσσα. Αναμφίβολα ο Κ.Π. προσέγγισε πληθώρα θεμάτων και ζητημάτων αλλά δεν επιχείρησε να πειραματιστεί με τη «γραμματική» του λόγου/λογισμού. Η γρήγορη αυτή διάγνωση, οδηγεί στο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να υπάρξει σήμερα ένας στοχασμός αυτόνομος και μοναχικός, χωρίς δηλαδή την στήριξη των υποδομών/βιβλιοθήκη, πρόσβαση σε διεθνείς βάσεις δεδομένων, θεσμών (σεμινάρια, συναντήσεις) και μιας σχετικά κοινωνικής ζήτησης; Τέλος, τι είδους γνώση (savoir) θα μπορούσε να παραχθεί από μια τέτοια διάταξη. Στη Γαλλία, για παράδειγμα όταν ένας «απομονωμένος» ερευνητής/στοχαστής έχει παράγει ένα εξαιρετικά πρωτότυπο έργο, ίσως ελπίζει σε μια θέση στο College de France (Φουκώ, Μπαρτ…) ή σε μια θέση διευθυντή σε διάφορα κέντρα ερευνών και διδασκαλίας. (Κάτι που δεν συμβαίνει με χιλιάδες μονήρεις ερευνητές-λογίους, που παλεύουν απλά να ολοκληρώσουν ένα έργο). Σ’ αυτό το πνεύμα, ο Κ.Π. με το έργο και τη ζωή του αναδεικνύει ακόμη μια φορά και με δραματικό τρόπο, το ζήτημα της αναγνώρισης ή της παραναγνώρισης της καινοτομίας και της πρωτοτυπίας στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας. Δηλαδή, πώς η Ελληνική κοινωνία χειρίζεται περιπτώσεις όπως αυτή του Κ.Π, τις αγνοεί, τις αντιστέκεται τυφλά, τις στηρίζει, τις αποτιμά, τις εντάσσει σε μια διαδικασία ξεπεράσματος των αντιφάσεων της, τις δοξάζει;

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: