Μπερνάρ Νοέλ (1930-2021)

Μπερνάρ Νοέλ (1930-2021)

Πολ­λοί φί­λοι και πολ­λές φί­λες θέ­τουν το ερώ­τη­μα: «ποιο εί­ναι σή­με­ρα το γαλ­λι­κό ποι­η­τι­κό το­πίο;» Το ερώ­τη­μα εί­ναι αναμ­φί­βο­λα απλό, άμε­σο και νό­μι­μο, ωστό­σο η απά­ντη­σή του εί­ναι δύ­σκο­λη και πο­λύ­πλο­κη – χω­ρίς να ση­μαί­νει ότι εί­ναι κα­τορ­θω­τή από μέ­ρους μας. Ένας πι­θα­νός τρό­πος να φω­τι­στεί, έστω και με­ρι­κά, το πρό­σφα­το ποι­η­τι­κό πε­δίο, απο­τε­λεί η ση­μεί­ω­ση και η κα­τα­γρα­φή των δια­δρο­μών των ποι­η­τών που έδρα­σαν στο πλαί­σιο της προ­α­να­φε­ρό­με­νης επι­κρά­τειας. Μια τέ­τοια δια­δρο­μή έχει χα­ρα­χθεί από τον Μπερ­νάρ Νο­έλ (Bernard Noël) που πέ­θα­νε μέ­σα στον ύπνο του στο Νο­σο­κο­μείο της Laon (Aisne) και θά­φθη­κε στο νε­κρο­τα­φείο του Mauregny-en-Haye στις 13.4.2021. Γεν­νη­μέ­νος στις 19.11.1930 στην Sainte-Geneviève-sur-Argence, στην πε­ριο­χή της Aveyron, αφο­σιώ­θη­κε —με­τά από σύ­ντο­μες σπου­δές δη­μο­σιο­γρα­φί­ας— στο γρά­ψι­μο, θέ­το­ντας μια τε­ρά­στια δύ­να­μη και ενέρ­γεια στην υπη­ρε­σία της Γρα­φής. Ποι­η­τής, συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κός τέ­χνης, εκ­δό­της, δο­κι­μιο­γρά­φος, ερευ­νη­τής του ει­κα­στι­κού χώ­ρου και των ιστο­ρι­κών γε­γο­νό­των. Επι­πλέ­ον, για πολ­λά χρό­νια, ήταν από τους λί­γους ποι­η­τές - συγ­γρα­φείς που ζού­σε από την πέν­να του και πά­ντο­τε επέ­με­νε για τη χρη­μα­τι­κή αμοι­βή τών συγ­γρα­φέ­ων σε κά­θε συμ­βο­λή τους στην πο­λι­τι­στι­κή ζωή της γαλ­λι­κής κοι­νω­νί­ας. Ήταν πρω­τα­θλη­τής στο αγώ­νι­σμα των με­γά­λων συγ­γρα­φι­κών δια­δρο­μών και απο­στά­σε­ων !
Μ’ έναν αυ­θαί­ρε­το τρό­πο επι­λέ­γο­νται όψεις του τε­ρά­στιου έρ­γου του και στιγ­μές του βί­ου του για να δο­θεί ένα πρώ­το σχε­διά­γραμ­μα της πο­ρεί­ας του στα γράμ­μα­τα και τις τέ­χνες της Γαλ­λί­ας τα τε­λευ­ταία 70 χρό­νια.
Το 1958 δη­μο­σί­ευ­σε το πρώ­το του ποι­η­τι­κό βι­βλίο Extraits du corps, στις εκ­δό­σεις «Minuit» και σ’ όλη τη δια­δρο­μή του δια­κή­ρυτ­τε ότι αν το πο­λι­τι­κό πα­ρει­σφρέ­ει πα­ντού το ίδιο ισχύ­ει και για το ποι­η­τι­κό. Αυ­τό δεν προ­έ­κυ­ψε από κά­ποια αφαι­ρε­τι­κή θε­ώ­ρη­ση αλ­λά από την πρα­κτι­κή της ποι­η­τι­κής του γρα­φής. Η τε­λευ­ταία δο­κι­μά­στη­κε σε πολ­λα­πλά προ­τάγ­μα­τα: εκ­δο­τι­κές πρω­το­βου­λί­ες, με­τα­φρά­σεις (William Carlos Williams, e. e. cummings κ.ά.), ερευ­νη­τι­κές ερ­γα­σί­ες («Le regard incarné» πά­νω στο to έρ­γο του ζω­γρά­φου André Masson), ερ­γα­σί­ες πε­δί­ου (συ­ζη­τή­σεις και συ­νε­ντεύ­ξεις με ζω­γρά­φους και γλύ­πτες στα ερ­γα­στή­ρια – ατε­λιέ τους), ορ­γά­νω­ση δρά­σε­ων (σε­μι­νά­ρια, ερ­γα­στή­ρια), με­λέ­τη κρί­σι­μων ιστο­ρι­κών γε­γο­νό­των (Πα­ρι­σι­νή Κομ­μού­να) κ.α.

Bernard Noël, Emmanuel Hocquard και Δ.Α. στο Σε­μι­νά­ριο Με­τά­φρα­σης, 1990 (Φωτ. © Μ.C. Imbert)

Συ­νά­ντη­σα τον Bernard Noël στην «Fondation Royaumont» (Asnières-sur-Oise) στο πλαί­σιο του σε­μι­να­ρί­ου συλ­λο­γι­κής με­τά­φρα­σης το 1990 όπου εί­χα προ­σκλη­θεί μα­ζί με τον Τί­το Πα­τρί­κιο με αφορ­μή τις εκ­δη­λώ­σεις «Les Belles Étrangѐres» – με τι­μω­μέ­νη χώ­ρα την Ελ­λά­δα[1]. Η μέ­θο­δος της συλ­λο­γι­κής με­τά­φρα­σης ανα­πτύ­χθη­κε στο «Royaumont» ύστε­ρα από πρό­τα­ση του Bernard Noël που ήταν και ο υπεύ­θυ­νος σύμ­βου­λος στο ξε­κί­νη­μα αυ­τής της εξαι­ρε­τι­κά και­νο­τό­μας δια­δι­κα­σί­ας. Σ’ αυ­τή τη δη­μιουρ­γι­κή διερ­γα­σία θαύ­μα­σα τη χει­ρουρ­γι­κή ακρί­βεια με την οποία αντι­με­τώ­πι­ζε τις διά­φο­ρες με­τα­φρα­στι­κές προ­τά­σεις των ποι­η­τών, κα­θώς και το μείγ­μα ευ­γέ­νειας και με­τριο­φρο­σύ­νης με το οποίο επέ­λυε τις ανα­πό­φευ­κτες δια­φο­ρές ή συ­γκρού­σεις. Ο τρό­πος με τον οποίο υπο­στή­ρι­ξε το σε­μι­νά­ριο απο­τέ­λε­σε μια κύ­ρια πη­γή έμπνευ­σής για μέ­να, όταν δο­κι­μά­σα­με την μέ­θο­δο Royaumont στο πλαί­σιο του «Iδρύ­μα­τος Θή­ρας» στη Σα­ντο­ρί­νη και εί­χα την ευ­θύ­νη πραγ­μά­τω­σης της συλ­λο­γι­κής με­τά­φρα­σης στην δε­κα­ε­τία του 1990.

Τo 1969, ο Bernard Noël δη­μο­σί­ευ­σε το μυ­θι­στό­ρη­μα Le Château de Cène με το ψευ­δώ­νυ­μο Urbain d'Orlhac στις εκ­δό­σεις Jérôme Martineau και με­τά από τρία χρό­νια με το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα στις Εκ­δό­σεις Jean-Jacques Pauvert.[2] Γι’ αυ­τό το βι­βλίο δι­κά­στη­κε με την κα­τη­γο­ρία της προ­σβο­λής των χρη­στών ηθών, κα­θώς το βι­βλίο με υπερ­ρε­α­λι­στι­κό ύφος και επη­ρε­α­σμέ­νο από τις ιδέ­ες του θε­με­λιω­τή του πε­ριο­δι­κού Critique Georges Bataille[3] δη­μιουρ­γού­σε ένα σύ­μπαν ερω­τι­κό και μπα­ρόκ. Πα­ρ’ όλη τη βο­ή­θεια πολ­λών δια­νο­ου­μέ­νων και συγ­γρα­φέ­ων —ο Jacques Derrida[4] υπήρ­ξε ένας από τους μάρ­τυ­ρες υπε­ρά­σπι­σης— το βι­βλίο χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε τε­λι­κά από το δι­κα­στή­ριο ως άσε­μνο. Ωστό­σο, το γε­γο­νός αυ­τό οδή­γη­σε τον Bernard Noël στην επε­ξερ­γα­σία του όρου «sensure» σε αντί­θε­τη με τον όρο «censure», δη­λα­δή λο­γο­κρι­σία. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να ο Bernard Noël θε­ω­ρεί ότι ο όρος «censure» ανα­φέ­ρε­ται στην άμε­ση και βί­αιη πα­ρέμ­βα­ση για τον έλεγ­χο των καλ­λι­τε­χνι­κών και λο­γο­τε­χνι­κών έρ­γων, —και η Ιστο­ρία έχει να δεί­ξει πολ­λά πα­ρα­δείγ­μα­τα αυ­τής της βί­ας— ενώ ο όρος «sensure» ανα­φέ­ρε­ται σε μια έμ­με­ση μορ­φή ελέγ­χου και συ­νί­στα­ται στην πλη­θω­ρι­στι­κή προ­ώ­θη­ση κοι­νο­τυ­πιών, συν­θη­μά­των, δια­φη­μί­σε­ων, απλο­ποι­η­μέ­νων πλη­ρο­φο­ριών και στην κα­θιέ­ρω­ση των ελά­χι­στων απαι­τή­σε­ων ποιό­τη­τας των εκ­φρα­στι­κών και ρη­το­ρι­κών σχη­μά­των. Σχε­δόν προ­έ­βλε­ψε τον «οχε­τό» ορι­σμέ­νων «κοι­νω­νι­κών και μη μέ­σων επι­κοι­νω­νί­ας ή δι­κτύ­ων» του σή­με­ρα.

Ένα άλ­λο πε­δίο ποι­η­τι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντός του ήταν αυ­τό των «vestiges» με την έν­νοια του ίχνους, του χα­λά­σμα­τος και του απο­μει­να­ριού κα­θώς διε­ρεύ­νη­σε τις δυ­να­τό­τη­τες ή μη να ανα­φερ­θεί η ποί­η­ση στα «ερεί­πια». Έτσι, η όλη προ­βλη­μα­τι­κή του «ίχνους», του τραύ­μα­τος και της εμπλο­κής του σώ­μα­τος στην ιχνη­λα­σία τους, απο­τέ­λε­σαν για τον Bernard Noël μια συ­νε­χή ανα­φο­ρά. Το τε­ρά­στιο εν­δια­φέ­ρον, το πά­θος του για τις ει­κα­στι­κές τέ­χνες τον οδή­γη­σε σε μια εν­δε­λε­χή εξέ­τα­ση του ορα­τού και του αό­ρα­του, του λε­κτέ­ου και του ανεί­πω­του. Μά­λι­στα έδω­σε και έναν αφο­ρι­σμό (σε ελεύ­θε­ρη από­δο­ση): «το ανεί­πω­το υπάρ­χει χά­ρη στο λε­κτέο».[5] Σ’ αυ­τό το πνεύ­μα τον απα­σχό­λη­σε η σχέ­ση της «ζω­ής» και της «λο­γο­τε­χνί­ας», η σχέ­ση εσω­τε­ρι­κό­τη­τας και εξω­τε­ρι­κό­τη­τας, μ’ ένα τρό­πο δια­φο­ρε­τι­κό από τις φι­λο­σο­φι­κές ανα­ζη­τή­σεις του Emmanuel Levinas (Ε. Λε­βι­νάς), και τε­λι­κά πρό­τει­νε και τον «εξω­στρε­φή μο­νό­λο­γο» (monologue extérieur), ως όρ­γα­νο ποι­η­τι­κής έρευ­νας και έκ­φρα­σης. Με μιαν άλ­λη δια­τύ­πω­ση, με πολ­λούς και ευ­φά­ντα­στους τρό­πους γρα­φής προ­σπά­θη­σε να διερ­μη­νεύ­σει πως ο «εξω­τε­ρι­κός κό­σμος» εντέ­λει συ­μπλέ­κε­ται με τον πιο εν­δό­μυ­χο, τον πιο ιδιω­τι­κό «εσω­τε­ρι­κό κό­σμο».

Στον εκ­δο­τι­κό χώ­ρο, στη δε­κα­ε­τία του 1960 ερ­γά­στη­κε στην επε­ξερ­γα­σία λε­ξι­κών κα­θώς και ως λο­γο­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής στις εκ­δό­σεις «Delpire» (1967-1970). Τo 1977 διεύ­θυ­νε την σει­ρά : «Textes» στις εκ­δό­σεις «Flammarion», την οποία εί­χε ιδρύ­σει και ορ­γα­νώ­σει ο Paul Otchakovsky-Laurens και η οποία έμελ­λε να με­τα­τρα­πεί στην ίδρυ­ση του εκ­δο­τι­κού οί­κου «P.O.L.», που μέ­χρι και σή­με­ρα δεί­χνει πά­ντα έντο­νο εν­δια­φέ­ρον για τις εκ­δό­σεις ποί­η­σης. Από εκεί και στο εξής ο «P.O.L.» έγι­νε ο σχε­δόν απο­κλει­στι­κός εκ­δό­της του Bernard Noël. Ο τί­τλος της σει­ράς «Τextes» έχει ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία κα­θώς πα­ρα­πέ­μπει στην με­τα­τό­πι­ση των ποι­η­τι­κών και λο­γο­τε­χνι­κών εν­δια­φε­ρό­ντων από τα «εί­δη του λό­γου» στη δυ­να­μι­κή των κει­μέ­νων· με­τα­βο­λή που εί­χε αρ­χί­σει από τη δε­κα­ε­τία του 1960 και που την υιο­θέ­τη­σε και ο Bernard Noël με τη συγ­γρα­φι­κή του δει­νό­τη­τα.

Η πό­λη του Saint-Denis –βό­ρεια του Πα­ρι­σιού– για να γιορ­τά­σει τα 100 χρό­νια από τη γέν­νη­ση του Paul Éluard (14/12/1895) δη­μιούρ­γη­σε to «Musée d'Art et d'Histoire Paul Eluard» και με αυ­τή την ευ­και­ρία ορ­γά­νω­σε μια σει­ρά από εκ­δη­λώ­σεις. Πα­ρου­σιά­στη­κε η έκ­θε­ση «Paul Éluard et ses amis peintres», που εί­χε πρω­το­δη­μιουρ­γη­θεί στο «Musée national d'art moderne du Centre national d'art et de culture Georges Pompidou» στο Πα­ρί­σι το 1982-1983, έγι­ναν εκ­δό­σεις βι­βλί­ων, εντύ­πων κ.ά. Στον Bernard Noël. ανα­τέ­θη­κε η διορ­γά­νω­ση ενός διε­θνούς συ­νε­δρί­ου ποι­η­τών και η έκ­δο­ση ει­δι­κού τό­μου με κεί­με­να που έγρα­ψαν οι προ­σκε­κλη­μέ­νοι ποι­η­τές σε απά­ντη­ση στην επι­στο­λή - πρό­σκλη­ση - πρό­κλη­ση με το ερώ­τη­μα «τι εί­ναι η ποί­η­ση; Eλυάρ».[6] Συμ­με­τεί­χα στο συ­νέ­δριο, στις ανα­γνώ­σεις, τις επι­τε­λέ­σεις και επε­ξερ­γά­στη­κα την απά­ντη­σή μου με λέ­ξεις και ει­κα­στι­κά σχό­λια. Δια­πί­στω­σα ακό­μη μια φο­ρά την ικα­νό­τη­τά του να συ­ντο­νί­ζει με­γά­λης κλί­μα­κος εκ­δη­λώ­σεις, την οι­κου­με­νι­κό­τη­τα των συμ­με­το­χών και την πα­ρου­σία πολ­λών και δια­φο­ρε­τι­κών ρευ­μά­των ποί­η­σης. Δη­λα­δή, όχι μό­νο τί­μη­σε τη διε­θνι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση του Ελυάρ, αλ­λά της έδω­σε μια εκ­δο­χή σύγ­χρο­νη και οπωσ­δή­πο­τε ανοι­χτή στο μέλ­λον και στον πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νο κό­σμο μας.

Ο Bernard Noël εί­χε ένα ει­δι­κό εν­δια­φέ­ρον για τα βι­βλία-καλ­λι­τε­χνή­μα­τα (livres d’ artistes) σύμ­φω­να με τη γαλ­λι­κή πα­ρά­δο­ση: συ­νερ­γα­σία του ποι­η­τή με ει­κα­στι­κούς καλ­λι­τέ­χνες με την υπο­στή­ρι­ξη ενός εκ­δό­τη ή/και μιας αί­θου­σας τέ­χνης.
Στο βι­βλίο του Dictionnaire de la Commune επι­χεί­ρη­σε να συν­δυά­σει την ιστο­ρι­κή έρευ­να, τη λο­γο­τε­χνι­κή προ­σέγ­γι­ση, την πο­λι­τι­κή θε­ώ­ρη­ση κα­θώς χρη­σι­μο­ποί­η­σε ως πη­γές τις εφη­με­ρί­δες που κά­λυ­ψαν τις 72 δρα­μα­τι­κές και ηρω­ι­κές στιγ­μές της εξέ­γερ­σης της Πα­ρι­σι­νής Κομ­μού­νας (1871). Μ’ αυ­τό τον τρό­πο συν­δέ­ε­ται και με τους δι­κούς του αγώ­νες που σχε­τί­ζο­νται με τον πό­λε­μο του Βιετ­νάμ, τις ακρό­τη­τες της στα­λι­νι­κής πε­ριό­δου, την ανα­τρο­πή της αποι­κιο­κρα­τί­ας και την τρα­γω­δία της Αλ­γε­ρί­ας.

Με το Bernard Noël εί­χα την ευ­και­ρία να συ­να­ντη­θώ σε φε­στι­βάλ και εκ­δη­λώ­σεις και δη­μιούρ­γη­σα γι’ αυ­τόν κά­ποιες ει­κό­νες που αναμ­φί­βο­λα δε διεκ­δι­κούν εγκυ­ρό­τη­τα, αλ­λά μια πι­θα­νώς ποι­η­τι­κή πρό­σβα­ση στο πε­ρί­τε­χνο έρ­γο του και τη σπά­νια προ­σω­πι­κό­τη­τά του, πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, κά­θε φο­ρά που τον έβλε­πα νό­μι­ζα ότι έβλε­πα ένα συν­δυα­σμό του Αλέ­ξαν­δρου Δου­μά (για τη φυ­σι­κή του υπό­στα­ση), του Ονο­ρέ ντε Μπαλ­ζάκ (ως προς την ερ­γα­τι­κό­τη­τά του) και του Γκυ­στάβ Φλω­μπέρ (για το διεισ­δυ­τι­κό του βλέμ­μα), δη­λα­δή ένα εί­δος συ­μπλό­κου με στοι­χεία από τους τρεις αυ­τούς εξαι­ρε­τι­κούς συγ­γρα­φείς. Επί­σης εί­χε έναν τρό­πο να κι­νεί­ται σχε­δόν τε­λε­τουρ­γι­κό, και ένα ρυθ­μό στην ομι­λία που μαρ­τυ­ρού­σε ανο­χή και πνεύ­μα ευ­πρόσ­δε­κτο και κυ­ρί­ως καλ­λιερ­γού­σε ένα ήρε­μο και σε­μνό λο­γο­τε­χνι­κό τρό­πο πλη­σιά­σμα­τος των πραγ­μά­των και των αν­θρώ­πων. Αν και δεν εί­χα­με πυ­κνή επι­κοι­νω­νία τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ωστό­σο εί­χα το αί­σθη­μα μιας επι­στή­θιας, διαρ­κούς και γό­νι­μης ποι­η­τι­κής φι­λί­ας.

*

έπι­να τον ιδρώ­τα σου
κι ήσουν το όνο­μα όλων
απεί­ρως ευ­κί­νη­τη στη χορ­δή μνή­μης
και η σκέ­ψη σου εί­ναι μα­ζί μου
στην επι­θυ­μία να υπάρ­ξει με­τά από μέ­να.

Θέ­λη­σα να σου το πω
για­τί εκεί θα βρεις τη βε­βαιό­τη­τα
ότι ο χρό­νος δε θα αλ­λά­ξει τί­πο­τα
και πο­τέ σ’ αυ­τά που βρή­κες σε μέ­να.


[Ποί­η­μα του Bernard Noël από την συλ­λο­γή «La Peau et les Mots», εκ­δό­σεις «P.O.L.», Πα­ρί­σι 2002] που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ως ανα­φο­ρά στις εκ­δη­λώ­σεις «Le Printemps des Poѐtes» – η πιο ση­μα­ντι­κή εκ­δή­λω­ση για την ποί­η­ση στην Γαλ­λία σε εθνι­κή κλί­μα­κα.[7]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: