Άρπυιες
Κτερίσματα σε αρχαίους τάφους οι πνοές τους
Κυκλικοί χοροί με παλάμες ανεστραμμένες
Πολύχρωμα μαντήλια
δεμένα γύρω απ’ τον ραγισμένο άξονα του κόσμου
Τώρα τ ’ αρχέγονα τραγούδια
κρεμασμένα απομείναν στις καρδιές
Αφού μετέφεραν για αιώνες
μαντάτα δίχως χνάρια
στο πετρωμένο κερί των ψυχών
Κι ο Φόβος μόνος τροπαιοφόρος στρατηγός,
που υποδέχονται με Ωσαννά
σε κάστρο αλωμένο δίχως μάχη.
Τι σ ’ όποιον δεν μπορεί το σταθερό σημείο
να βρει εντός του
Μονάχα μοίρα δούλου αρμόζει
Να γδέρνεται στο βούρκο με χαμέρπεια
ως άλλος Έκτορας
δεμένος σε άρμα που το σέρνουν χοίροι
Μόνος στο γύρισμα των εποχών
και της αιώνιας πλήξης.
‘Eννοσίγαιος
Δεν είναι απλά συναίσθημα η χαρά
Τη γη να σείει
του αρμόζει αυτού που Γράφει.
Σα θαυματοποιός ή σαν τεχνίτης λαξευτής της πέτρας
σαν πλανόδιος ζωγράφος, σα ραψωδός αρχαίος παραμυθάς
Μπροστά στα έκπληκτα μάτια σας
δημιουργεί ex nihilo.
Αυτό θα πει ζῶν λόγος
Δεν υπήρξε ποτέ στατικός ο υψηλότερος στοχασμός
Μονόδρομος το διαλέγεσθαι
Να κατέχεις τη γλώσσα θα πει
να κατέχεσαι απ΄τη γλώσσα.
Καθρέφτισμα αόρατης χαρτογραφίας
Είπε ο Κουνγκ: «Ρίξε τη λύπη σου σε κάποιον και θα ζεις αντ’ αυτού.
Αγάπα τον. Θα ζεις και για τους δυο.»
Πώς προετοίμασες την είσοδό σου σ’ αυτόν τον κόσμο;
Πώς προετοίμασες την έξοδο;
Πράξε αληθινά — περιττή η ομιλία
Ντύσε το λόγο σου με το θολό χρώμα του ψεύδους
Ασήμαντα, όσα κι αν κάνεις.
'Εχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν
ὅς χ᾽ ἕτερον μὲν κεύθῃ ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπῃ
Δεν είναι απλά συναίσθημα η Χαρά
Ύψιστη μορφή γνώσης της νομοτέλειας
Ύψιστη μορφή γνώσης του κόσμου
Ανα-γνώρισης του κόσμου
Στην Αλήθεια σου κρύβεται η χαρά
Στη Χαρά σου βρίσκεται η αλήθεια
Κι αν άλλαζες την προοπτική σου;
Ἀείναον ἴθμα
Κολυμπώντας στα γαλάζια νερά του μελλοντικού μου χρόνου
Αναβάτης δελφινιών σε παλιά καλοκαίρια
Δεξιώθηκα τη φωτεινή ένωση στο αιώνιο Τώρα.
Ποιος βάδισε στο ποτάμι της ανυπαρξίας δύο φορές;
Χωρίς την ερώτηση δεν κατατρύχεσαι από την ανάγκη της απάντησης.
Χωρίς το λόγο απελευθερώνεσαι από τα δεσμά της σκέψης.
Γαλήνη.
Πολύμητις
Τ’ άσπρα σου κόκκαλα
ξεθωριασμένοι οδοδείκτες
στις ισκιωμένες ακτές της μνήμης
Στα σκοτεινά σπλάχνα των Κυκλώπων
θαλερόν κατά δάκρυ χέουσα
πώς να βρει η ψυχή σου αναπαμό;
Κι αν κάποτε ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν
τώρα έμεινε μονάχα μια σκιά.
Ρήγας ισχνός μπήκε στην πόλης μας τροπαιοφόρος
και εκεί στον θόρυβο
από τις ιαχές
σα ν’ αμελήσαμε να δούμε
πως μες στα ψάθινα καλάθια
κείτονταν τρόπαια κομμένα
τα κεφάλια μας