Το σπίτι ήταν δικό της


Εγώ τσακώθηκα μαζί του όταν έδερνε το σκυλί, που το είχε δεμένο στον ακάλυπτο, σε κάτι αχούρια που είχε εκεί πίσω. Δεν τον είδα ποτέ να το δέρνει, γιατί ο ακάλυπτος ήταν απομονωμένος κι αθέατος από μπροστά, αλλά άκουγα τον σκουζμό από το ζωντανό. Τις πρώτες φορές που τ’ άκουσα δεν έδωσα σημασία, λέω, σκυλί είναι γαβγίζει, αυτή είναι η δουλειά του, μπορεί να διψάει ή να πείνασε, αλλά μετά από λίγο καιρό κατάλαβα ότι το δέρνει γιατί το σκυλί έσκουζε σαν μικρό παιδί.

Του φωνάζω μια μέρα, αμέσως μετά το βασανιστήριο, «αν τολμήσεις και βαρέσεις ξανά το σκυλί θα σε καταγγείλω», αν και το μετάνιωσα μετά, γιατί εγώ αυτή την απειλή δεν την έχω πει ποτέ σε κανέναν, κάτι άλλο έπρεπε να του πω. Αυτός μου απάντησε με νεύρα, «και τι σε νοιάζει εσένα, σκυλί μου είναι κι ό,τι θέλω το κάνω», μου είπε κι άλλα πολλά, του είπα κι εγώ και σταματήσαμε να μιλάμε, οριστικά. Αυτός όμως πριν από το επεισόδιο με μένα, αλλά και μετά απ’ αυτό, είχε σταματήσει να μιλά και με τους άλλους γειτόνους, σχεδόν όλους, για πολλούς και διαφόρους λόγους, γύρευε αν υπήρχε κανένας που να του έλεγε από ανάγκη καλημέρα.

Αυτός έφταιγε για όλα, έκανε όλων των ειδών τις παλιανθρωπιές. Δεν θέλω να γίνω κουραστικός και να τις απαριθμήσω, ένα μόνο θα σας πω. Όλοι ξέρετε έναν παλιάνθρωπο, δεν είναι δυνατόν, κάποιος, κάπου, κάποτε έπεσε στη ρότα σας. Ε, λοιπόν για να φτάσετε στον δικόν μου, πολλαπλασιάστε τον δικό σας επί δύο, επί τρία, επί τέσσερα, όσο θέλετε, για τέτοιο πράγμα μιλάμε. Θεός να σε φυλάει από τον κακό το γείτονα, όπως πολύ σοφά λέει ο λαός.

Ούτε στο σπίτι του δεν πρέπει να τα πήγαινε καλά. Η καημένη η Ελπίδα ένας θεός ξέρει πόσα τράβηξε. Δεν βγήκε ποτέ να πει τίποτα, τα πέρναγε όλα από μέσα της. Έφταιγε όμως κι αυτή γιατί για πολλά χρόνια, σχεδόν μια ζωή, είχε ακολουθήσει την τακτική αυτουνού κι ούτ’ εκείνη έλεγε καλημέρα εύκολα. Όμως εγώ είχα πάντα την εντύπωση πως η Ελπίδα δεν ήταν σαν κι αυτόν, έμοιαζε λίγο βέβαια, λογικό είναι, τόσο καιρό μαζί του, λίγο όμως, γιατί αυτός ταίρι δεν είχε.

Αυτός είχε αυτοκίνητο και μηχανάκι, καλές μάρκες, προσεγμένα, τσίλικα. Τη μια στιγμή έπαιρνε το ένα, την άλλη το άλλο κι όλη μέρα ζαγκ ζουγκ στα στενά της γειτονιάς, στο σπίτι του δεν πάταγε. Εδώ και καιρό έβλεπα την Ελπίδα να βγαίνει κάθε πρωί και να πηγαίνει προς την παραλία που είναι τα περίπτερα, δεν πέρναγε πολλή ώρα κι επέστρεφε. Λέω μέσα μου, «ρε το κέρατο το βερνικωμένο, όλη μέρα καβάλα στο μηχανάκι, δεν πετάγεται να πάρει τσιγάρα της γυναίκας και την αφήνει να τρέχει στους δρόμους πρωί πρωί».

Μπορεί να ήταν κι έτσι όπως τα σκέφτηκα, αλλά μπορεί και όχι, γιατί με την πάροδο του χρόνου η Ελπίδα έβγαινε και το μεσημέρι, έβγαινε και τ’ απόγευμα. Μάλιστα μόλις ζέστανε ο καιρός η Ελπίδα επέστρεφε αναψοκοκκινισμένη από τις ζεστές μέρες της άνοιξης και δεν το κρύβω ότι, έτσι όπως την είχε τσιμπήσει ελαφρά ο ήλιος, όλο κι ομορφότερη την έβλεπα. Μπράβο λέω η Ελπίδα όσο πάει και φτιάχνει, σαν το καλό κρασί, αλλά ο νους μου δεν πήγαινε παραπέρα. Είχα μείνει στα τσιγάρα, καπνίζει πολύ, σκεφτόμουν, μέχρι που μου τα είπε μια μέρα ο γείτονας.

Μου λέει ο Χαράλαμπος ότι, εκεί στα απόκρυφα μέρη που σμίγουν τα πεύκα του δάσους με τη θάλασσα, ένα σούρουπο που πήγε εκεί πέρα για να ψαρέψει, είδε, μέσα στο σύθαμπο, την Ελπίδα με έναν άγνωστο κύριο να κάθονται σμιχτά στο παγκάκι και να μιλούν, «hand by hand» – του Χαράλαμπου του αρέσουν κάτι ξενισμοί αυτού του είδους – κι όταν είδαν τον Χαράλαμπο μπροστά τους, φάντη μπαστούνι, ξαφνιάστηκαν και ξέμπλεξαν τα χέρια τους. Κατάλαβα εγώ τι ακριβώς μου έλεγε ο Χαράλαμπος- πολλοί έπαθαν αυτό το χουνέρι. Ο Χαράλαμπος δεν έμεινε μόνο εκεί, αλλά, μου είπε ακόμα ότι εκείνο το βράδυ, αργά, τον πήρε στο τηλέφωνο η Ελπίδα και κλαίγοντας σχεδόν, τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν από όσα είδε. Ο Χαράλαμπος τής το υποσχέθηκε και κράτησε την υπόσχεσή του, γι’ αυτό και σε μένα τα είπε την άλλη μέρα, εντελώς εμπιστευτικά, αφού με σταύρωσε να του δώσω το λόγο μου ότι δεν θα πω τίποτα.

Με πιάνει μια μέρα, πριν τα γεγονότα, η γειτόνισσα η Φωτεινή, εκεί στη μέση του δρόμου και τι μου λέει; «Αυτός ο, να μην τον πω πως, πήρε από κοντά την μικρή την εγγονή μου με το αυτοκίνητο και της έλεγε να μπει μέσα να πάνε βόλτα». Μικρή την είπε η γιαγιά της, αλλά καθόλου μικρή δεν είναι η Μαρίνα, γκομενάκι δυνατό έχει εξελιχθεί, εκεί στο πανεπιστήμιο έφτιαξε πολύ. Εγώ, που σας παριστάνω τον ηθικολόγο, την έχω ρίξει κλεφτά τη ματιά μου στη Μαρίνα, άλλο αυτό όμως κι άλλο εκείνο που έκανε ο Παναγής, μέσα, καταμεσής στη γειτονιά, μέρα, μεσημέρι. Ακούγοντας αυτά, κατάλαβα ότι το τερμάτισε πλέον ο άνθρωπος. Μη χειρότερα είπα, αλλά ούτε και τότε μου πήγε στο νου όμως ότι αυτό ήταν «η τελευταία παράσταση στο Εκράν» του Παναγή.

Πάνε μέρες τώρα που ο Παναγής έχει εξαφανιστεί από τη γειτονιά, πού πήγε δεν ξέρω. Μαζί του πήρε το αυτοκίνητό του, το μηχανάκι του, δεν ξέρω τι άλλο και μην τον είδατε. Το πάρκινγκ στο σπίτι του έμεινε έρημο μέχρι χθες, ή προχθές, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε.

Χθες λοιπόν, ή προχθές, ή αντιπροχθές, πού να θυμάμαι κι εγώ, ένα άγνωστο αυτοκίνητο σταμάτησε μπρος στο σπίτι της Ελπίδας– εγώ το ήξερα ότι το σπίτι ήταν στο όνομα της Ελπίδας, έτυχε και το είχα δει από χρόνια σε κάτι συμβόλαια, το είχα όμως σχεδόν ξεχάσει.

Είδα κινητικότητα κι έριξα μια ματιά. Η Ελπίδα μ’ έναν ασπρομάλλη κύριο, σε αρμονική συνεργασία – ας το πούμε κι αυτό – έβγαζαν κάτι σακούλες με πράγματα από το αμάξι και τις πήγαιναν μέσα στο σπίτι. Απέξω είχαν ακουμπήσει στην άσφαλτο δύο καρέκλες, που τις είχαν βγάλει από τα πίσω καθίσματα, η μία ήταν μια πολυθρόνα, κάτι σαν πολύ μικρή μπερζέρα χωρίς μπράτσα στο χρώμα του μελιού και η άλλη ήταν ακόμα πιο μικρή και είχε κάπως κυκλικό σχήμα με ξύλινα μπράτσα απροσδιορίστου χρώματος, έδειχναν από μακριά γερές μεν, αλλά γέρικες, σαν και το αφεντικό τους. Μόλις τέλειωσαν με τα ψιλοπράγματα κουβάλησαν και τις πολυθρόνες μέσα.

Από την όλη εικόνα έβγαινε αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος αυτός, μεγάλη κινητή περιουσία δεν είχε, ούτε και ακίνητη μάλλον, γιατί αυτά συνήθως πάνε μαζί. Επίσης νέος κι όμορφος δεν ήταν. Αναρωτήθηκα τότε, τι του βρήκε άραγε η Ελπίδα και τον έκανε αμοιβαία με τον Παναγή. «Δεν κατάλαβες;», μου λέει την επομένη, που τον συνάντησα κάτω στην αγορά, ο Χαράλαμπος, με μια ποιητική διάθεση, «μια ψιχούλα αγάπη, λίγο νεράκι δροσερό ρε, αισθάνθηκε κι αυτή η δόλια να κυλάει στον ξεροπόταμο της καρδιάς της» και μάλλον είχε δίκιο.

Εγώ κοίταζα το σαραβαλάκι του νέου γείτονα, που τα είχε τα χρονάκια του, αν είχε μαλλιά θα ήταν κάτασπρα σαν και τ’ αφεντικού του, σκέφτηκα. Ο νιόφερτος γείτονας έβαλε με δυσκολία μπρος στο αμάξι – έσκουξε δυο τρεις φορές η μίζα -, έκανε αρκετές μανούβρες μπρος πίσω και μετά σιγά σιγά, άναψε – σβήσε, το έβαλε, με αρκετή δυσκολία, μέσα στο ελαφρώς υπερυψωμένο πάρκινγκ, γιατί ούτε η μηχανή τον άκουγε καλά, ούτε κι ο ίδιος ήταν εξοικειωμένος με τον χώρο, καθώς υπέθεσα.

Ο Παναγής αυτό το έκανε με τη μία, με κλειστά τα μάτια, που λέει ο λόγος και με το μικρό το δαχτυλάκι του ενός χεριού του, δέκα – είκοσι φορές την ημέρα.

Είχε κι αυτός κάτι καλό για να τον θυμόμαστε.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: