Επανάφερε τα αρχαία ήθη,
αστερισμούς πολυπρισματικούς,που καθορίζουν τη μοίρα σου.
Χαμένα τα ίχνη κι οι ιχνηλάτες σκηνώματα λειψά,
μουμιοποιημένες σιωπές,
λάσπη και φύλλα κολλημένα στα χέρια τους,
σημάδια αδιάβαστα.
Οιδίποδες μάλλον παρά Τειρεσίες.
Ποιά προφητεία εις δυσήκοον οὖς;
Κι η φύσις δεν έχει πλέον ανάγκη το κρύπτεσθαι.
Η δόξα η αλλοτινή σε γνώμη ξέπεσε,
σέρνοντας τα ράκη του φαίνεσθαι
Νεκρός από ασιτία ο Πολύφημος
κάλλιο αυτό παρά πτωματοφάγος,
τι επανδρωμένο με Ελπήνωρες το έσχατο καράβι,
της Στύγας βουτηχτές,
επίορκους.
Κυβεύουν αλαλάζοντες ζωές ξένες,
φτιάχνοντας οινοπνευματώδη από μώλυ,
αθέμιστοι.
Κι ο Οδυσσέας κι οι Κύκλωπες δάκρυα λείβοντες,
τη μάγισσα παρακαλούν χοίροι να γίνουν,
εδέσματα για το γαμήλιο τραπέζι του Αντίνοου,
μπας και ξεπλύνουν την ντροπή,
ότι υπήρξαν άνθρωποι.
Αντίφημος και άλλα ποιήματα
Αντίφημος
Μεταφητικόν
Πόσοι ραψωδοί φτιάχνουν μία σιωπή;
Δωμάτια κατοικημένα απ’το χρόνο
Γενιές απόντων
Το δειλινό φώς ο μόνος κληρονόμος τους
Αναμνήσεις έρπουσες στους τοίχους
Φωλιάζουν στους ιστούς μέσα στα τυφλά αβγά της αράχνης
Λευκά μάτια ξασπρισμένων φωτογραφιών
Κομμένες κλωστές οι ματιές τους
Σπασμένες γέφυρες πάνω απ’τα βάραθρα των ψυχών.
Ποιό το σημάδι της αναγνώρισης ξένε;
Καμιά Ευρύκλεια για σένα
Γεμάτος ο κόσμος από ανήκουστες οιμωγές
Ανείπωτα μηνύματα χωρίς αποδέκτες
Μεταφήτες γυμνοί·
Χαμένα τα χαρίσματα
Ιξώδεις εκφράσεις τυμπανισμένων προφητών
Πόσες σκέψεις χαμένες από καταβολής;
Πόσες σιωπές για ν’αναγεννηθεί ένας Λόγος;
Σισύφειος Λόγος
Τη δύναμη ψάχνω μέσα μου
Αυτή τη σκοτεινή
Που να’σαι συ σε κάνει
Κι όχι άλλος
Αυτή που είναι σπλάχνο σου
Κι εσύ δικό της.
Μα έξυπνος πολύ δεν είμαι
Ούτε χαρίσματα φύλαξ’ η Λάχεσις για μένα
Μέσ’ στις σκιές το Σώμα ψάχνω
Μέσ’στις σκιές∙ και σώματα χιλιάδες βρίσκω
Μα το δικό ούτ’εφάνη
Ή μήπως όλα είμαι και τίποτα
Κι αυτό που ψάχνω εμένα ψάχνει
Αιώνια στου Σίσυφου την ανηφόρα
Κι ο Σίσυφος εγώ κι η πέτρα πάλι
Εγώ και ο κατήφορος.
Φυτοπεθαίνοντας στον Παράδεισο
Την κομμένη γλώσσα της σιωπής σας μιλώ
Η οργή μου σάπισε πια
Και δεν απόμεινε θυμός, ούτε νεύρο.
Όχι δεν είναι αυτό κενό
Γιατί το κενό δε σας αξίζει
Ούτε σε’μένα.
Και στην αρένα μου κουράστηκε να περιμένει ο Διγενής
Κι ο Χάρος δε λέει το βλέμμα του να ρίξει
Δεν καταδέχεται
Γιατί χωρίς ζωή γεννιούνται οι άνθρωποι.
Και στην αρένα μόνος ονειρεύομαι,ότι μάχομαι
Μ’αόρατους εχθρούς,απ’το μυαλό βγαλμένους,ανύπαρκτους.
Και δεν έχω το σθένος τ’άρματα του παππού μου να φορέσω
Να τραγουδούν τουλάχιστο οι γριές,πως σε μάχη αντρίκεια
πήγα χαμένος.