Η τυφλή φωνή μου
Τα μάτια που είχα μου τα ξόδεψαν∙
αγνώριστα ανάμεσα σε δυο σταυρούς.
Παίζοντας με δυο κορμιά ο αποσπερίτης
κι εκείνος ο αχινός, σαν ένα πρόσωπο με
το φως του καντηλιού πάνω στα χείλια.
Ταξιδεύοντας στα έλατα – η φωνή μου τυφλή.
Το μυροφόρο δάκρυ όπου δίχως να
κοιτάζω υπάρχει ένα κομμάτι στο νερό∙
αμετάφραστο το άλλο μισό του σώματος.
Ωραιότερη η φλέβα μες στον ουρανό –
η μοίρα έγκυρη στο ξαναγέννημά της,
με τον τρόπο που έχουν τα μαλλιά να
στέκονται στους ώμους – σπαράγματα
της μουσικής απ’ τα χαμόκλαδα.
Αλήθεια, τον κατάλαβα τον άνθρωπο
όταν ζήτησε το θάνατο.
Μάτια μακρινά πόσο σας στένεψαν.
Τελευταίος σταυρός
Κόκκινος δυόσμος και πλούτος στα δόντια∙
ο φόβος του φλοίσβου όταν άδειαζε η θάλασσα.
Ένα καντήλι στο κάδρο, στα έπιπλα μια σπίθα -
βαρύ που στένευε στεφάνι ο φλεβοτόμος ήλιος.
Η πέτρα που μεγάλωνε στο στήθος τη φωνή μου
βυζαίνοντας∙ ο κλειστός καιρός απ’ των νεκρών
τ’ αγάλματα∙ ο κήπος ο μελαχρινός με τα σπαθιά.
Πράσινα βράχια — του πεύκου η σκιά στον Παράδεισο.
Κάτω απ’ το αμπέλι σιγοκαίει το πρώτο κόκαλο∙
πάνω στο καύκαλο αστράφτει το σταφύλι.
Δως μου το σώμα σου: μια φέτα πορτοκάλι κι
έναν κεραυνό, τον ουρανό στο σβέρκο και
το φιλί στην καμπάνα τελευταίο σταυρό.
Μάτι σαν της ακρίδας το πέταγμα –
πάντα μιαν άνοιξη μας χαιρετά κι άλλη
μια μας σκοτώνει. Γαλανόφρυδη Πούλια
στα ρέματα – ο Σμόλικας, ο Βίκος, ο Αχέροντας.
Ρίζα όπου ρίζωσε ο θάνατος με τα πελάγη στην ποδιά του.
Θρήνος
Άσπρα πουκάμισα ματώνοντας στο δέντρο.
Στη γλάστρα ο ήλιος κάθεται σκυφτός –
ένας νεκρός μας τραγουδάει στο μπαλκόνι.
Η λεμονιά ψάχνει το χρώμα της στον τοίχο –
ένα κομμάτι φως να βρει παρηγοριά:
τη γυναίκα με το σύννεφο στα δόντια,
τη γυναίκα με το δάσος στα μαλλιά.
Πέτρινο αίμα – σιντριβάνι ζεστό∙
άσπρο πουκάμισο το χώμα και κρυώνει∙
πεταλούδα που δαγκώνει τον καιρό.