Κοιμάμαι. Τρώω, πίνω καφέ αν τύχει να ξυπνήσω πριν το μεσημέρι, νερό και ουίσκι ή ουίσκι και νερό πιο σωστά, αν ξυπνήσω από τις τέσσερις και μετά. Καπνίζω. Κοιτάω το ταβάνι για λίγο, όπου ανακαλύπτω διάφορα σχέδια. Όχι παραπάνω από είκοσι λεπτά. Μετά με παίρνει ο ύπνος. Φοράω ένα γαλάζιο νυχτικό εδώ και δυο μήνες, δεν έχω αλλάξει από τότε που έκανα μπάνιο για τελευταία φορά.
Τα μάτια μου έχουν μαύρους κύκλους παρά τον ύπνο, ίσως επειδή κάνω το λάθος να ξυπνάω στα μεσοδιαστήματα. Ενδεχομένως αυτό ν’ αλλάξει. Τα μαλλιά μου έχουν γεμίσει κόμπους και μαδάω, βρίσκω τρίχες στο μαξιλάρι καστανές και λευκές γιατί δεν τα έχω βάψει· ποιος να ενδιαφερθεί, αλήθεια, γι’ αυτό. Για καλό και για κακό, αποφεύγω να κοιτάξω στον καθρέφτη. Έχω καλύψει τους καθρέφτες με σκούρα υφάσματα σαν να έχω πένθος. Κάτι πενθώ, σίγουρα, αλλά δεν θυμάμαι τι απ’ όλα. Σκέψεις, αυτή η μάστιγα.
Τρώω ντελίβερι μέχρι να τελειώσουν τα χρήματα της διατροφής και μετά τοστ. Έχω πάρει βάρος, αλλά όχι πολύ γιατί δεν είμαι καλό κορίτσι και δεν αδειάζω το πιάτο μου. Το πρόβλημα του ν’ ανοίγω την πόρτα άπλυτη και με το νυχτικό το έχω λύσει. Αφήνω τα λεφτά στο χαλάκι μπροστά απ’ την πόρτα, παίρνουν τα χρήματα, μου αφήνουν το φαγητό και τα τσιγάρα, τόσο απλά. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι κάπως πρέπει να πάρω τα χρήματα από το ΑΤΜ. Βάζω μια φόρμα, μια φορά το μήνα, μέσα στη νύχτα όταν δεν είναι κανείς εκεί και τα τραβάω.
Δεν παίρνω υπνωτικά. Για την ακρίβεια έχω σταματήσει να παίρνω όλα τα χάπια που μου είχε γράψει και ο παθολόγος και ο ψυχίατρος και περιμένω να δω τι θα γίνει. Πίεση, καρδιά, αγχολυτικό για τις κρίσεις πανικού. Για την ώρα, τίποτα. Τσάμπα τα κατάπινα τόσο καιρό μου φαίνεται. Δεν φοβάμαι άλλωστε, τι να φοβηθώ, το πολύ να μπει τελεία. Και παύλα.
Έχω βγάλει το τηλέφωνο από την πρίζα και έχω αφήσει αφόρτιστο το κινητό. Το συνδέω μόνο για να παραγγείλω. Δεν έχω επαφή με τον έξω κόσμο. Όχι ότι παλιότερα είχα. Τώρα το καταλαβαίνω ότι σε κανέναν δεν έχω λείψει, ούτε μου έχει λείψει κανείς.
Νόμιζα ότι είχα κάνει φίλους στη δουλειά. Αλλά αν απολυθείς, αποκτάς φαίνεται αυτή την ιδιαίτερη μυρωδιά του σάπιου, του γκαντέμη, αυτουνού που δεν θέλει να του μοιάσει κανείς. Τον πρώτο μήνα χτυπούσε το τηλέφωνο: «Πήρα να μάθω νέα σου», «Βρήκες κάτι;», «Δεν χάνεις και τίποτα, χάλια περνάμε εδώ», μετά βουβάθηκε κι αυτό. Ξέχασα σχεδόν να μιλάω. Από αντίδραση, στην αρχή το έβαλα στο αθόρυβο και όταν οι κλήσεις σταμάτησαν τελείως το έβγαλα κι από την πρίζα.
Σκέψεις, αυτή η μάστιγα. Όταν αρρωσταίνω από δαύτες κοιμάμαι πάλι. Δεν με νοιάζει αν είναι μέρα ή νύχτα. Ευτυχώς, ο ύπνος μου είναι εύκολος. Κοιμάμαι στο κρεβάτι, στην πολυθρόνα, και μέσα στην ντουλάπα έχω κοιμηθεί. Κάποιες φορές ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι. Θα είναι που ετοιμάζομαι για τον αιώνιο.
Στο σπίτι επικρατεί απόλυτη σιωπή. Σιγή νεκροταφείου. Το ραδιόφωνο δεν το ανοίγω και την τηλεόραση την έχω στο αθόρυβο. Είδα προχθές, ότι διαφημίζανε μια γραμμή για ψυχολογική τηλεφωνική υποστήριξη. Είπα να καλέσω, έτσι για πλάκα.
Το σήκωσε μια μικρή, ζήτημα να είχε πάρει το πτυχίο της. Έχω, λέει, κατάθλιψη. Δεν το ήξερα αυτό, της είπα. Τώρα που μου το λες με κάνεις να νιώθω πολύ άσχημα, μόλις κλείσουμε θα πάω να πιω ό,τι χάπια έχω να κοιμηθώ για πάντα. Της έφτιαξα τη μέρα, της φοιτητριούλας.
Δεν είναι πάντως άσχημη ιδέα. Αφού αγαπώ τον ύπνο κι εκείνος είναι ο μόνος που μ’ αγαπάει, γιατί να μην επισημοποιήσουμε τη σχέση μας; Γιατί να μην τη σφραγίσουμε μ’ ένα ρομαντικό «για πάντα;» Ας είναι. Θα το σκεφτώ καθώς θα με παίρνει ο ύπνος. Σκέψεις, αυτή η μάστιγα. Αν δεν ήταν αυτές τα προβλήματά μου θα είχαν τελειώσει προ πολλού.
Αλλά κάτι γίνεται, ξημερώνει, έχω ξεχάσει ανοιχτό το πατζούρι και μπαίνει ήλιος. Διαβάζω τύφλα στο μεθύσι τα παλιά μου ημερολόγια και δεν καταφέρνω να βάλω και την ελπίδα στο αθόρυβο. Σκέφτομαι ότι είμαι μόνο σαράντα χρονών. Ότι δεν αποκλείεται να ξανασηκωθώ όπως τότε. Μια φωνή ψυθυρίζει στο ζαλισμένο μου κεφάλι. Ας είναι. Θα το σκεφτώ καθώς θα με παίρνει ο ύπνος.