Στην καρότσα

– Τι λέτε βρε παιδιά, πώς, πού, ρώτησε ο Ηλίας χωρίς να προσμένει απάντηση. Δύσκολο να αρνηθεί μπροστά σε μια κάννη.

– Χωράμε. Ορέστη, πέτα μέσα τον σάκο και σάλτα. Θα βολευτούμε κάτω από τους μουσαμάδες. Εσείς, δε σταματάτε πουθενά.

Το εσείς, ήταν για τον Ηλία και την κυρά στη θέση του συνοδηγού, που είχε κοκαλώσει από τον φόβο της.

– Μη φοβάστε. Όλα καλά θα πάνε, συνέχισε ο ψηλός ανεβαίνοντας κι αυτός στο φορτηγό.

Ο Ηλίας και η Παναγιώτα είχαν ξεκινήσει από τα Γιοκαρέικα –λίγων ψυχών τόπος, στην ορεινή Αρκαδία– το πρωί ενός Φλεβάρη. Η πρωτεύουσα απείχε κάμποσες εκατοντάδες λακκούβες. Ο καιρός γλυκός για χειμώνα, αλλά με τον δικό του θεό.

– Θέλω να μάθει γράμματα σωστά και να δει πως ζει ο κόσμος. Φτάνει πια με το χωριό και τις λάσπες. Είδες τι έγινε με το παιδί της Θοδώραινας; Ο γιατρός στα τριάντα χιλιόμετρα, πάει το αγόρι, έλεγε ο Ηλίας δυο μέρες πριν φύγουνε.

Φίλησαν συγγενείς και φίλους, φόρτωσαν λίγα ρούχα, μερικά τετζερέδια, δυο ντενεκέδες λάδι, πεσκέσι, και ξεκίνησαν. Η Παναγιώτα άνοιξε το παράθυρο κι έβγαλε το κεφάλι της έξω. Την είδε ο Ηλίας μέσα από το καθρεφτάκι του συνοδηγού να αποχαιρετά το χωριό, με ένα βουβό αντίο στα χείλη της.

– Για αρχή θα μείνουμε στον ξάδερφο, άνθρωπος αγνός. Έχει μια κάμαρη για μας. Θα τα καταφέρουμε, της υποσχόταν μπας και ξεχαστεί.

– Μαζί κι όπου να ‘ναι Λιάκο μου, είπε η γυναίκα, χαϊδεύοντας την κοιλιά της.

Οι μέρες της σίμωναν κι ο τόπος τους απομακρύνονταν ολοένα και περισσότερο. Αφήνοντας το Μαίναλο –μικρό μα άγριο βουνό– κι από το πουθενά, τους πιάνει χιονονέρι. Γύρω τα χωράφια ακόμα κρύα από τον καιρό και τα χέρια των αγροτών. Καρτερούσαν να μαλακώσει ο χειμώνας για να δουλέψουνε τη γη.

Το φορτηγάκι έσκιζε την παγωμένη βροχή, ενώ χωριά και χωριατόσπιτα ξέμεναν πίσω. Στη Νεμέα, όπου το καλοκαίρι μυρίζει ο τόπος από σταφύλια, το νερό γίνηκε χιόνι. Το τζάμι άσπριζε και ξάσπριζε από το πέρα-δώθε των καθαριστήρων κι η Παναγιώτα σφίχτηκε για ζέστη στο πανωφόρι της.

Κάπου πριν την Κόρινθο, σκάει ένα από τα πίσω λάστιχα. Έμπειρος ο οδηγός, το έφερε στα ίσα, κατέβηκε κι έπιασε τον γρύλο. Εκεί ήταν που βγήκαν από τους θάμνους οι δυο άντρες με δυο πήχες γένια ο καθένας. Φύγαμε από το χωριό για τον πολιτισμό και πέσαμε στους αγριάνθρωπους, σκέφτηκε ο Ηλίας. Μιλιά όμως δεν έβγαλε.

Είχε ξαναδεί την όψη τέτοιων αντρών. Δεν πιάστηκε ποτέ με τα πολιτικά, μα από τους οπλισμένους πάντα φυλαγόταν.

– Τι δεξιός κι αριστερός, μου τσαμπουνάς; Αν κρατάει σίδερο, σίδερο θα βγει από το χέρι του, θυμόταν τον πατέρα. Τα αδέρφια πολεμάνε μεταξύ τους και νικητής ο θάνατος, έλεγε για τον εμφύλιο. Τον έκλαψε πολύ ο Ηλίας. Πήγε από αδέσποτη, συμμαχική σφαίρα.

Η Παναγιώτα μου, σκέφτηκε μπροστά στους άντρες. Στο νου του έτρεξε αστραπή το χωριό, η σκληρή δουλειά, το κορίτσι, το μαστόρεμα του φορτηγού, –απομεινάρι του πολέμου– τα αγώγια, το μωρό… Κατάφεραν να παντρευτούν και τώρα στον δρόμο για την πόλη και με μωρό στην κοιλιά, απέκτησαν παρέα ακάλεστη και τρομερή.

– Πως έρχονται τα πράγματα καμιά φορά, αναρωτιόταν ο Ηλίας τινάζοντας το χιόνι από πάνω του.

Οι άντρες πριν κρυφτούνε στην καρότσα, τον βοήθησαν με τη ρεζέρβα να τελειώνουν γρήγορα. Και θα ξαναβοηθούσαν προτού παραδώσουν τα όπλα, όπως έμαθε μερικές μέρες μετά.

– Μη σκιάζεσαι αγάπη μου, καθησύχαζε τη γυναίκα ο Ηλίας. Δεν φαίνονται κακοί κι ας δείχνουν αγριεμένοι. Το βουνό τους έκαμε έτσι.

Κάπου στην Κακιά Σκάλα, ο πόνος έσφιξε τα χείλη της Παναγιώτας.

– Λίγο υπομονή κάνε. Ζυγώνει η πόλη. Ήθελαν κάμποσο δρόμο ακόμη, αλλά τι να της πει;

Μαζί με την πόλη όμως, ζύγωσε νωρίτερα και η ώρα της γέννας. Βοήθησε κι ο φόβος. Τα νερά μούσκεψαν το κάθισμα και αρχίνησαν οι πόνοι. Ο Ηλίας σταμάτησε στην άκρη και πήγε στην καρότσα να φέρει κάνα ρούχο ακόμη. Το χιόνι έκοψε μαχαίρι. Βγήκε και ήλιος από πάνω. Οι σκέψεις βολίδα στο μυαλό του, πιο γρήγορες από το αμάξι. Τι θα γίνει, πως θα βγει το παιδί, που γιατρός; Όλα αυτά μέσα του και στα δεξιά του η θάλασσα. Τι κακιά; Τη χειρότερη σκάλα έπρεπε να τη λένε, σκεφτόταν.

Του κόπηκαν τα ήπατα από την αγριοφωνάρα του αντάρτη, ζητώντας τον λόγο που σταμάτησαν. Τους είχε ξεχάσει αυτούς για λίγο.

– Γεννάει, τι θα κάνουμε; Δεν προλαβαίνω την Αθήνα, είπε με αγωνία ο Ηλίας αλλά χωρίς να τους φοβηθεί.

– Η τύχη είναι με τους τολμηρούς και οι τολμηροί μαζί σου, του είπε ο ψηλός.

Η τύχη κρυβόταν ανέλπιστη στον σύντροφο Ορέστη και στην Ιατρική Σχολή που είχε τελειώσει πριν βγει στο βουνό.

– Βοήθα την και σας πάω μέχρι τον θεό, παρακάλεσε ο Ηλίας. Γενήκαμε γονείς Παναγιώτα μου, είπε αργότερα δακρυσμένος.

Ορέστη ονόμασαν το αγόρι τους, που χάρη σε έναν αντάρτη, σε μια καρότσα μέσα, είδε το πρώτο φως ενός χειμωνιάτικου ήλιου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: