Το θέατρο του ιρλανδού Σάμιουελ Μπέκετ είναι η απόλυτη γέφυρα για να περάσει κανείς από τον μοντερνισμό του πρώτου ήμισυ του 20ού αιώνα στον μεταμοντερνισμό του δεύτερου ήμισυ. Ο Μπέκετ με μαεστρία αλιεύει κώδικες (ανα)παράστασης από τη μοντερνιστική παράδοση (κυρίως της ιστορικής πρωτοπορίας) και ταυτόχρονα, με την ίδια άνεση, μηχανεύεται την ακύρωσή τους, εμπλέκοντας έτσι και τον δέκτη σε μια ατέρμονη διαδικασία αναδόμησης και/ή αποδόμησης των σημείων.[1] Μια διαδικασία που διενεργείται χωρίς δίκτυ ασφαλείας, υπό την έννοια ότι ο Μπέκετ δεν υπόσχεται στον θεατή του τίποτα παραπάνω από αυτό που βλέπει και που είναι το ανοιχτό τέλος, οι ανολοκλήρωτες ολοκληρώσεις και τα ανεπίδοτα συμπεράσματα. Πρόκειται για μια συγγραφική επιλογή που προφανώς δυσχεραίνει κατά πολύ το έργο της υποδοχής και κατανόησης των σκηνικών παθημάτων, καθώς προϋποθέτει έναν θεατή που έχει τον χρόνο και τη διάθεση να στοχαστεί και ενδεχομένως να δεχτεί ακόμη και την «ήττα» του ως ικανός ερμηνευτής.
Τίποτα δεν είναι ετοιμοπαράδοτο στα έργα του Μπέκετ, όπως και τίποτα δεν «φωνάζει» από μακριά τις σημασίες του. Υπάρχει μια συνεχής δια-πλοκή των συνθετικών υλικών, όπου κάθε προορισμός είναι και ένα σημείο εκκίνησης, κάθε επίλογος και ένας πρόλογος, κάθε απουσία και μια παρουσία, κάθε διαφορά και μια ομοιότητα. Kάθε φορά που πέφτει η αυλαία στα έργα του Μπέκετ, όλα επιστρέφουν (ή περίπου) πίσω στην πρότερη θέση τους, για να τεντώσουν για άλλη μια φορά το τέλος στο άπειρο επ’ άπειρον.
Eπιλέγοντας τη μη-λύση ως λύση (εξ ου και η προτίμησή του για την κυκλική δομή, αντί της γνώριμης γραμμικής), ο Μπέκετ συμπαρασύρει και τους θεατές του σε μια σπειροειδή κατάδυση προς το άγνωστο, όπου ακόμη και αυτός ο θάνατος, που ενδεχομένως θα μπορούσε να δώσει ένα τέλος στην επιτελεστική περιπέτεια της ψυχής και του σώματος, απουσιάζει.[2]
Tο Περιμένοντας τον Γκοντό, ανήκει σε αυτή την εκλεκτή κατηγορία έργων που δεν αρνούνται μόνο το τέλος – το οποίο, πέρα από βιολογικό δεδομένο, είναι και μια μορφή εξόδου από την κρίση και συνάμα μια μορφή εκλογίκευσης της κρίσης, υπό την έννοια ότι δίνει νόημα στην ιστορία – αλλά αρνούνται και την όποια εθνικότητα. Είναι ένα έργο στην ουσία και στα νοήματά του «παγκόσμιο» (global). Ανήκει παντού και πουθενά. Ένα είδος Everyplay – κατά το μεσαιωνικό Everyman. Ένα έργο αδιαμόρφωτου χώρου παρά διαμορφωμένου τόπου.
Δεν χρειάζεται να απαριθμήσουμε τις σκηνοθετικές προσεγγίσεις για να τεκμηριώσουμε την άποψη αυτή, γιατί καλύπτουν σχεδόν τα πάντα, από τον φροϋδισμό, τον λακανισμό, τον μεταμοντερνισμό, τον μετα-ανθρωπισμό, τον μαρξισμό, μέχρι τον φορμαλισμό του γιαπωνέζικου Noh, και όχι μόνο. Αυτή η κοσμοπολίτικη ευρύτητα φαίνεται ευθύς εξαρχής από τα ονόματα των χαρακτήρων, όπου έχουμε το σλαβικό για τον Vladimir, το Γαλλο-ισπανικό για τον Εστραγκόν, το ιταλικό για τον Pozzo και το αγγλικό για τον Lucky, τον «τυχερούλη», για τον οποίο ο Beckett είχε πει πως ακριβώς επειδή δεν είχε καθόλου προσδοκίες τον βάφτισε τυχερό.
Tους συναντούμε να σκαρφίζονται παίγνια για να «σκοτώσουν» την ώρα τους σε ένα ερημικό σκηνικό περιβάλλον που πιο πολύ παραπέμπει σε έναν αδιαμόρφωτο και εννοιολογικά «χαλαρό» χώρο παρά σε έναν αυστηρά διαμορφωμένο τόπο. Ένας επαρχιακός δρόμος (αγαπημένη εικόνα στον Μπέκετ που παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στο ταξίδι της ζωής)[3] και ένα δέντρο (χωρίς φύλλα στην αρχή)[4] αποτελούν τον σκηνικό διάκοσμο των επιτελέσεών τους. Xρόνος: σούρουπο. Ένα περιπλανώμενο φεγγάρι προσθέτει σε αυτό το σχεδόν γλυπτικό σκηνικό πινελιές ποίησης, ευαισθησίας, και μιας περίεργης παιγνιώδους διάθεσης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε ένα σκηνικό σχεδίασμα όπου κυριαρχεί η μοντερνίστικη άποψη που λέει «τα λιγότερα σημαίνουν περισσότερο» (Less is more), άποψη που θα γίνει ένα είδος trade mark, σχεδόν εμμονή, στα κατοπινά έργα του Beckett.
Kαθώς εξελίσσεται η δράση και πολλαπλασιάζονται οι επιτελεστικές παράμετροι της ανοικτής μυθιστορίας των πρωταγωνιστών, πυκνώνουν τα αιωρούμενα νοήματα και οι ανεπίδοτες υποσχέσεις, δυσκολεύοντας ολοένα και πιο πολύ την εκλογίκευσή τους. H απρόβλεπτη εμφάνιση, όπως και η εξαφάνισή τους, μπερδεύουν τον θεατή, ο οποίος, ενώ παρακολουθεί τη μία αναφορά ή παραπομπή και προσπαθεί να καταλάβει πού χωράει στα δρώμενα, έρχεται αμέσως η επόμενη να τον οδηγήσει κάπου αλλού και ούτω καθεξής.
Πρόκειται για ένα συνεχές σλάλομ, ζαλιστικό όσο και συναρπαστικό. Ένα καλά μελετημένο στροβίλισμα, μέσω του οποίου ο Μπέκετ επιδιώκει να δείξει στον θεατή ότι δεν χρειάζεται να γνωρίζει επακριβώς πού και πώς εξελίσσεται η σκηνική δράση, για να αναγνωρίσει τι διαδραματίζεται στη σκηνή. Τον απαλλάσσει, κατά κάποιον τρόπο, από τα γνωστά ερωτήματα του τύπου «Ποιος το έκανε/Who has done it?» και «Τι γίνεται μετά/What happens next?»), προκειμένου να αφεθεί να παρασυρθεί εξ ολοκλήρου από κάτι άλλο, το οποίο εν προκειμένω έχει να κάνει με την παροντικότητα της αναμονής, ένθεν κακείθεν της σκηνής. Παντού και πουθενά συγκεκριμένα. Όπως περίπου και τα αντικείμενα (π.χ. το καρότο, το σκοινί κλπ.), τα οποία ενώ εμφανίζονται με τρόπο πολύ συγκεκριμένο (δηλώνουν ένα έντονο «εδώ και τώρα»), όταν εξαφανίζονται από τη σκηνή δεν αφήνουν πίσω τους ευδιάκριτα ίχνη. Και το περίεργο εδώ είναι ότι, μολονότι δεν μας δίνεται καμιά εξήγηση γι’ αυτή την εξαφάνιση, δεν τα αναζητούμε, δεν τα νοσταλγούμε, ίσως γιατί δεν μας δημιουργούν κανένα πρόβλημα κατανόησης. Kαι δεν μας δημιουργούν αυτό το πρόβλημα γιατί, όπως είπαμε πιο πάνω, δεν αγκυροβολούν τα σημαινόμενά τους κάπου συγκεκριμένα. Αυτή η αποδέσμευση προσώπων και πραγμάτων από τα πιθανά και γνώριμα σημαινόμενά τους επιτρέπει στο έργο να παραμένει ανοιχτό, να αιωρείται και να ταξιδεύει σε «άλλους» τόπους, χωρίς να επιδεικνύει κάποιο εθνικό, γνωσιολογικό, σημειωτικό ή άλλο διαβατήριο. Ό,τι βλέπουμε στο σανίδι της σκηνής είναι τα σκουπίδια ή τα απομεινάρια ή οι μνήμες ενός κόσμου που μπορεί κάποιος να συναντήσει οπουδήποτε και προφανώς να ερμηνεύσει κατά βούληση.
Ως θεατές, αισθανόμαστε πως δεν χρειάζεται να επιστρατεύσουμε το εθνικό οπλοστάσιο της μνήμης για να επικοινωνήσουμε, πράγμα που δεν συμβαίνει σε πολλά σύγχρονα έργα, τα οποία πολύ δύσκολα μπορούμε να τα φανταστούμε έξω από το χωροχρονικό τους πλαίσιο, και τούτο γιατί εξαρχής γράφτηκαν για να διαβαστούν μέσα από μια οπτική γωνία συγκεκριμένη και συνεπώς εθνικά προσδιορισμένη. Για παράδειγμα, στον Λόρκα οι συγκρούσεις των χαρακτήρων (και των ιδεών), η λυρικότητα, η αίσθηση του τραγικού, εξαρτώνται εν πολλοίς από το πώς θα αποδοθεί το συγκεκριμένο πολιτιστικό πλαίσιο της Aνδαλουσίας. Το ίδιο και στον Τσέχωφ. Επιβάλλεται να δοθεί το συγκεκριμένο στίγμα του χώρου (ή μέρος του), διαφορετικά μένει εκτός ένα κομμάτι της ψυχής της ιστορίας. Είναι δύσκολο να φανταστούμε παράσταση του έργου του Mάριου Ποντίκα Tο τρομπόνι λ.χ. ή του Ιάκωβου Kαμπανέλλη H αυλή των θαυμάτων ή το Τάβλι των Κεχαϊδη/Χαβιαρά που να αγνοεί το κοινωνικό/εθνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται και αναπνέουν, και τούτο γιατί είναι έργα που μας υπενθυμίζουν διαρκώς την καταγωγή τους.
Aκόμη και στον Μπρεχτ, το έργο του οποίου πολλοί σχολιάζουν και για την ευρυχωρία του, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ανοιχτά, καθώς ορίζονται από έναν ρομαντικό, ιστορικό ντετερμινισμό. Δεν αντιλέγω ότι οι επικές διαστάσεις που πιστώνονται στα δρώμενα χαλαρώνουν κατά πολύ τις χωροχρονικές συνισταμένες τους, όμως γνωρίζουμε ανά πάσα στιγμή πού βρισκόμαστε και πού πάμε, φιλοσοφικά, ιδεολογικά και χωρικά. Θέλω να πω ότι η σκηνή του Μπρεχτ μπορεί να προβάλει το δικό της «εδώ και τώρα» μέσα από ποικίλους μεταθεατρικούς χειρισμούς, όμως δεν γίνεται ποτέ ο κόσμος όλος, όπως ενδεχομένως θα το ήθελε. O Γαλιλαίος μας ταξιδεύει στην αναγεννησιακή Iταλία, η Mάνα Kουράγιο στη Bόρεια Eυρώπη του Tριακονταετούς Πολέμου, Η πτωτική άνοδος του Aρτούρο Oύι στο μαφιόζικο Σικάγο του φασισμού κ.ο.κ.
Βλέποντας, λοιπόν, αυτή την εννοιολογική όσο και χωροχρονική ευρυχωρία των έργων του Beckett πολλοί σκηνοθέτες υποκύπτουν στον πειρασμό να εντάξουν στο σώμα τους πράγματα που θεωρούν (ή φαντάζονται) ότι έχουν ανάγκη, προκαλώντας την οργή του συγγραφέα, ο οποίος φαίνεται να ασπάζεται πλήρως τη λατινική ρήση που λέει ubi nihil valis, ibi nihil velis, δηλαδή, «εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα, δεν πρέπει να επιθυμείς τίποτα».
Στο σκηνοθετικό δίλημμα αυθεντικότητα ή προσβασιμότητα, ο Μπέκετ επιλέγει την αυθεντικότητα, διότι πιστεύει πως το ίδιο το έργο του κουβαλά μέσα του τα αναγκαία επιτελεστικά υλικά που του επιτρέπουν τις συνεχείς γεωγραφικές μετακινήσεις, χωρίς να χρειάζεται περιττά σκηνοθετικά ευρήματα. Παράδειγμα και πάλι το Περιμένοντας τον Γκοντό, ένα έργο δομημένο καρέ-καρέ επάνω σε θεατρικές στιγμές. Ένα παιγνιώδες σκηνικό κρυφτούλι του τύπου «τώρα με βλέπετε, τώρα όχι», όπου κάθε στιγμή ορατότητας έχει την αξία της, η οποία υπερβαίνει το συγκεκριμένο και αποκτά ευρύτερες, σχεδόν συμβολικές σημασίες, που αφορούν τον κάθε έναν από μας ξεχωριστά, κατά πως γράφει και ο Σαίξπηρ στον Άμλετ, εκεί όπου συζητά για την αξία της τέχνης και τις σχέσεις της με τον δέκτη. Ένα παράδειγμα, που συχνά αναφέρεται από τους κριτικούς του Γκοντό, νομίζω αρκεί για να τεκμηριώσει τα παραπάνω.