Η μεσαιωνική λέξη κάλαντα
ανάγεται στο μεταγενέστερο καλάνδαι, από το λατινικό Calendae «οι πρώτες μέρες κάθε μήνα», τις γνωστές καλένδες. Οι αρχαϊστές προτιμούσαν την προφορά κάλανδα, όπως όμως ήταν επόμενο, επικράτησε ο τύπος της δημοτικής.[1] Στο λεξικό Δημητράκου δίνεται το ερμήνευμα: «ευχετήρια και εγκωμιαστικά ή εορταστικά άσματα αδόμενα υπό παίδων κατά τας παραμονάς των Χριστουγέννων, του Αγίου Βασιλείου και των Θεοφανίων». Ορισμένα από τα νεότερα λεξικά επαναλαμβάνουν κατά κανόνα τα ίδια πράγματα, χωρίς να λάβουν υπόψη την επαναλαμβανόμενη κάθε χρόνο είδηση: «Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα έψαλλαν στους πολιτικούς αρχηγούς και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέλη Συλλόγων και χορωδιών από όλη την Ελλάδα». Η πρωτοτυπική σημασία του όρου είναι πράγματι η εικόνα παιδιών και σπανίως εφήβων, μεμονωμένων ή σε μικρές ομάδες 2-3 ατόμων, με το γνωστό μεταλλικό τρίγωνο στο χέρι που το χτυπούν χαρμόσυνα και ψάλλουν τα κάλαντα σε μαγαζιά και σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια της γειτονιάς. Γι’ αυτό το λόγο στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών προστίθεται η πληροφορία «συνήθως από παιδιά». Δεν υπάρχουν μόνο μικροί, αλλά και μεγάλοι καλαντιστές.[2]
Τα κάλαντα, όπως και ο αγερμός,[3] γνωστός ήδη από την αρχαιότητα με τη σημασία «συγκέντρωση χρημάτων για τους θεούς», ανήκουν στην κατηγορία των ευετηριακών εθίμων με κυρίαρχο θέμα τις εορταστικές ευχές και τους επαίνους. Ψάλλονται κυρίως την παραμονή των Χριστουγέννων, των Φώτων και της Πρωτοχρονιάς. Τα κάλαντα του Λαζάρου και των Βαΐων έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.
Τα κάλαντα συνδέονται αναπόσπαστα με τη χριστιανική παράδοση. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις η ιερότητα μεταβάλλεται σε ιλαρότητα ή παρωδία. Ενδεικτικό είναι το παρακάτω δίστιχο από κάλαντα της Μυκόνου:
Άγιος Βασίλης έρχεται και στο ντουλάπι πάει
να βρει τα ξεροτήγανα να κάτσει να τα φάει.
Ειδική κατηγορία αποτελούν τα επίκαιρα κάλαντα τα οποία δημοσιεύονται παραμονές των σχετικών εορτών στον ημερήσιο τύπο και στο διαδίκτυο με κύριο γνώρισμα τον έντονα καταγγελτικό λόγο, την πικρή σάτιρα ή τη λεπτή αίσθηση του χιούμορ. Στο επίκεντρο βρίσκεται συχνά το οικονομικό αδιέξοδο των αγροτών και του απλού λαού:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
το λάδι έχει δεκαεννιά [εννοείται δραχμές]
κι η ζά– κι η ζάχαρη δεκάξι,
κι ο φτωχός – κι ο φτωχός θα τα τινάξει!
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, θ’ ανέβει και ο Φ.Π.Α.
μαζί και νέοι φόροι, ποιος θ’αντέξει τέτοιο ζόρι;