Χάρτης 27 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-27/klimakes/to-syggrafiko-daimonio-toy-strathgoy-makrygiannh-oi-idiaiterothtes-ths-glwssas-toy
Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, γνωστός ως Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797-1864), από τις ηρωικότερες μορφές της επανάστασης του 1821, –στο πρώτο από τα 12 παιδιά του έδωσε το όνομα Λεωνίδας– υπήρξε, εκτός των άλλων, περιώνυμος συγγραφέας. Σήμερα, 157 χρόνια από το θάνατό του, και 200 από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, οι ερευνητές οφείλουν να σκύψουν με μεγαλύτερη προσοχή στο έργο του, να μελετήσουν οι γλωσσολόγοι κατά κύριο λόγο τους πολύπλοκους μηχανισμούς της γλώσσας του, όχι μόνο στο φωνολογικό, μορφολογικό και λεξιλογικό επίπεδο, όπως έχει γίνει ως τώρα, έστω και σε περιορισμένη έκταση, αλλά με σύγχρονες κειμενογλωσσολογικές αναλύσεις, ιδίως στο επίπεδο των υπερπροτασιακών δομών, των ενδοκειμενικών και διακειμενικών αναφορών, οπότε θα φωτιστούν άγνωστες πτυχές μιας συστηματικής ρητορικής του λαϊκού λόγου, η οποία λανθάνει σε ένα φαινομενικά απλό κείμενο, το οποίο ορισμένοι ταύτισαν αφελώς με το απλοϊκό, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται συχνά για σύνθετες προτασιακές δομές, σε μια εντυπωσιακά ανεπιτήδευτη κειμενική ροή.[1] Τον αναγνώστη συγκινεί η αυθόρμητη καταγραφή προφορικού λόγου, χωρίς ψιμύθια. Η εναλλαγή απλών και σύνθετων προτάσεων αποτελεί ένα από τα κύρια γνωρίσματα του μακρυγιαννικού ύφους,[2] όπως επίσης οι ποιητικές εξάρσεις και η παράθεση μύθων και ονείρων που επιτείνουν το αισθητικό αποτέλεσμα.
Γράφοντας τα Απομνημονεύματά του ο Στρατηγός Μακρυγιάννης είχε πλήρη συνείδηση της συγγραφικής του αποστολής και της ενότητας του έργου του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στον Πρόλογό του (1850) σημειώνει στις πρώτες κιόλας γραμμές: … αν δεν τα διαβάσετε όλα, δεν έχει το δικαίωμα κανένας από τους αναγνώστες να φέρει γνώμη ούτε υπέρ ούτε κατά. Ο Επίλογος τελειώνει με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο: Όταν λοιπόν βγει αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς το όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμει καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά. Στον ίδιο Πρόλογο ενδιαφέρεται για την τύχη του χειρογράφου και συνιστά την «αντιγραφή του» προκειμένου να δει το φως της δημοσιότητας: Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου ή άλλος να αντιγράψει, για να τα βγάλει εις το φως…. Από τα όσα ακολουθούν φαίνεται ότι ο Μακρυγιάννης δεν εννοούσε απλή «αντιγραφή», αλλά και επεμβάσεις στο ίδιο το κείμενο. Παρά τα όσα λέγει για την αμάθειά του, είχε επίγνωση ότι τα χειρόγραφά του ήταν πραγματικός θησαυρός, γι’ αυτό φρόντιζε να τα κρύβει και, όταν χρειάστηκε, να τα φυγαδεύσει στην Τήνο.
Η μελέτη της πραγματικής γλώσσας του Μακρυγιάννη εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα μεγάλα ερευνητικά ζητούμενα.[3] Στη διερεύνηση και οριοθέτηση του προσωπικού στοιχείου στο έργο του θα συνέβαλε αποφασιστικά «η σύγκριση με γραπτά μνημεία του λαϊκού λόγου κατά την τουρκοκρατία: το χρονικό, οι ενθυμήσεις, η επιστολογραφία, ιδιαίτερα η καθαρά λαϊκή επιστολογραφία, όχι αυτή που εξελίσσεται σε ένα είδος φιλολογικό, ή λόγια», όπως έχει ήδη επισημάνει ο Σπύρος Ασδραχάς (1, 52), οι σχετικές όμως έρευνες δεν έχουν πραγματοποιηθεί ως τώρα. Τα Απομνημονεύματα,[4] όπως και τα Οράματα και θάματα,[5] αποτελούν φιλολογικές εκδόσεις, δεν αποδίδεται δηλ. πιστά η ιδιότυπη γραφή του Μακρυγιάννη, δεν μπορούν, επομένως, οι εκδόσεις αυτές να αποτελέσουν τη βάση για τη μελέτη της γλώσσας του, στο φωνολογικό και μορφολογικό κυρίως επίπεδο. Ο Βλαχογιάννης αναφέρει ότι μετέγραψε το χειρόγραφο «πιστώς κατά το δυνατόν», στην ουσία όμως απάλειψε τη γνήσια ρουμελιώτικη προφορά.[6] Η «αρχή της εξομάλυνσης των διαλεκτικών τύπων» που εφαρμόστηκε και στα δύο έργα, παραποιεί ουσιωδώς την πραγματική γλώσσα του Μακρυγιάννη. Οι «βελτιωτικές» αυτές αλλαγές, κρίθηκαν αναγκαίες για να γίνεται το κείμενο ευρύτερα κατανοητό.
Με τη μεταφορά του χειρογράφου «εις την συνήθη γραφήν», τονίζει ο Βλαχογιάννης, «Στερείται μεν ούτως η φωνητική και η φθογγολογία της γλώσσης περιέργου γλωσσικού μνημείου, αν και διά σημειώσεων ως και διά των ευθύς κατωτέρω παρατιθεμένων παραδειγμάτων επέρχεται θεραπεία τις του κακού, αφ’ ετέρου όμως κερδαίνει λίαν η ιστορία και η φιλολογία. Κερδαίνει αυτό το έθνος, το οποίον θα δυνηθεί ν’ αναγνώσει ευχερώς το πολύτιμον έργον του Μακρυγιάννη, όπερ άλλως θα ήτο απρόσιτον όλως τοις πολλοίς» (1, 132-133). Με το ίδιο σκεπτικό μεταγράφτηκαν και τα Οράματα και θάματα, όπου αποσιωπάται λ. χ. η τροπή του ε σε ι (προτιμάται, σωστά, πιστεύω, η γραφή έρευνα, αντί έριυνα, που παραδίδει το χειρόγραφο), του ο σε ου (επιτροπή, αντί υπιτρουπή) κ. ά. Η αποσιώπηση του ημιφώνου ι, το οποίο χρησιμοποιεί συχνά ο Μακρυγιάννης, οδήγησε σε πλήρη παρερμηνεία του τύπου Ισουκράτης (υπάρχει τέσσερις φορές στα «Οράματα και θάματα»), ο οποίος ταυτίστηκε με τον Ισοκράτη, με αποτέλεσμα να καταλογιστεί στον συγγραφέα «ότι ταύτιζε ενδεχομένως τον Ισοκράτη με τον Σωκράτη». Ο Μακρυγιάννης γνώριζε πολύ καλά ποιος ήταν ο Σωκράτης (τον αναφέρει τρεις φορές στα «Απομνημονεύματα», στις δύο μάλιστα περιπτώσεις δίπλα στον Πλάτωνα). Έγραψε, απλούστατα, το όνομα του Σωκράτη, όπως το πρόφερε: Ισουκράτης.
Απομνημονεύματα
Το ανακόλουθο σχήμα αποτελεί γνήσιο στοιχείο προφορικότητας του κειμένου: 2, 83: Εγώ άρρωστος, με πέταξε τ’ άλογον και καταφανίστηκα. Η εστία αντιπαράθεσης είναι αποτελεσματικό ρητορικό μέσο: 2, 158: Σας είπα την αγαθότη αυτεινών των ανθρώπων. Θα σας ειπώ και τ’ απάνθρωπα κινήματα αλλουνών. Η επαναφορά εμφανίζεται στην αυθόρμητη ομιλία: 2, 179-180: Όταν πρωτοήρθε εις το σπίτι μου ο φίλος μου γκενεράλ Αγιντέκ με ρώτησε να μάθει τι κάνω. «Τώρα, του λέγω, ο αγώνας τελείωσε, και δουλειά δεν έχω. Παιδιά μαστορεύω και φκειάνω»· έχω καμπόσα και το σακκί είναι γιομάτο και γλήγορα θ’ αδειάσει. Μου λέγει, να μου δώσεις το παιδί να το βαφτίσω εγώ. – Του λέγω, σαν γεννηθεί είναι δικό σου. Εδώ φαίνεται πόσο πνευματώδης άνθρωπος ήταν ο Μακρυγιάννης, όπως και στο ακόλουθο χωρίο: 2,17: Μου λέγει ο Αρχικατζελάριος· «Πολύν καιρόν δεν σ’ είδα· μου φαίνεται είσαι αστενής; - Όχι,του λέγω, είμαι υγιής. Η καθαρεύουσα ήταν ξένη γλώσσα για τον Μακρυγιάννη: 2, 202: το γκρεμίσαμεν από θεμελιούθεν (το παλάτι), 2, 211: καταξοχή. Συχνά μεταφράζει καθαρευουσιάνικες εκφράσεις στη δημοτική ή τις απλουστεύει όσο γίνεται: 2, 181: Έκανα τον κουτό …. Τότε βρέθηκα εις θέση δεινή. Πρόκειται για τη διατύπωση: «Τότε ευρέθην εις δεινήν θέσιν». Οι στερεότυπες, οι παροιμιώδεις και ιδιωματικές εκφράσεις εμφανίζονται πολύ συχνά: 2, 195: ότι εις την Ελλάδα ηύραν αλώνι ν’ αλωνίσουν.
Οράματα και θάματα [σσ. 74-75 της μεταγραφής, σσ. 66-67 του χειρογράφου]
Ενού αγωνιστού κορίτσι, πολλά σεβάσμιον, και νύχτα και ημέρα όλο μετάνοιες έκανε, και το είχα εις το σπίτι μου (η χάρη της είπε της γυναικός να μου ειπεί να το ’χω εις το σπίτι, να τρώγει κομμάτι ψωμί, ότ’ είναι ορφανό)· στέλνω αυτό και το παιδί μου με μια λειτουργιάν και λαμπάδα να πάνε εις τον Άγιον Σπυρίδωνα, ότι την άλλη ημέρα ήταν τ’ αγίου τ’ όνομα. Αφού έστειλα αυτούς, έρχετ’ ενού αγωνιστού γυναίκα, μου λέγει τον πόνο της και δεν έχουν ψωμί· φεύγει αυτείνη, έρχεται ένας γενναίος αγωνιστής και έκλαιγε, με τόση φαμελιά πως να τ’ς ζήσει. Ό,τι ο Θεός ευλόγησε, έκαμα εκείνο οπού μπορούσα εις αυτούς τους δυστυχείς. Από το κασαβέτι μου|| [σελ. 67 του χειρογράφου] μὄρχεται μια σκοτούρα και πέφτω ξερός· φέραν ξίδια, άλλα, τρόμαξαν να μ’ αναστήσουνε. Λέγω, οι αγωνισταί να πεθαίνουν της πείνας και οι κακοί άνθρωποι να τους βυζάνουν τους αγώνες τους, με κολλάγει μια υποκοντρία, βγάνω όλους όξω και μένω μόνος μου, κι έκλεισα τις πόρτες ως το βράδυ. Η γυναίκα και όλοι του σπιτιού υποπτεύονταν να μην μὄρθει αυτείνη η μπαϊλντισιά και πεθάνω, και κλαίγαν απόξω.
Το απόσπασμα αυτό είναι αντιπροσωπευτικό της γλώσσας, του ύφους και ιδίως της ανθρωπιάς του αγωνιστή. Εδώ συγκινεί το περιεχόμενο, όχι η γλώσσα. Ο λαϊκός χαρακτήρας της γλώσσας, σε αντιπαράθεση με την καθαρεύουσα, αποτυπώνεται στον τύπο ενού, αντί ενός, και τις γενικές αγωνιστού, γυναικός. Στοιχείο λαϊκού ύφους αποτελεί, επίσης, η κράση (μὄρχεται, μὄρθει), ενώ σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται πιθανότερο να υποκρύπτεται το φαινόμενο της αφαίρεσης στη συμπροφορά (μου ’ρχεται, μου ’ρθει). Η προσθήκη ενός τελικού ν παραπέμπει στην καθαρεύουσα (σεβάσμιον, λειτουργιάν), γλώσσα με κοινωνικό κύρος, ενώ σε πολλές άλλες περιπτώσεις αποτελεί υπερδιόρθωση (όπως εγών, αντί εγώ), γνώρισμα ολιγογράμματων ανθρώπων. Η υπερβολική χρήση του συνδέσμου και (12 φορές) επιβεβαιώνει στις περισσότερες περιπτώσεις την προφορικότητα του κειμένου και την αμηχανία του συγγραφέα. Οι τουρκικές λέξεις κασαβέτι «λύπη, στενοχώρια» και μπαϊλντισιά «λιποθυμία» έχουν περιέλθει σε αχρησία. Σκοτούρα σημαίνει στο συγκεκριμένο γλωσσικό περιβάλλον «ζαλάδα, σκοτοδίνη», ενώ στην κοινή Νεοελληνική «μπελάς, βάσανο». Λειτουργιά είναι το πρόσφορο. Ο σημερινός φυσικός ομιλητής παραξενεύεται με τις σημασίες των ρημάτων βυζάνω «απομυζώ» και υποπτεύομαι «φοβάμαι».
Ο παρατιθέμενος εδώ τύπος υποκοντρία αποτελεί διόρθωση του τύπου ιπουκοντρια (χωρίς τονισμό, σ. 67) του χειρογράφου. Οι λαϊκοί άνθρωποι δεν είχαν ποτέ καλή σχέση με την επιστημονική ορολογία.[7]
Όπως φαίνεται από το λεξιλόγιο που κατάρτισα,[8] οι ιδιωματικές λέξεις του κειμένου, οι ιδιόμορφοι τύποι και οι ασυνήθιστες εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο Μακρυγιάννης, σε συνδυασμό με τη συντακτική δομή του λόγου του, δείχνουν ότι τα κείμενά του δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπο νεοελληνικού λόγου.
Ο Γιώργος Σεφέρης επανέφερε στο προσκήνιο και ανέδειξε το συγγραφικό δαιμόνιο του Ρουμελιώτη Στρατηγού τον οποίο χαρακτήρισε (1, 76) ως «μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού». Ο νομπελίστας ποιητής μας συνόψισε σε δύο καίρια σημεία την ουσιαστική προσφορά του Στρατηγού (1, 87-89: «Το περιεχόμενο της γραφής του Μακρυγιάννη είναι ο ατέλειωτος και τραγικός αγώνας ενός ανθρώπου, που με όλα τα ένστικτα της φυλής του ριζωμένα βαθιά μέσα στα σπλάγχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά. […] Ο δεύτερος λόγος που πιστεύω πως ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος μας, είναι γιατί τον νομίζω σαν ένα μεγάλο διδάσκαλο της γλώσσας μας. Αν εξαιρέσω την ερειπωμένη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, δεν ξέρω άλλο κείμενο στα νέα μας γράμματα που να διδάσκει τόσα πολλά όσο το κείμενο του Μακρυγιάννη». Με τον ίδιο ενθουσιασμό, ο οποίος φτάνει και στις δύο περιπτώσεις στα όρια της υπερβολής, εκφράστηκε ο Γ. Θεοτοκάς (1, 15): «Ένα έργο της δημοτικής, σχεδόν ατόφιο και επιβλητικό σαν κανένας Ερωτόκριτος της πεζογραφικής μας λογοτεχνίας».
Όπως τονίζει εύστοχα ο Σπύρος Ασδραχάς (1, 51), ο οποίος μελέτησε συστηματικά το ιστορικό πλαίσιο και την ιδεολογία που απηχεί ο Μακρυγιάννης, ο Ρουμελιώτης Αγωνιστής «εισέβαλε στα νεοελληνικά γράμματα ως παράδοξο φαινόμενο. Υπήρξε τρομακτική η εντύπωση από το κατόρθωμα ενός αγράμματου να χειρισθεί το δημοτικό λόγο κατά τρόπο που να μην υπάρχει καμιά αντίρρηση, αλλά και να πετύχει μιαν εκφραστική πυκνότητα μ’ έναν δυναμισμό τελείως ασυνήθη για τη νεοελληνική πρόζα».
Τελικά, η γλώσσα του Μακρυγιάννη συγκινεί όχι ως μορφή, αλλά ως περιεχόμενο. Με λίγα λόγια, τον αναγνώστη συγκλονίζει η βιωματική αφήγηση, η γνησιότητα αισθημάτων, και η αμεσότητα του μακρυγιαννικού λόγου.