Τζοάνα Κλινκ: τέσσερα ποιήματα

Τζοάνα Κλινκ: τέσσερα ποιήματα

Κάποιοι νιώθουν βροχή

Κάποιοι νιώθουν βροχή. Κάποιοι νιώθουν την ταραχή του σκαθαριού
στον δικό του χώρο φάντασμα, όταν ο φλοιός του δέντρου
ξεκολλά. Κάποιοι νιώθουν κάτι μοσχομύριστο. Κοιμούνται γέρνοντας
ο ένας πάνω στον άλλο στο ουισκένιο σκοτάδι, μόλις που είναι εκεί.
Όταν αυτό καταρρέει, κάποιοι νιώθουν τον σεληνοσκότεινο αέρα
να ρίχνει τους κόκκους του στις διάστικτα καταχιονισμένες
πλαγιές. Μικροσκοπικές λάμψεις πάγου από τη βαλανιδιά,
κτύπος από μπότες που έρχεται και φεύγει, η γραμμή της προσευχής
που μπορείς ν’ ακολουθήσεις από τον λυκοφωτισμένο άνεμο ως τη χιονισμένη
κουκουβάγια που μεταφέρει. Κάποιοι νιώθουν το φως του ήλιου
ως μέσα στα αιμοφόρα αγγεία κάτω απ’ το δέρμα
κι εύχονται να υπήρχαν λιγότερα να χάσουν.
Γνωρίζοντας πώς θα μπορούσε να ήταν ξεθωριασμένα σφεντάμια
μισοκοιμούνται σαν δεύτερος ύπνος πάνω απ’ τις ιδιοσυγκρασίες μας.
Μήπως φαντάζομαι ότι υπάρχει ένα μέρος τόσο ασφαλές που δεν μπορεί
να καταρρεύσει; Κάποιοι νιώθουν τα ποτάμια να μετατοπίζονται,
μπλε φλέβες που διασχίζουν το χώμα, λες και οι καμινάδες ήταν μακρύ
όνειρο με εκπνοές. Ο λύγκας αφήνει τα πόδια του
να χαϊδεύουν το έδαφος στο χιόνι και τις μπόρες.
Τ’ αγριολούλουδα σκορπίζονται σε ζεστές αποχρώσεις ως
τη στιγμή που τα ξεριζώνουν. Μπορείς να περιμένεις
πριν ξεκολλήσεις απ’ τον αστράγαλο τις κολλητσίδες,
μπορείς να περιμένεις ώσπου ο Ερμής
το άστρο ν’ απομακρύνει, νωρίς, τη νύχτα και τις μαύρες
περιοχές της. Και ν’ αναρωτηθείς. Γιατί άλλοι νιώθουν
μέσα στο κατάπυκνο σκοτάδι αυτό το βαθυκόκκινα χρωματισμένο
άστρο. Γιατί το μόνο που έχεις είναι διαπληκτισμοί και καρφώματα.
Γιατί η γη δεν καταφέρνει να έρθει να σε βρει.


Παραλλαγές σε μια έκσταση

Κοκκινολαίμηδες στις λεύκες,
κάθονται ήσυχα ενόσω έρχεται το λεπτό χιόνι.
Ο ήλιος σαν να τους πλημμυρίζει με αίμα.
Έχουν βολευτεί στα άδεια κλαδιά
καθώς οι φανοί θυέλλης τριζοβολούν στα άκρα σου,
ένα κόκκινο βράδυ διασχίζει αιωρούμενο τον ουρανό και μετά πέφτει
και ξεφτίζει στο σώμα σου για να μείνει μαζί σου,
ενώ κινείσαι και χαμογελάς και εκφράζεις απόψεις.
Και μετά ο κορμός μιας γυναίκας λευκός στην αυγή –
Η πλούσια κούρνια τους είναι δική σου, δεν υπάρχει τίποτε που πρέπει
να περιμένεις ή ν’ ανακτήσεις, όπως ζεστοί αγροί
που αρμενίζουν προς ένα αόρατο φεγγάρι.
Κάποιος εξασκείται σε πέτρινη αυτοκυριαρχία
και αντιπραγματεύεται μέρες ήρεμου καιρού,
σαν τον άνθρωπο στο όνειρο που καταλαβαίνει την απαντητική
βαρύτητα των ματιών – ρωτάς πάρα πολλά.
Τα πουλιά όμως δεν είναι ανεύθυνα.
Κάθε λεπτό οι παχιές μορφές τους γεμίζουν ήλιο
κι εγώ μαθητεύω στην ανυποκρισία τους.
Τα σώματά τους, συμπαγή, περιφέρονται πάνω στ’ ασταθή κλαδιά –
δεν παίρνουν τίποτε και δεν διατηρούν.
Δεν είναι σκισμένα χαρτιά στις διαδόσεις του ανέμου,
οι μικρές τους ράχες καφετιά λιβάδια που βαστούν τα βροντοσύννεφα.
Μέσα στα σώματά τους τίποτε δεν πέφτει στο χώμα και πεθαίνει.

Στοιχειώδες

Προσκόμισα όσα ήξερα για τον κόσμο στην καθημερινή μου ζωή
και με απογοήτευσαν. Προσκόμισα άσκοπα ατυχήματα
και μια εξαχρείωση ξεφύτρωσε μέσα στο σαγόνι.
Προσκόμισα επίσης ό,τι είχα μάθει για αγάπη,
έναν αέρα γρήγορης εισόδου και εξόδου, μια πίστη σε προβλήματα
και επιθυμία. Θα βγάλουν κάπου,
μου είπαν, και μου είπαν να διατηρώ ακλόνητη την ευπρέπεια,
να παραμένω στο προσκήνιο και να έχω αυτοπεποίθηση. Μου είπαν
ότι τα λόγια του επόμενου χρόνου περιμένουν μια άλλη φωνή.
Έχεις όμως σκληρό στόμα για να σου μιλώ
και αν κάνω τον κατάλογο δεν θα είναι αξιόπιστος.
Θα περιλαμβάνει αγριεμένα ​​πουλιά, ψεύτικες πηγές,
λίγες λαδόλαμπες που πρέπει ν’ ανάψουν γρήγορα.
Και απόβραδο επίσης και αγριόχορτα κι έναν ύπνο που επιτρέπει
την παντελή λησμονιά του αβοήθητου αιώνα μας.
Δεν είναι φυσικός κόσμος αυτός, και αν υπάρχουν
ανακάμψεις απ’ τη σύγχυση, περνούν σαν βροχές.  
Δεν περιμένω απ’ τους κοκκινολαίμηδες παρηγοριά· ούτε πιστεύω
ότι φτάνοντας στο τέλος είναι σαν να ξεκινώ απ’ την αρχή.
Αν δεν είμαστε ικανοί για συντρόφευση, μπορούμε και οι δυο
τουλάχιστον ν’ αγγίξουμε το κουαρτέτο στο εσωτερικό της βραδιάς,
το χιόνι στο εσωτερικό της ιτιάς, την αινιγματική συγγένεια
του πάγου με τον ουρανό. Εκεί που περπατούσα όμως
είδα κοράκια να κομματιάζουν μορφές πάνω στον δρόμο,
ένα τετράγωνο από ηλιόφως ν’ αναλάμπει στη στέγη.
Πάρε το χέρι μου, έστω και δω μόνο και όχι στον χρόνο
που μας μένει να περάσουμε μαζί.
Θα σταθούμε και θα βλέπουμε τα πιο ευαίσθητα στοιχεία της φύσης
να διασχίζουν, δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, την αδυσώπητη γειτονιά.
Θα γείρω πάνω σου, σε σένα που μ’ έχεις αγαπήσει με τον τρόπο σου,
γνωρίζοντας πού είσαι και για το τι νοιάζεσαι.

Περικάρδιο

Δεν είμαι μόνη, όπως νόμιζα ότι ήμουν, όπως νόμιζα
ότι και η μέρα ήταν, η ώρα στην οποία μπήκα, το πρωί
όταν ένιωσα τη νύχτα να πετά απ’ το στήθος μου, όπου οι προσδοκίες είχαν
χαλαρώσει, και να κλείνεται στον εαυτό της, καταλαβαίνοντας, όπως νόμιζα
ότι είχα καταλάβει κι εγώ,
ότι το έδαφος θ’ αντιστεκόταν στα πόδια μου και δεν θα τ΄ άφηνε
να σπάσουν ούτε θα τ’ άφηνε να εξαπολυθούν στον αέρα όπως η καρδιά μου με
τον μυ της θα μπορούσε να εξαπολυθεί από το σώμα που την περιβάλλει,
σαν κάποια που, ακουμπώντας ένα χέρι στην ωμοπλάτη,
ένιωσε μια ζωή να κινείται στο εσωτερικό μιας ώρας και μια μέρα
να ξεφεύγει από τη μέρα την ώρα που σήμαινε κάτι περισσότερο από αδυναμία,
περισσότερο από φόβο, και πέταξε ίσια μέσα στα βάθη των
προσδοκιών, στην αγκαλιά σου, εκεί που ήσουν, μπροστά μου, περιμένοντάς
με, με τον τρόπο που το σώμα πάντα περιμένει την καρδιά να νιώσει
ότι έχει στέγη, ότι την έχουν ανάγκη, ότι δεν θα πληγωθεί.

Τζοάνα Κλινκ: τέσσερα ποιήματα

Η Αμερικανίδα Joanna Klink (Άιοβα 1969) είναι βραβευμένη ποιήτρια και από το 2000 ως πρόσφατα υπήρξε καθηγήτρια δημιουργικής γραφής στο πανεπιστήμιο της Μοντάνα. Έχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και τον καιρό αυτό γράφει ένα βιβλίο για τον Πάουλ Τσέλαν. Τα ποιήματα που παρουσιάζουμε εδώ είναι από τις συλλογές Raptus (Penguin 2010) και Excerpts from a Secret Prophecy (Penguin 2015).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: