Η σάρωση της πραγματικότητας

Φωτ. Αρχείο «New York Times»
Φωτ. Αρχείο «New York Times»

Ron Padgett, «Πέρασα ωραία μαζί σου πάλι», Μετάφραση-Εισαγωγή Βασίλης Παπαγεωργίου, εκδ. Σαιξπηρικόν 2020


Η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα των μι­κρών, απλών, κοι­νών, ορα­τών και γι’ αυ­τό ου­σια­στι­κά αό­ρα­των πραγ­μά­των, ο κό­σμος «του να μη φαί­νο­νται κι όμως να εί­ναι» μοιά­ζει να εί­ναι ένας κό­σμος νε­κρός, όμως στα ποι­ή­μα­τα του Ron Padgett δεν εί­ναι. Ο φαι­νο­με­νι­κά νε­κρός κό­σμος παίρ­νει ζωή και γί­νε­ται ένα εί­δος κα­τα­φυ­γής τό­σο για τον απελ­πι­σμέ­νο κυ­νι­κό, όσο και για τον απελ­πι­σμέ­νο ρο­μα­ντι­κό, απο­δει­κνύ­ο­ντας πε­ρί­τρα­να ότι –ναι- η ποί­η­ση γί­νε­ται τό­σο πο­λι­τι­κή όσο και επα­να­στα­τι­κή πρά­ξη, όταν ένας κα­λός ποι­η­τής κα­τα­πιά­νε­ται μα­ζί της και μας οδη­γεί στην κα­λύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση του κό­σμου, των ορί­ων της αντί­λη­ψης για τον κό­σμο και στη ρυθ­μι­κή συ­νέ­πεια του χρό­νου.

Ο ποι­η­τής με­γε­θύ­νει σε ολι­γό­στι­χα με­στά και δρα­στι­κά ποι­ή­μα­τα το κα­θη­με­ρι­νό υλι­κό της ζω­ής, εστιά­ζο­ντας με άλ­λα μά­τια, επα­νε­ξε­τά­ζο­ντας στοι­χεία τό­σο κα­θη­με­ρι­νά, τό­σο ευ­τε­λή, τό­σο εξω­φρε­νι­κά απλά —θε­ω­ρη­τι­κώς μη ποι­η­τι­κά—, θέ­το­ντας με τη δι­κή του προ­σω­πι­κή φω­νή με ιδιαί­τε­ρο τρό­πο το θέ­μα της κί­νη­σης και ακι­νη­σί­ας των πραγ­μά­των, τό­σο των υλι­κών, όσο και των άυ­λων.

Ο ποι­η­τής ως γνή­σιος εκ­πρό­σω­πος της άτυ­πης Σχο­λής της Νέ­ας Υόρ­κης ξέ­ρει να δια­χει­ρί­ζε­ται φει­δω­λά το υλι­κό του, χω­ρίς πε­ριτ­τά φτια­σι­δω­μέ­να επι­χρυ­σω­μέ­να πλαί­σια και φιο­ρι­τού­ρες, κά­νο­ντας ηχη­ρή την ανά­γκη για μια πραγ­μα­τι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση του δη­μιουρ­γού από το ογκώ­δες, το πο­μπώ­δες και συ­χνά κα­τα­πιε­στι­κό υλι­κό του, ασκώ­ντας την πέ­να του στη θαυ­μα­στή λει­τουρ­γία της αφαί­ρε­σης η οποία φέ­ρει μια ση­μα­ντι­κή απο­στο­λή: Να τον βοη­θή­σει να ξε­φορ­τω­θεί όσο πε­ρισ­σό­τε­ρη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μπο­ρεί, «αρ­χί­ζο­ντας ν’ αφαι­ρεί όσο πλού­το θέ­λει ν’ αφαι­ρέ­σει», κυ­ρί­ως μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που στέ­κε­ται απέ­να­ντί του προ­τάσ­σο­ντας μια σκού­πα και την εντο­λή «Μη στέ­κε­σαι άπρα­γος, εμπρός έλα να με κα­θα­ρί­σεις» προ­κα­λώ­ντας τον σε μια μο­νο­μα­χία με «ξί­φη» τη σκού­πα και την πέ­να.

Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι σαν τον κα­τά τον Βα­λε­ρύ, λύ­κο που φτιά­χνε­ται από αφο­μοιω­μέ­να πρό­βα­τα. Ένα πα­λίμ­ψη­στο από κου­φά­ρια από μα­ταιω­μέ­να όνει­ρα, αυ­τα­πά­τες, δό­ντια, νύ­χια και οστά. Η κα­τα­να­γκα­στι­κή μο­νο­το­νία και η επα­νά­λη­ψη κα­θη­με­ρι­νών ευ­θυ­νών και κα­θη­κό­ντων, η δυ­σλει­τουρ­γι­κή έως φο­βι­κή σχέ­ση με τον χρό­νο, αλ­λά κυ­ρί­ως η επί­γνω­ση της προ­σω­ρι­νό­τη­τας και της αση­μα­ντό­τη­τας εί­ναι ένας κοι­νός αν­θρώ­πι­νος τό­πος και πό­νος, που τρε­λαί­νει. Εί­ναι η τρέ­λα ενός πό­νου, ή ο πό­νος μιας τρέ­λας που στοι­χειώ­νει τους αν­θρώ­πους και απα­σχο­λεί την πλειο­ψη­φία των ποι­η­τών, όπου ο κα­θέ­νας σπεύ­δει να δια­χει­ρι­στεί το υλι­κό του με δια­φο­ρε­τι­κό προ­σω­πι­κό τρό­πο. Στην πε­ρί­πτω­σή του ο Ron Padgett το κά­νει με λε­πτό χιού­μορ και μο­νί­μως αυ­το­σαρ­κα­ζό­με­νος, όπως για πα­ρά­δειγ­μα στο ποί­η­μα «Πά­πιες»: Μου προ­κα­λεί λύ­πη να σκέ­φτο­μαι/ ότι εί­μαι ασή­μα­ντος – πού πή­γαν/ όλες οι πά­πιες; Έφυ­γαν/ προς τ’ αρι­στε­ρά, νο­μί­ζω,/ με­τά νό­τια σί­γου­ρα./ Αρ­χί­ζω να γί­νο­μαι νευ­ρι­κός/ για το αν τις ακο­λου­θή­σω./Θα έπρε­πε να τις αφή­σω ήσυ­χες./ Θα έπρε­πε ν’ αφή­σω τον εαυ­τό μου ήσυ­χο.

Ο 79χρο­νος σή­με­ρα Ron Padgett, πρω­το­τυ­πεί στη δια­χεί­ρι­ση αυ­τή, μη ξορ­κί­ζο­ντας το στοι­χειω­μέ­νο υλι­κό που εί­θι­σται να απο­βάλ­λε­ται για να μπει συ­νή­θως στη θέ­ση του υλι­κό ονει­ρι­κό και φα­ντα­στι­κό. Ο ποι­η­τής αυ­τός επι­λέ­γει να μην κρύ­ψει το απλοϊ­κό υλι­κό του πί­σω από το ποι­η­τι­κό κά­δρο, αλ­λά να το φω­τί­σει βά­ζο­ντάς το να πρω­τα­γω­νι­στή­σει με παι­γνιώ­δη και δια­σκε­δα­στι­κό τρό­πο, «περ­νώ­ντας ωραία μα­ζί με την ποί­η­σή του πά­λι», δεί­χνο­ντας πώς μπο­ρεί κα­νείς να το κά­νει αυ­τό, μην ψά­χνο­ντας για κά­τι νέο και και­νούρ­γιο, αλ­λά βι­δώ­νο­ντας και ξε­βι­δώ­νο­ντας το πα­λιό, βι­δώ­νο­ντας και ξε­βι­δώ­νο­ντας με­τα­φο­ρι­κά ακό­μα και τον ίδιο τον άν­θρω­πο και μά­λι­στα λαν­θα­σμέ­να, αφή­νο­ντας υπαι­νι­κτι­κά έναν ευ­φυή σαρ­κα­σμό να αιω­ρεί­ται στη λι­τή ποι­η­τι­κή ατμό­σφαι­ρα. Πα­ρα­θέ­τω το ποί­η­μα με τον τί­τλο «Άν­θρω­ποι»: Οι άν­θρω­ποι εί­ναι τό­σο/ θε­ό­τρε­λοι/ εί­ναι απί­στευ­το/ ότι βγά­ζου­με τη μέ­ρα/ χω­ρίς κά­ποιος απ’ αυ­τούς να δια­λύ­ει τα μέ­ρη/ του σώ­μα­τός του/ και με­τά να τα συ­ναρ­μο­λο­γεί/ και πά­λι/ σε λά­θος σει­ρά/ μπρο­στά στα μά­τια μας.

Η σύν­δε­ση με τα απλά πράγ­μα­τα της ζω­ής έρ­χε­ται να συ­μπλη­ρώ­σει την έλ­λει­ψη ή την ανα­ζή­τη­ση μιας βα­θιάς σύν­δε­σης με τους άλ­λους. Εδώ αξί­ζει να εστιά­σει κα­νείς στο «Ερω­τι­κό ποί­η­μα» όπου ξε­τυ­λί­γε­ται με θαυ­μα­στό με­τα­φο­ρι­κό τρό­πο το ερω­τι­κό παι­χνί­δι με την εστί­α­ση του ποι­η­τι­κού μα­τιού σε ένα κου­τά­κι σπίρ­των μάρ­κας Ohio Blue Trip, στο κε­φα­λά­κι ενός σπίρ­του —όπου κα­τοι­κεί ο θε­ός των μι­κρών πραγ­μά­των— έτοι­μου ν’ ανα­φλε­γεί, ένα ποί­η­μα που φέ­ρει κά­τι από τον αέ­ρα του «Paris at night» του πε­ρί­φη­μου ποι­ή­μα­τος του Ζακ Πρε­βέρ.

Ακό­μα αξί­ζει να ση­μειω­θεί ότι επτά ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής αυ­τής εμπλού­τι­σαν με την αι­σθα­ντι­κή ενάρ­γειά τους την ται­νία «Πά­τερ­σον» του σκη­νο­θέ­τη Τζιμ Τζάρ­μους, με τον οποίο έτυ­χε ο Ron Padgett να σπου­δά­σει Ποί­η­ση στο Columbia College με κα­θη­γη­τή τον ποι­η­τή Kenneth Koch, όχι όμως την ίδια επο­χή.

Η με­τά­φρα­ση στο δί­γλωσ­σο, επι­με­λη­μέ­νο το­μί­διο των εκ­δό­σε­ων «Σαιξ­πη­ρι­κόν» στην κομ­ψή σει­ρά «Vox Humana XV» με μια χρή­σι­μη ει­σα­γω­γή από τον με­τα­φρα­στή, ευ­τύ­χη­σε στα χέ­ρια του συγ­γρα­φέα Βα­σί­λη Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, ενός έμπει­ρου με­τα­φρα­στή και κα­λού γνώ­στη της αμε­ρι­κά­νι­κης ποί­η­σης και μά­λι­στα με προ­σω­πι­κό ύφος που «συ­νο­μι­λεί» άρι­στα με τον ποι­η­τή που επέ­λε­ξε να με­τα­φρά­σει, ζυ­γί­ζο­ντας με αμέ­ρι­στη προ­σο­χή τη βα­ρύ­τη­τα του κά­θε στί­χου, της κά­θε λέ­ξης, σε­βό­με­νος την πρω­το­γε­νή ποι­η­τι­κή αί­σθη­ση, κα­τορ­θώ­νο­ντας με τον τρό­πο αυ­τό να τη με­τα­φέ­ρει στη γλώσ­σα μας σχε­δόν αυ­τού­σια, σε υφή, έντα­ση, νό­η­μα, ρυθ­μό και ύφος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: