Ο Φινλανδός ποιητής Βέσα Λάχτι (Vesa Lahti) πότε καταγράφει λιτά και με εξαιρετική λεπτότητα και διακριτικότητα αποσπάσματα συνομιλιών με πρόσωπα που τον αγγίζουν, πότε καταθέτει αφουγκράσματα που είτε διαπιστώνουν με λιγόλεκτη ακρίβεια είτε καταλήγουν σε μινιμαλιστικά συμπεράσματα, και πότε απογυμνώνει δραματικές στιγμές που με πρόνοια για το θέμα του, το υποκείμενό του και τον αποδέκτη του στοχεύουν ή παραπέμπουν απέριττα στην πηγή και τις επιπτώσεις των δραματικών συγκρούσεων:
Αστέρια
νύχτα με αεράκι
λεπτά νύχια στο δέρμα.
Μια ωραία νύχτα ίσως το δέρμα αγγίζεται τρυφερά ή μήπως δυσοίωνα ή ανακουφιστικά, ή πάλι σκίζεται βίαια και ανεπαίσθητα βαθιά από παραφορά ερωτική ή μισητική ενός άγνωστου υποκειμένου σε άγνωστο τόπο.
Η ακριβολογία που με άνεση ξαλαφρώνει, που απελευθερώνει, παρά συμπυκνώνει ή υπογραμμίζει την έκφραση και το καθοριστικό της εμπειρίας ή του στοχασμού, δεν φαίνεται να επιδιώκει την ίδια την ένταση των τραγικών συγκρούσεων ή της αμηχανίας ενώπιον υπαρξιακών ή φιλοσοφικών κόμβων (παρόλο που αυτή δεν αποφεύγεται φυσικά) τόσο, όσο την ανάδειξη και τη διατήρηση σημείων ή ψηφίδων μιας ρέουσας ζωής που φανερώνουν τον πλούτο της καθημερινότητας και τις απρόσμενες ή συχνά και αναμενόμενες επιστρώσεις της:
Φτάνουμε στην αυλή του μοναστηριού
Σκούρα μάτια μας κοιτούν
με επιχειρήματα σαθρά
ένα λεπτό, έντονο ρεύμα
φυλακίζει τις σκέψεις μας.
Τίποτε στατικό δεν μας καθηλώνει όμως στις στιγμές όλων των ήρεμων ποιημάτων της συλλογής. Η κίνηση και η υπόσχεση ή και απειλή ακόμη αντιπαραθέσεων μας κρατούν σε αναμονή, σε μια ανοιχτή πάντα αναμονή για κάθε ενδεχόμενο. Οι στάσεις πάλλονται: τα σώματα, τα τοπία, τα συναισθήματα διαπερνιούνται από άλλα σώματα, άλλα συναισθήματα, από νοητικά ή φυσικά φαινόμενα. Η φύση πράγματι συμμετέχει με καθοριστική ευχέρεια σε πολλά ποιήματα, όχι μόνο σαν κάτι εκτός του εγώ («Το εκτυφλωτικό σεληνόφως / στη χειμωνιάτικη τζαμαρία.»), αλλά και σαν αναπόσπαστο μέρος του, μάλιστα συχνά με τρόπο που το ποίημα αγγίζει το υψηλό μέσω της υλικότητας της φύσης:
Στην κούνια του κήπου
σε πήρα αγκαλιά
είπα πως σ’ αγαπώ
σαν τα βράχια, τους πράσινους θάμνους
στων ματιών μας τις άκρες.
Η αντίστιξη και οι δυναμικές της προεκτάσεις είναι ένα εξίσου σημαντικό δομικό και λυρικό στοιχείο στην ποίηση του Λάχτι, ιδιαίτερα σε σχέση με την αμεσότητα των εξακριβωτικών παρατηρήσεών του. Το επικό και το δραματικό της φύσης, για παράδειγμα, συμπλέκεται με τις προσωπικές βιώσεις των υποκειμένων, το βάθος συνδιαλέγεται με την επιφάνεια ή αναδύεται αβίαστα και διαχέεται εκεί (από τη «δύναμη της μητριαρχίας» περνάμε στις «λακκούβες» με «νερό της βροχής» μέσα σε λίγους στίχους), ο χρόνος και η δράση ή στάση μέσα σ’ αυτόν περιγράφεται συχνά σε αρμονική σχέση παρά σε αντιδιαστολή με διάφορα τοπία ή χώρους με συγκεκριμένες και προσεχτικά στοχευμένες ένυλες και άυλες επεκτάσεις.
Παρά τη μικρογραφική ακρίβεια και την καίρια στόχευση της φειδωλής γλώσσας, ή πράγματι εξαιτίας αυτών, είναι συχνά δύσκολο να καταλήξουμε αν το ποίημα θέλει να παραμείνει στην απροσποίητη κυριολεξία του ή επιδιώκει μια ρευστή σχέση με τη μεταφορά, τον συμβολισμό, τα αποσιωπημένα, τα διφορούμενα και τα υπονοούμενα. Δυο στίχοι φτάνουν για τη λεπτή υπονόμευση της πρόσκαιρης βεβαιότητας:
Ένα εκτυφλωτικό σεληνόφως
στη χειμωνιάτικη τζαμαρία.
Αυτό είναι όλο το ποίημα, και η ολότητα αυτή είναι αρκετή να μας συγκινήσει με τη φυσική της παρουσία, με το πλάγιο φως της, με την απουσία προεκτάσεων. Το επόμενο λεπτό όμως υπερβαίνει τα όριά της και μας γεμίζει με την παρουσία ή την απουσία του υποκειμένου στη σκηνή που την αποτελεί, με τις δυνατότητες συμμετοχής του ή μη σ’ αυτή.
Σ’ ένα άλλο ποίημα δυο στίχων διαβάζουμε:
Σαν ν’ αρχίζω να καταλαβαίνω
τις διαθέσεις του τοπίου που κοιμάται.
Εδώ είναι η ανοιχτότητα που βάζει σε κίνηση τον νου και τη διάθεσή μας μαζί με αυτές του τοπίου που αρμενίζουν στην μετωνυμική θάλασσα της ερμηνείας και της πρόσληψης. Δεν μπορούμε να καταλήξουμε κάπου, δεν θέλουμε ίσως, δεν μας προτρέπει φανερά ο ποιητής να το κάνουμε. Και ωστόσο παρά την αβεβαιότητα που το ποίημα περιγράφει μας απευθύνεται, εμένα τουλάχιστον, με την πιο φυσική βεβαιότητα του κόσμου. Κάτι απλό και απλά διατυπωμένο, και συγχρόνως πολύπλοκο και απύθμενο, το οποίο η Βίκυ Αλυσσανδράκη αποδίδει πολύ ωραία στη μετάφρασή της.
Με τον ίδιο περίπου τρόπο σε άλλα ποιήματα συμβαίνουν τόσο πολλά στην ήρεμη ακινησία της καταγραφής ή της διαπίστωσης από την οποία αποτελούνται. Μου θυμίζουν κάπως πίνακες του Edward Hopper που έχουν ήδη αρχίσει να αργοσαλεύουν, είτε με την κατήφειά τους είτε δίχως αυτή. Και περισσότερο δίχως αυτή σίγουρα, γιατί ακόμη και στο απειλητικό δράμα κάποιων ποιημάτων η μέριμνα του ποιητή για συνεύρεση, για συνομιλία, για ενσυναίσθηση είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε μονόπλευρα αρνητική, απωθητική ή αποκλεισμένη διάθεση.