Πάμπλο Χισμπέρτ: «Κοιτάξτε πώς η κούραση νικάει τη σκέψη»

Η με­τά­φρα­ση του κει­μέ­νου αυ­τού εί­ναι προ­ϊ­όν συλ­λο­γι­κής ερ­γα­σί­ας. Συ­νερ­γά­στη­καν οι Ελέ­νη Βό­τση, Ανα­στα­σία Για­λαν­τζή, Μα­ρία Ζαγ­γί­λη, Εύη Κύρ­λε­ση, Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος, Σο­φία Φερ­τά­κη

El Conde De Torrefiel: Τάνια Μπεγελέρ, Πάμπλο Χισμπέρτ
El Conde De Torrefiel: Τάνια Μπεγελέρ, Πάμπλο Χισμπέρτ

ΠΡΩ­ΤΟ ΜΕ­ΡΟΣ

Πό­σες γλώσ­σες μι­λάς;
Τρεις.
Πό­σους νε­κρούς έχεις δει στη ζωή σου;
Τρεις.
Πό­σοι μέ­νουν στο σπί­τι σου;
Τρεις.
Πό­σες φο­ρές προ­σπά­θη­σες να κό­ψεις το κά­πνι­σμα;
Τρεις.
Πό­σοι ήταν οι Nirvana;
Τρεις.
Πό­σους δί­σκους αγό­ρα­σες τα τε­λευ­ταία έξι χρό­νια;
Τρεις.
Πό­σα πνευ­μό­νια έχεις;
Δύο.
Ξέ­ρεις τι κά­νει η τρά­πε­ζα με τα χρή­μα­τά σου;
Όχι.
Πι­στεύ­εις ότι τα παι­διά εί­ναι αθώα;
Όχι.
Όταν βλέ­πεις έναν αστυ­νο­μι­κό νιώ­θεις ασφά­λεια;
Όχι.
Πι­στεύ­εις ότι η τι­μω­ρία εί­ναι ένας κα­λός τρό­πος για μην ξα­να­κά­νει κα­νείς κα­κές πρά­ξεις;
Όχι.
Γεν­νή­θη­κες με και­σα­ρι­κή;
Όχι.
Ξέ­ρεις ποιος ήταν ο σκη­νο­θέ­της του Όσα παίρ­νει ο άνε­μος;
Όχι.
Θα πή­γαι­νες να ζή­σεις στο Ισ­ρα­ήλ;
Δεν ξέ­ρω.
Πώς βλέ­πεις το μέλ­λον σου;
Δεν ξέ­ρω.
Κοι­τάς τον άλ­λον στα μά­τια όταν του μι­λάς;
Δεν ξέ­ρω.
Γί­νε­ται να ανή­κεις στην άκρα αρι­στε­ρά και να έχεις πολ­λά χρή­μα­τα;
Δεν ξέ­ρω.
Ποια εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη λί­μνη στον κό­σμο;
Δεν ξέ­ρω.
Ποια εί­ναι η πιο εξα­πλω­μέ­νη αν­θρώ­πι­νη φυ­λή;
Δεν ξέ­ρω.
Η πρω­τεύ­ου­σα της Μα­δα­γα­σκά­ρης;
Δεν ξέ­ρω.
Η πρω­τεύ­ου­σα της Λι­θουα­νί­ας;
Δεν ξέ­ρω.
Η πρω­τεύ­ου­σα της Νέ­ας Ζη­λαν­δί­ας;
Δεν ξέ­ρω.
Η πρω­τεύ­ου­σα του Μπου­τάν;
Δεν ξέ­ρω.
Η πρω­τεύ­ου­σα της Αν­γκό­λας;
Δεν ξέ­ρω.
Ποιος έχει κά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρες γραμ­μές στη ζωή του: ο Τζάκ­σον Πό­λοκ ή ο Χάι­με ντε Μα­ρι­τσα­λάρ;
Δεν ξέ­ρω.
Μια ται­νία τρό­μου μπο­ρεί να υπάρ­ξει χω­ρίς μου­σι­κή τρό­μου;
Δεν ξέ­ρω.
Το ότι η Λά­ου­ρα Πα­ου­ζί­νι, ο Νεκ ή ο Έρος Ρα­μα­ζό­τι τρα­γου­δούν τα τρα­γού­δια τους στα ισπα­νι­κά, ση­μαί­νει ότι
στο­χεύ­ουν να γί­νουν διε­θνές προ­ϊ­όν;
Ναι.
Και το ότι η Αμάια Μο­ντέ­ρο, o Ντά­νι Μαρ­τίν και οι Αμα­ράλ τρα­γου­δούν τα τρα­γού­δια τους και στα κα­τα­λα­νι­κά, αυ­τό τι
ση­μαί­νει;
Δεν ξέ­ρω.
Το ότι στην Ισπα­νία συν­δέ­ουν το πο­δό­σφαι­ρο με τους δε­ξιούς και το μπά­σκετ με τους λι­γά­κι πιο αρι­στε­ρούς, έχει να κά­νει με το γε­γο­νός ότι ο Γκαρ­μπα­χό­σα, ο Ρού­ντι, ο Καλ­δε­ρόν, ο Να­βά­ρο και ο Πά­ου Γκα­σόλ έχουν μού­σι, ενώ ο Στόι­κοφ, ο Μι­για­τό­βιτς, ο Κα­μι­νέ­ρο, o Κρι­στιά­νο Ρο­νάλ­ντο, ο Γκού­τι ή ο Πι­κέ έχουν μαλ­λί με ζε­λέ;
Δεν ξέ­ρω.
Πι­στεύ­εις ότι μπο­ρεί να ισχυ­ρι­στεί κα­νείς πως η αι­σθη­τι­κή ενός έρ­γου τέ­χνης σχε­τί­ζε­ται με την εξω­τε­ρι­κή εμ­φά­νι­ση
του καλ­λι­τέ­χνη;
Ναι.
Θε­ω­ρείς τον εσω­τε­ρι­σμό ένα αμ­φι­λε­γό­με­νο πε­δίο;
Ναι.
Θε­ω­ρείς τον εσω­τε­ρι­σμό ως κά­τι αμ­φι­λε­γό­με­νο, όμως σου ρί­χνουν τα χαρ­τιά, το Ι-Τσινγκ ή δια­βά­ζεις το ωρο­σκό­πιο και
σκέ­φτε­σαι «ωχ, με ’πια­σαν στα πρά­σα»;
Ναι.
Μπο­ρεί να ισχυ­ρι­στεί κα­νείς ότι οι γυ­ναί­κες χρη­σι­μο­ποιούν την τέ­χνη για να μι­λή­σουν για τη ζωή τους «όπως
μπο­ρούν», ενώ οι άντρες χρη­σι­μο­ποιούν την τέ­χνη για να μι­λή­σουν για τον κό­σμο «όπως μπο­ρούν»;
Ναι.
Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι ένα κα­λό κού­ρε­μα εί­ναι μια πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση σε μια αλ­λα­γή ζω­ής;
Ναι.
Πι­στεύ­εις στην αγά­πη;
Ναι.
Πι­στεύ­εις στην πα­ντο­τι­νή αγά­πη;
Ναι.
Πι­στεύ­εις στην πα­ντο­τι­νή αγά­πη για μια ολό­κλη­ρη ζωή αλ­λά μοι­ρα­σμέ­νη σε διά­φο­ρα άτο­μα κα­τά τη διάρ­κεια της ζω­ής;
Ναι.
Μπο­ρείς να αγα­πάς και να μι­σείς ένα μέ­ρος ταυ­τό­χρο­να;
Ναι.
Πι­στεύ­εις ότι ένα κα­τοι­κί­διο μπο­ρεί να εί­ναι αντί­δο­το για τη μο­να­ξιά;
Ναι.
Αλη­θεύ­ει ότι στις 7 Αυ­γού­στου του 2009, αφού εί­δες το σω­σία του Μάικλ Τζάκ­σον, το σω­σία του Χαλκ Χό­γκαν και τη
Μα­ρία Χε­σούς με το ακορ­ντε­όν της να τρώ­νε μα­ζί χά­μπουρ­γκερ, εί­πες τη φρά­ση: «Το Μπε­νι­δόρμ εί­ναι ό,τι πιο κο­ντι­νό στον πα­ρά­δει­σο»;
Ναι.
Θυ­μά­σαι την ται­νία Τα σα­γό­νια του καρ­χα­ρία κά­θε φο­ρά που κά­νεις μπά­νιο στη θά­λασ­σα;
Ναι.
Στα πρώ­τα σου με­θύ­σια ανα­κά­τευ­ες ουί­σκι, μπύ­ρα, ρού­μι και σα­γκρία;
Ναι.
Προ­σευ­χή­θη­κες πο­τέ τη νύ­χτα στην Πα­να­γία να σου κά­νει τα μα­θή­μα­τα για την επό­με­νη μέ­ρα;
Ναι.
Για­τί όταν κά­ποιος ορ­κί­ζε­ται, αμ­φι­βάλ­λεις ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο γι’ αυ­τόν;
Για­τί έτσι.
Για­τί στο σχό­λα­σμα τα παι­διά εκ­πέ­μπουν πε­ρισ­σό­τε­ρη αλή­θεια απ’ ότι σε οποιο­δή­πο­τε άλ­λο σκη­νι­κό;
Για­τί έτσι.
Για­τί όλος ο κό­σμος πα­ρα­τά­ει τη γυ­μνα­στι­κή στα 15 του για να ξε­κι­νή­σει το κά­πνι­σμα και το πο­τό;
Για­τί έτσι.
Για­τί ο Χρι­στός έκα­νε τρεις μέ­ρες να ανα­στη­θεί και όχι δύο μέ­ρες ή ένα βρά­δυ;
Για­τί έτσι.
Για­τί λέ­ει κά­ποιος σε μια σχέ­ση «χρεια­ζό­μα­στε λί­γο χρό­νο χώ­ρια» όταν εν­νο­εί «μέ­σα σ’ ένα μή­να πη­δά­με ό,τι κι­νεί­ται»;
Για­τί έτσι.
Για­τί έχου­με την τά­ση να υπα­κού­με;
Για­τί έτσι.
Για­τί;
Χέ­στα.
Μπο­ρείς να μου πε­ρι­γρά­ψεις το πρώ­το σου φι­λί;
Χέ­στα.
Τι πι­στεύ­εις για την οι­κο­νο­μία της ελεύ­θε­ρης αγο­ράς;
Χέ­στα.
Πέ­τρα, ψα­λί­δι ή χαρ­τί;
Χέ­στα.
Κρέ­ας ή ψά­ρι;
Χέ­στα.
Ποια λέ­ξη σου έρ­χε­ται στο μυα­λό όταν θυ­μά­σαι την τε­λευ­ταία ται­νία του Πέ­δρο Αλ­μο­δό­βαρ;
Χέ­στα.
Για­τί υπάρ­χουν απαί­σιοι πί­να­κες με­γά­λης οι­κο­νο­μι­κής αξί­ας;
Πώς;
Έχεις σι­γο­τρα­γου­δή­σει το «I’m singing in the rain» μια βρο­χε­ρή μέ­ρα;
Πώς;
Νιώ­θεις σύγ­χρο­νος;
Πώς;
Τι σου φέρ­νει στο νου η ει­κό­να τριών αν­θρώ­πων που συ­νο­δεύ­ουν έναν πα­ρά­λυ­το στο προ­σκύ­νη­μα της Πα­να­γιάς της
Λούρ­δης;
Πώς;
Υπάρ­χει κά­τι στο πα­ρελ­θόν σου για το οποίο ντρέ­πε­σαι πο­λύ;
Φυ­σι­κά.
Έχεις σκε­φτεί πο­τέ να φύ­γεις από τη χώ­ρα σου;
Φυ­σι­κά.
Τρως με την οι­κο­γέ­νειά σου τα Χρι­στού­γεν­να;
Φυ­σι­κά.
Μπο­ρεί να ισχυ­ρι­στεί κα­νείς ότι η υψη­λή κου­ζί­να του Φε­ράν Αντριά εί­ναι σε επί­πε­δο «γα­στρο­νο­μι­κής τέ­χνης» μια σπέ­κου­λα;
Φυ­σι­κά.
Θα σου άρε­σε να αλ­λά­ξεις φύ­λο έστω και για λί­γο;
Φυ­σι­κά.
Περ­νάς πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο μπρο­στά σ’ έναν υπο­λο­γι­στή απ’ ότι σ’ ένα βι­βλίο;
Φυ­σι­κά.
Σου αρέ­σει ο Σο­πέν;
Φυ­σι­κά.
Θέ­λεις να ακού­σου­με κά­τι από Σο­πέν;
Φυ­σι­κά.
Λοι­πόν, βά­λε μου­σι­κή.

ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΟ ΜΕ­ΡΟΣ

Θα ήθε­λα να σε ρω­τή­σω με­ρι­κά πράγ­μα­τα, να μου πεις την άπο­ψή σου. Πώς θα όρι­ζες την αγά­πη με­τα­ξύ δύο ατό­μων;

Η αγά­πη εί­ναι ένα συ­ναί­σθη­μα που μπο­ρεί να ορι­στεί μό­νο ως όλα τα συ­ναι­σθή­μα­τα που υπάρ­χουν, αλ­λά συ­νυ­πάρ­χο­ντας: εί­ναι αντι­φα­τι­κό, συ­γκε­χυ­μέ­νο και υπερ­βο­λι­κό. Αυ­τό που θέ­λω να πω εί­ναι ότι όλες οι απο­χρώ­σεις του συ­ναι­σθη­μα­τι­κού σύ­μπα­ντος εί­ναι εκεί μέ­σα, στην αγά­πη. Επι­πλέ­ον, αγά­πη εί­ναι να προ­βάλ­λε­σαι κα­τά τρό­πο αγνό και σκλη­ρό στον άλ­λο και, στα­δια­κά, να αρ­χί­ζεις να ξε­χνάς τον εαυ­τό σου. Και εκεί εί­ναι που αρ­χί­ζει το θε­α­μα­τι­κό και το τρα­γι­κό της αγά­πης.

Ποια εί­ναι η γνώ­μη σου σχε­τι­κά με την αφη­ρη­μέ­νη ζω­γρα­φι­κή και τη δια­κο­σμη­τι­κή τέ­χνη;

Η αφη­ρη­μέ­νη ζω­γρα­φι­κή δεν υπάρ­χει αφού όλες οι ζω­γρα­φι­κές εί­ναι αφη­ρη­μέ­νες· το να ζω­γρα­φί­σεις, για πα­ρά­δειγ­μα, ένα δέ­ντρο, ση­μαί­νει ότι με­τα­φέ­ρεις στον καμ­βά, με τρό­πο απο­λύ­τως τε­χνη­τό, μια ει­κό­να που έχεις στο μυα­λό σου. Γι’ αυ­τό λέω ότι η αφη­ρη­μέ­νη ζω­γρα­φι­κή εί­ναι ένας απλός μη­χα­νι­σμός τά­νυ­σης των εν­νοιών στον οποίο έχει συ­νει­σφέ­ρει η ανα­πα­ρα­στα­τι­κή τέ­χνη. Από την άλ­λη, συν τω χρό­νω, έχει δια­πι­στω­θεί πως ο πο­λί­της-θε­α­τής, που απο­τε­λεί συ­στα­τι­κό στοι­χείο της τέ­χνης, προ­σλαμ­βά­νει την αφη­ρη­μέ­νη ζω­γρα­φι­κή απλώς ως «μ’ αρέ­σει πο­λύ αυ­τός ο μπλε πί­να­κας για­τί πά­ει με τις κουρ­τί­νες μου». Αλ­λά το πιο εν­δια­φέ­ρον εί­ναι ότι σή­με­ρα η αφαί­ρε­ση θέ­τει υπό αμ­φι­σβή­τη­ση την ύπαρ­ξη της αλή­θειας της μορ­φής με τον πιο επι­κίν­δυ­νο τρό­πο. Εξη­γού­μαι: ένα δέ­ντρο ζω­γρα­φι­σμέ­νο σε κά­ποιον πί­να­κα εί­ναι τε­λι­κά πο­λύ πιο οι­κείο από έναν ολό­λευ­κο καμ­βά με μια μαύ­ρη γραμ­μή, αν και, όπως προ­εί­πα, εί­ναι και τα δύο το ίδιο αφη­ρη­μέ­να. Αλ­λά το ζω­γρα­φι­σμέ­νο δέ­ντρο εί­ναι τε­λι­κά πιο οι­κείο και ταυ­τό­χρο­να πιο επι­κίν­δυ­νο για τον εγκέ­φα­λο ο οποί­ος πι­στεύ­ει πως αυ­τό το ζω­γρα­φι­σμέ­νο δέ­ντρο εί­ναι πιο αλη­θι­νό από τη μαύ­ρη γραμ­μή.

Υπάρ­χει κά­τι που να σου φαί­νε­ται ακό­μα εξω­τι­κό;

Κοί­τα, τις προ­άλ­λες βρέ­θη­κα σ’ ένα τρα­πέ­ζι με άτο­μα που δεν γνώ­ρι­ζα και αρ­χί­σα­με να μι­λά­με για τις κα­τα­βο­λές και την κα­τα­γω­γή του κα­θε­νός. Και ένας τύ­πος πο­λύ συ­μπα­θη­τι­κός μάς εί­πε πως η μη­τέ­ρα του ήταν Γαλ­λί­δα από την Προ­βάνς, για­τί στη Γαλ­λία τα πά­ντα εί­ναι «προ­βάνς» εκτός από το Πα­ρί­σι. Και μας εί­πε ότι ο πα­τέ­ρας του ήταν Κα­τα­λα­νός από το Πορ­τμπό­ου και ότι εί­χε ένα φορ­τη­γό αυ­το­κί­νη­το και πη­γαι­νέ­λα με τα εμπο­ρεύ­μα­τα γνω­ρί­στη­καν και ερω­τεύ­τη­καν. Και με­τά μια πο­λύ όμορ­φη κο­πέ­λα μάς εί­πε ότι ο πα­τέ­ρας της ήταν από τη Μούρ­θια και έψα­χνε δου­λειά, και η μη­τέ­ρα της ήταν από τη Ριό­χα και εί­χε δου­λειά να δώ­σει. Και μια άλ­λη κο­πέ­λα, πιο λι­γο­μί­λη­τη αλ­λά πο­λύ ευ­χά­ρι­στη, μας εί­πε πως ο πα­τέ­ρας της και η μη­τέ­ρα της γνω­ρί­στη­καν για­τί η μη­τέ­ρα της ήταν από τη Μά­λα­γα και πή­γε να ερ­γα­στεί σ’ ένα τε­ρά­στιο αγρό­κτη­μα στο Μπα­ρα­κάλ­δο, στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ’60, και τε­λι­κά πα­ντρεύ­τη­κε μ’ έναν από τους γιους του αφε­ντι­κού στο Μπα­ρα­κάλ­δο.

Και όταν ήρ­θε η σει­ρά μου να πω από πού ήμουν εγώ, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ένα πράγ­μα: όλα μα όλα τα άτο­μα στο τρα­πέ­ζι εί­χαν έρ­θει στον κό­σμο από γο­νείς σε κο­ντρα­πού­ντο· από πα­τε­ρά­δες ή μα­νά­δες που κα­τέ­φθα­ναν σ’ έναν τό­πο που δεν ήταν ο δι­κός τους, σ’ έναν τό­πο προ­σω­ρι­νό τον οποίο ήλ­πι­ζαν να εγκα­τα­λεί­ψουν το συ­ντο­μό­τε­ρο προ­κει­μέ­νου να επι­στρέ­ψουν στον τό­πο κα­τα­γω­γής τους. Αλ­λά τό­τε συμ­βαί­νει αυ­τό που εί­ναι γνω­στό ως «ερω­τεύ­ο­μαι τρε­λά έναν ντό­πιο». Και αυ­τά τα άτο­μα που ερω­τεύ­τη­καν μια μέ­ρα σ’ έναν τό­πο προ­σω­ρι­νό και που σκό­πευαν αρ­χι­κά να αφή­σουν το συ­ντο­μό­τε­ρο αυ­τόν τον προ­σω­ρι­νό τό­πο, αυ­τά τα άτο­μα, αντί­θε­τα με όσα σκό­πευαν να κά­νουν αρ­χι­κά, απο­φα­σί­ζουν να μεί­νουν και να κά­νουν να γεν­νη­θεί κά­ποιο άλ­λο άτο­μο σε εκεί­νο τον προ­σω­ρι­νό τό­πο. Και τό­τε αυ­τό το άλ­λο άτο­μο που γεν­νιέ­ται, ύστε­ρα από 30 χρό­νια, κα­θώς τρώ­ει με αγνώ­στους, λέ­ει: «Εγώ γεν­νή­θη­κα στο τά­δε μέ­ρος, αλ­λά ο πα­τέ­ρας μου εί­ναι από εκεί και η μη­τέ­ρα μου από εκεί. Και στις δια­κο­πές πη­γαί­να­με να δού­με τους παπ­πού­δες στο τά­δε μέ­ρος και τους άλ­λους παπ­πού­δες στο δεί­να». Και τό­τε, τρώ­γο­ντας στο τρα­πέ­ζι με τους αγνώ­στους, παι­διά ο κα­θέ­νας και η κα­θε­μία του πα­τέ­ρα του και της μη­τέ­ρας του, κοι­τά­ζω και σκέ­φτο­μαι ότι η από­στα­ση ανά­με­σα στο σπί­τι που γεν­νή­θη­κε ο πα­τέ­ρας μου και το σπί­τι που γεν­νή­θη­κε η μη­τέ­ρα μου εί­ναι μό­λις 10 λε­πτά ή 5 στε­νά. 10 λε­πτά ή 5 στε­νά, εξαρ­τά­ται πώς θέ­λει να το δει ο κα­θέ­νας.

Και επει­δή μ’ έχεις ρω­τή­σει αν υπάρ­χει κά­τι που να μου φαί­νε­ται ακό­μα εξω­τι­κό, σου εξο­μο­λο­γού­μαι ότι εκεί­νη τη βρα­διά εγώ ήμουν ό,τι πιο εξω­τι­κό υπήρ­χε στο τρα­πέ­ζι.

Και τώ­ρα μπο­ρείς να μου κά­νεις μια εξο­μο­λό­γη­ση;

Ναι. Σή­με­ρα εί­ναι πο­λύ πιο ελ­κυ­στι­κό, εί­ναι πο­λύ πιο πρω­τό­τυ­πο, πο­λύ πιο δια­σκε­δα­στι­κό, πιο πα­ρά­τολ­μο, πιο αυ­θε­ντι­κό να πε­ρά­σεις τη νύ­χτα στην πό­λη σου με μια πο­λύ προι­κι­σμέ­νη τραν­σέ­ξουαλ από το να πας ένα τα­ξί­δι για τρεις μή­νες στην Ιν­δία, να περ­πα­τή­σεις στο Σι­νι­κό Τεί­χος, να κο­λυ­μπή­σεις στις πα­ρα­λί­ες της Κα­ραϊ­βι­κής, να πε­τά­ξεις πά­νω από την Πα­τα­γο­νία, να τα­ξι­δέ­ψεις με βα­νά­κι στο Μα­ρό­κο ή να νοι­κιά­σεις ένα θα­λάσ­σιο πο­δή­λα­το στην Κρο­α­τία. Σή­με­ρα εί­ναι πο­λύ πιο ελ­κυ­στι­κό, εί­ναι πο­λύ πιο πρω­τό­τυ­πο, πιο πα­ρά­τολ­μο και, πά­νω απ’ όλα, πιο αυ­θε­ντι­κό να πε­ρά­σεις τη νύ­χτα στην πό­λη σου με μια πο­λύ προι­κι­σμέ­νη τραν­σέ­ξουαλ από το να γυ­ρί­σεις τον κό­σμο για να απο­κτή­σεις φω­το­γρα­φι­κές εμπει­ρί­ες σε χώ­ρες κυ­ριο­λε­κτι­κά κα­τε­στραμ­μέ­νες.

Πο­λύ κα­λά. Και μπο­ρείς να μου πεις ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της Ισπα­νί­ας;

Ναι. Ο φα­σι­σμός στη Γερ­μα­νία, ο Εθνι­κο­σο­σια­λι­σμός του Χί­τλερ, κρά­τη­σε από το 1933 ως το 1945. Κρά­τη­σε 12 χρό­νια. Ο φα­σι­σμός στην Ιτα­λία, το Εθνι­κό Φα­σι­στι­κό Κόμ­μα του Μπε­νί­το Μου­σο­λί­νι, κρά­τη­σε από το 1922 ως το 1943. Κρά­τη­σε 21 χρό­νια. Ο φα­σι­σμός στη Ρου­μα­νία με τη Σι­δη­ρά Φρου­ρά του Αντο­νέ­σκου κρά­τη­σε από το 1940 ως το 1945. Κρά­τη­σε 5 χρό­νια. Ο φα­σι­σμός στη Βουλ­γα­ρία του βα­σι­λιά Μπό­ρις του Τρί­του αυ­το­προ­σώ­πως, με τον πρω­θυ­πουρ­γό και στρα­τιω­τι­κό Γκε­όρ­γκι Κιο­σεϊ­βά­νωφ, κρά­τη­σε από το 1935 ως το 1944. Κρά­τη­σε 9 χρό­νια. Στη Σλο­βα­κία, από το 1939 ως το 1944, για 5 χρό­νια, επέ­βα­λαν το φα­σι­σμό ο κα­θο­λι­κός ιε­ρέ­ας Γιό­ζεφ Τί­σο και ο Αντρέι Χλίν­κα του κόμ­μα­τος Εθνι­κής Ενό­τη­τας. Η Σου­η­δία, η Ιρ­λαν­δία και η Ελ­βε­τία δεν εί­χαν φα­σι­στι­κά κα­θε­στώ­τα και έμει­ναν ου­δέ­τε­ρες κα­τά τη διάρ­κεια του πο­λέ­μου. Ού­τε η Αγ­γλία εί­χε πο­τέ μια δι­κτα­το­ρία κα­θα­ρά φα­σι­στι­κή στην Κυ­βέρ­νη­ση. Στο Βέλ­γιο, ο φι­λο-να­ζι­στι­κός ρε­ξι­σμός κρά­τη­σε όσο κρά­τη­σε η συ­νερ­γα­σία με τους Γερ­μα­νούς στον πό­λε­μο, από το 1940 ως το 1945. Κρά­τη­σε 5 χρό­νια. Στην Ολ­λαν­δία, το Εθνι­κό Σο­σια­λι­στι­κό Κί­νη­μα των Κά­τω Χω­ρών, έτσι λε­γό­ταν το φα­σι­στι­κό κόμ­μα, κρά­τη­σε όσο κρά­τη­σε η συ­νερ­γα­σία με τους να­ζί από το 1940 ως το 1945. Κρά­τη­σε 5 χρό­νια. Η Φιν­λαν­δία, η Δα­νία, η Εσθο­νία, η Λε­το­νία και η Πο­λω­νία δεν εί­χαν κυ­βερ­νή­σεις κα­θα­ρά φα­σι­στι­κές πριν από τον πό­λε­μο.

Ο φα­σι­σμός στην Ελ­λά­δα, με τον στρα­τη­γό Ιω­άν­νη Με­τα­ξά και τον Τρί­το Ελ­λη­νι­κό Πο­λι­τι­σμό, κρά­τη­σε από το 1936 ως το 1941. Κρά­τη­σε 5 χρό­νια. Ο φα­σι­σμός στην Ουγ­γα­ρία με τον Φέ­ρεντς Σά­λα­σι και το κόμ­μα του, τα Σταυ­ρω­τά Βέ­λη, κρά­τη­σε από το 1944 ως το 1945. Κρά­τη­σε μό­λις 1 χρό­νο. Ήταν σαν μια μι­κρού­λα δο­κι­μή φα­σι­σμού. Η Νορ­βη­γία και η Γαλ­λία όπως η Ολ­λαν­δία και το Βέλ­γιο, εξαι­τί­ας της να­ζι­στι­κής κα­το­χής εί­χαν φα­σι­στι­κές κυ­βερ­νή­σεις που συ­νερ­γά­στη­καν με τους να­ζί. Φα­σι­στι­κές κυ­βερ­νή­σεις πε­ντα­ε­τί­ας. Ένα γευ­σι­γνω­στι­κό με­νού, για να δουν αν τους εν­διέ­φε­ρε. Έρ­χε­ται ένας μάρ­τυ­ρας του Ιε­χω­βά στο σπί­τι σου, σου κά­νει ένα μι­κρό κή­ρυγ­μα πε­ρί Θε­ού, σου μι­λά­ει γι’ αυ­τό που θέ­λει να σου που­λή­σει και γυ­ρί­ζει σπί­τι του ήρε­μος, κι εσύ δεν έχεις αγο­ρά­σει απ’ αυ­τόν απο­λύ­τως τί­πο­τα. Έτσι και οι φα­σί­στες στην Ευ­ρώ­πη, σου θρο­νιά­ζο­νται σε μια χώ­ρα για 5 χρό­νια, σε πρή­ζουν με τα δι­κά τους κι ύστε­ρα, αν δεν εν­δια­φέ­ρε­σαι, τους πε­τάς από το σπί­τι σου.

Λοι­πόν, για­τί σου τα λέω όλα αυ­τά; Προς τι όλη αυ­τή η ιστο­ρία με τις χώ­ρες και τις ημε­ρο­μη­νί­ες; Για να δω αν το πιά­νεις. Κα­νείς δεν επι­ζεί από ένα καρ­κί­νο επί 40 χρό­νια. Κα­νέ­νας. Με­τά από 40 χρό­νια με καρ­κί­νο, αν επι­ζή­σει κα­νείς, ζει άσχη­μα. Κι αυ­τό το ξέ­ρουν μέ­χρι και οι πέ­τρες, όπως έλε­γε η για­γιά μου. Ο δι­κός μας, ο δι­κός μας φα­σι­σμός, κρά­τη­σε 40 χρό­νια. Ο φα­σι­σμός στην Ισπα­νία κρά­τη­σε 40 χρό­νια. Ού­τε 5 χρό­νια, ού­τε 12 χρό­νια. Δεν ήταν μια μπυ­ρί­τσα και ένα σά­ντουιτς για πρό­χει­ρο φα­γη­τό. Ήταν πλή­ρες γεύ­μα… φα­κές με τσο­ρί­θο για πρώ­το πιά­το, μο­σχά­ρι και πα­τά­τες μέ­σα στο λά­δι για δεύ­τε­ρο πιά­το, κι άφθο­νη σα­λά­τα, και κρα­σί με γκα­ζό­ζα, και χα­μόν και ελ­βε­τι­κά τυ­ριά, και κα­λό ψω­μί, και κρέ­μα κα­τα­λά­να, και νε­ρό για να μην λι­γώ­νε­σαι, και κα­φές με baileys, και χαρ­τιά ή ντό­μι­νο με­τά το φα­γη­τό, και λι­κέρ, κι άλ­λος κα­φές, και δύο σο­κο­λα­τά­κια με πο­τό από αυ­τά τα ξι­νού­τσι­κα, κι ένα τζιν τό­νικ, κι άλ­λο τζιν τό­νικ λί­γο πιο δυ­να­τό. Ο δι­κός μας φα­σι­σμός, ο ισπα­νι­κός, ήταν ένα γεύ­μα από εκεί­να που αφού έχεις πε­ρά­σει πέ­ντε ώρες τρώ­γο­ντας, πί­νο­ντας και συ­ζη­τώ­ντας, πας σπί­τι σου κα­λό από­γευ­μα, σχε­δόν βρά­δυ για να κοι­μη­θείς για­τί δεν κα­τα­λα­βαί­νεις τι σου γί­νε­ται. Για να δω αν το πιά­νεις. 40 χρό­νια χρι­στια­νι­κής εκ­παί­δευ­σης, με στρα­τιω­τι­κούς στους δρό­μους, με απο­γοη­τευ­μέ­νες γυ­ναί­κες, με την άγνοια να κυ­ριαρ­χεί, με έναν κα­θο­λι­κι­σμό ξε­θυ­μα­σμέ­νο. 40 χρό­νια. Και το γρά­φω με αριθ­μούς για να φαί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο.

Εί­ναι ξε­κά­θα­ρο ότι κα­νείς δεν ανα­λαμ­βά­νει την ευ­θύ­νη για όλα αυ­τά, αλ­λά επί­σης εί­ναι ξε­κά­θα­ρο ότι όλα αυ­τά μας έχουν στιγ­μα­τί­σει. Έτσι, απο­δε­χό­με­νοι ότι προ­ερ­χό­μα­στε από έναν υπερ-καρ­κί­νο 40 ετών, μπο­ρού­με να κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τη σύγ­χρο­νη με­τα­δι­κτα­το­ρι­κή ισπα­νι­κή πο­λι­τι­κή μας κα­τά­στα­ση και έτσι, λέω, μπο­ρού­με να κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα την κα­τα­στρο­φι­κή, ολέ­θρια και μοι­ραία εκα­τόμ­βη της με­τά-Φράν­κο επο­χής στην οποία εί­μα­στε βυ­θι­σμέ­νοι, και τις άμε­σες συ­νέ­πειές της και έτσι να μπο­ρέ­σου­με, κά­ποια μέ­ρα, να ξε­κι­νή­σου­με από την αρ­χή.

Οι Κα­τα­λα­νοί θε­ω­ρούν τους εαυ­τούς τους ανώ­τε­ρους όλων. Οι Βά­σκοι κρύ­βο­νται πί­σω από βου­νά και μπα­λα­κλά­βες. Οι Βα­λεν­θιά­νοι εί­ναι ό,τι πιο ακραίο έχει δει πο­τέ κα­νείς. Οι κά­τοι­κοι των Κα­να­ρί­ων νή­σων εί­ναι πρώ­ην Αφρι­κα­νοί. Οι Μα­δρι­λέ­νοι έπα­ψαν να υπάρ­χουν εδώ και χρό­νια. Οι Γα­λι­κια­νοί δεν ξέ­ρουν από πού τους έρ­χο­νται οι μπό­ρες. Κα­νείς δεν ξέ­ρει να το­πο­θε­τή­σει τη Λα Ριό­χα στο χάρ­τη. Στην Αστού­ριας και την Κα­ντά­μπρια ζουν όπως προ Χρι­στού. Οι κά­τοι­κοι της Μα­γιόρ­κα μι­λά­νε σαν να εί­ναι όλη τη μέ­ρα μπου­κω­μέ­νοι με γλυ­κά. Η Αρα­γο­νία εί­ναι η έρη­μος που χω­ρί­ζει τη Μα­δρί­τη από τη Βαρ­κε­λώ­νη. Ξέ­ρει κα­νείς τι πά­ει να πει Κα­στί­για-Λε­όν και τι Κα­στί­για Λα Μάν­τσα; Εί­ναι ντρο­πή να πεις ότι εί­σαι από την Εστρε­μα­δού­ρα ή τη Μούρ­θια. Οι Αν­δα­λου­σια­νοί… κοί­τα… άσ’ τους εκεί κά­τω και ίσως κα­τα­λά­βουν κά­τι. Αλ­λά… πώς να μην εί­μα­στε όλοι λί­γο τρε­λοί με­τά από 40 χρό­νια άσπρο - μαύ­ρο;

Τι σου έρ­χε­ται στο μυα­λό με τη λέ­ξη Λον­δί­νο;

Δεν ξέ­ρω κα­νέ­ναν που να έχει πά­ει να ζή­σει κά­ποιο διά­στη­μα στο Λον­δί­νο από χα­ρά.
Κα­νέ­ναν.
Το Λον­δί­νο εί­ναι ένας κά­δος απο­τυ­χιών.
London calling.
Αυ­τός που έχα­σε κά­ποιον δι­κό του πά­ει στο Λον­δί­νο.
Αυ­τός που δεν βρί­σκει δου­λειά εδώ πά­ει στο Λον­δί­νο.
Αυ­τός που τον πα­ρά­τη­σε ο σύ­ντρο­φός του πά­ει στο Λον­δί­νο.
Αυ­τός που εί­ναι άχρη­στος και ο πα­τέ­ρας του δεν ξέ­ρει τι να τον κά­νει πά­ει στο Λον­δί­νο.
Αυ­τός που απλώς έχει κά­ποιες απο­τα­μιεύ­σεις και βα­ριέ­ται, πά­ει για μια πε­ρί­ο­δο στο Λον­δί­νο.
London calling.
Όλα αυ­τά τα προ­πλά­σμα­τα απο­τυ­χί­ας τα­ξι­δεύ­ουν στο Λον­δί­νο για να ψη­θούν και να με­τα­τρα­πούν σε ολο­κλη­ρω­μέ­να γλυ­πτά απο­τυ­χί­ας.
Για­τί το να πας στο Λον­δί­νο ισο­δυ­να­μεί με την απο­τυ­χία.
Και κα­νείς δεν ξε­φεύ­γει ζω­ντα­νός από αυ­τό τον κα­νό­να.
Κα­νέ­νας.
Κυ­ρί­ως για­τί οι Άγ­γλοι εί­ναι αυ­τοί που ασκούν τον πιο κτη­νώ­δη προ­στα­τευ­τι­σμό του κό­σμου.
Κα­νείς με­λα­χρι­νός και με όρε­ξη για ζωή δεν θα κα­τα­φέ­ρει τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω στο Λον­δί­νο από το να περ­πα­τή­σει πο­λύ, να κρυώ­σει, να πιει ακρι­βά, να κοι­μη­θεί άσχη­μα και να φά­ει χει­ρό­τε­ρα.
London calling.
Το κά­λε­σμα του Λον­δί­νου.
Και όσοι το έχουν ζή­σει και το ξέ­ρουν, δεν αρ­γούν να φτιά­ξουν βα­λί­τσες, να επι­στρέ­ψουν σπί­τι τους, να δου­λέ­ψουν πέ­ντε μή­νες σε μια κα­φε­τέ­ρια-πα­γω­τα­τζί­δι­κο κα­τά τη θε­ρι­νή πε­ρί­ο­δο και με­τά να δο­κι­μά­σουν την τύ­χη τους στο Βε­ρο­λί­νο, που με­τα­τρέ­πε­ται σε Λον­δί­νο αλ­λά του 21ου αιώ­να.
Πρώ­τα ήταν το Πα­ρί­σι, με­τά το Λον­δί­νο και τώ­ρα το Βε­ρο­λί­νο.
Και πά­ει λέ­γο­ντας.
Λον­δί­νο calling.
Βε­ρο­λί­νο calling.

Και τώ­ρα μπο­ρείς να μου μι­λή­σεις για κά­τι που να μην έχει κα­μία σχέ­ση με όσα έχεις πει;

Φυ­σι­κά. Θα σου μι­λή­σω για την αρ­χαιο­λο­γία. Η αρ­χαιο­λο­γία εί­ναι ση­μα­ντι­κή για­τί με­λε­τά­ει τον υλι­κό πο­λι­τι­σμό κοι­νω­νιών που έχουν εξα­φα­νι­στεί. Η αρ­χαιο­λο­γία εί­ναι ση­μα­ντι­κή για­τί ανα­κα­λύ­πτει πώς ζού­σε ο κό­σμος πα­λιά, πο­λύ πα­λιά. Η αρ­χαιο­λο­γία εί­ναι ση­μα­ντι­κή για­τί χά­ρη σ’ αυ­τή γνω­ρί­ζου­με ότι οι άν­θρω­ποι με αξιώ­μα­τα ζού­σαν πά­ντα σε σπί­τια πιο με­γά­λα από τον υπό­λοι­πο κό­σμο, ότι οι θε­οί δεν ήταν πά­ντα φτιαγ­μέ­νοι κα­τ’ ει­κό­να και κα­θ’ ομοί­ω­ση του αν­θρώ­που, ότι στην αρ­χαιό­τη­τα οι γυ­ναί­κες φα­νέ­ρω­ναν το στή­θος τους χω­ρίς κα­μία αι­δώ, ότι στα παι­διά πά­ντα άρε­σε να έχουν παι­χνί­δια και στους ενή­λι­κες κο­σμή­μα­τα. Ακό­μη η αρ­χαιο­λο­γία ανα­κα­λύ­πτει ότι ο ευ­κα­τά­στα­τος κό­σμος ξό­δευε πά­ρα πολ­λά χρή­μα­τα για τους νε­κρούς του και οι υπό­λοι­ποι όσα μπο­ρού­σαν. Εν κα­τα­κλεί­δι, η αρ­χαιο­λο­γία χρη­σι­μεύ­ει για να δού­με ότι οι έγνοιες εί­ναι πά­ντα οι ίδιες.
Και κά­τι ακό­μα, η αρ­χαιο­λο­γία εί­ναι ση­μα­ντι­κή για­τί βοη­θά­ει στο πη­γαι­νέ­λα των του­ρι­στών σε ορι­σμέ­νες χώ­ρες οι οποί­ες αν δεν συ­νέ­βαι­νε αυ­τό, δεν ξέ­ρω πώς θα τα έβγα­ζαν πέ­ρα.

Εντά­ξει. Και τι θα μπο­ρού­σες να μου πεις για τη σχέ­ση που υπάρ­χει ανά­με­σα στην ιδέα της «οι­κο­γέ­νειας» και την ιδέα του «άλ­μπουμ με χαρ­τά­κια»;

Tο έχω σκε­φτεί πολ­λές φο­ρές και, πράγ­μα­τι, υπάρ­χει μια σχέ­ση. Η οι­κο­γε­νεια­κή τρα­γω­δία εί­ναι ένα επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο χαρ­τά­κι σ’ ένα «άλ­μπουμ με χαρ­τά­κια». Η οι­κο­γέ­νεια εί­ναι, σε μι­κρο­γρα­φία, η ανα­πα­ρά­στα­ση της κα­τα­στρο­φής του κό­σμου. Σε όλες τις οι­κο­γέ­νειες επα­να­λαμ­βά­νο­νται πά­ντα οι ίδιες τρα­γω­δί­ες. Και αυ­τός εί­ναι ένας ισχυ­ρι­σμός που ήδη έχει συ­ζη­τη­θεί πολ­λές φο­ρές και το πιο εκ­πλη­κτι­κό εί­ναι ότι το ξέ­ρει όλος ο κό­σμος. Αλ­λά δώ­σ’ του πά­λι από την αρ­χή, επα­να­λαμ­βα­νό­μα­στε όπως τα «χαρ­τά­κια». Θα σου πω όλα τα «χαρ­τά­κια» που συ­μπλη­ρώ­νουν το άλ­μπουμ. Η συλ­λο­γή από χαρ­τά­κια:

Χαρ­τά­κι νού­με­ρο 1: σε όλες τις οι­κο­γέ­νειες υπάρ­χει μια αυ­το­κτο­νία.

Χαρ­τά­κι νού­με­ρο 2: σε όλες τις οι­κο­γέ­νειες υπάρ­χουν δύο πε­ρι­πτώ­σεις καρ­κί­νου.

Χαρ­τά­κι νού­με­ρο 3: σε όλες τις οι­κο­γέ­νειες υπάρ­χει μια σε­ξουα­λι­κή κα­κο­ποί­η­ση.

Χαρ­τά­κι νού­με­ρο 4: σε όλες τις οι­κο­γέ­νειες υπάρ­χουν δύο με τρεις πε­ρι­πτώ­σεις προ­βλη­μά­των με αλ­κο­όλ.

Χαρ­τά­κι νού­με­ρο 5: σε όλες τις οι­κο­γέ­νειες υπήρ­ξε, και το κρύ­βουν, μια πε­ρί­πτω­ση οι­κο­γε­νεια­κής βί­ας.

Χαρ­τά­κι νού­με­ρο 6: σε όλες τις οι­κο­γέ­νειες υπάρ­χει κά­ποιος που σπα­τα­λά­ει χρή­μα­τα σε που­τά­νες.

Χαρ­τά­κι νού­με­ρο 7: σε όλες τις οι­κο­γέ­νειες υπάρ­χει ένας ομο­φυ­λό­φι­λος που δεν εκ­δη­λώ­νε­ται.

Χαρ­τά­κι νού­με­ρο 8: σε όλες τις οι­κο­γέ­νειες υπάρ­χουν πράγ­μα­τα που εί­ναι κα­λύ­τε­ρο να μην μα­θευ­τούν πο­τέ.

Και όλα αυ­τά, όλα αυ­τά δη­μιουρ­γούν μια φα­ντα­στι­κή τοι­χο­γρα­φία. Εί­ναι πι­θα­νό να έχεις κά­ποια απ’ αυ­τά τα χαρ­τά­κια. Αλ­λά επί­σης εί­ναι πι­θα­νό να έχεις κά­ποια απ’ αυ­τά δι­πλά και τρι­πλά και να ψά­χνεις κά­ποιον για να τα ανταλ­λά­ξεις. Εί­ναι πι­θα­νό εδώ και λί­γο και­ρό να έχεις αρ­χί­σει να μα­ζεύ­εις χαρ­τά­κια για το άλ­μπουμ. Εί­ναι πι­θα­νό εδώ και λί­γο και­ρό να ξέ­ρεις ότι σου έχει δο­θεί ένα άλ­μπουμ και ότι κά­θε οι­κο­γέ­νεια συ­μπλη­ρώ­νει ένα τέ­τοιο άλ­μπουμ με χαρ­τά­κια. Εί­ναι πι­θα­νό να έχεις ήδη συ­μπλη­ρώ­σει ολό­κλη­ρο το άλ­μπουμ. Όταν κά­ποιος έχει συ­μπλη­ρώ­σει ολό­κλη­ρο το άλ­μπουμ έχει ήδη κερ­δί­σει το παι­χνί­δι. Έχει κερ­δί­σει το παι­χνί­δι.

Μπο­ρείς να μου πεις κά­τι για την ευ­τυ­χία;

Μπο­ρείς να μου δι­η­γη­θείς κά­τι που να έχει σχέ­ση με το μί­σος;

Μπο­ρείς να μου πεις κά­τι που να έχει σχέ­ση με τα βου­νά;

ΤΡΙ­ΤΟ ΜΕ­ΡΟΣ

Ξαφ­νι­κά, ανα­κα­λύ­πτει κά­ποιος στα 14 του ότι μια μέ­ρα εί­ναι κου­ρα­σμέ­νος και δεν θέ­λει να βγει από το σπί­τι. Εκεί­νη η μέ­ρα, η μέ­ρα που κά­ποιος ανα­κα­λύ­πτει ότι δεν θέ­λει να βγει από το σπί­τι επει­δή δεν έχει όρε­ξη, ακό­μα κι αν εκεί­νη τη στιγ­μή δεν το ξέ­ρει, εκεί­νη η μέ­ρα εί­ναι το τέ­λος της παι­δι­κής του ηλι­κί­ας. Από εκεί­νη τη μέ­ρα η οποία έρ­χε­ται αιφ­νι­δια­στι­κά, συ­νει­δη­το­ποιεί κα­νείς ότι εί­ναι ζω­ντα­νός· και με αυ­τήν την ίδια ιδέα ότι εί­ναι ζω­ντα­νός του έρ­χε­ται η ιδέα ότι πρό­κει­ται να πε­θά­νει. Και στα 14, αρ­χί­ζο­ντας από εκεί­νη την κου­ρα­σμέ­νη και φαι­νο­με­νι­κά αθώα μέ­ρα, σι­γά σι­γά εμ­φα­νί­ζο­νται κι άλ­λες κου­ρα­σμέ­νες μέ­ρες, και στα 18 κι άλ­λες κου­ρα­σμέ­νες μέ­ρες, και στα 25 κι άλ­λες κου­ρα­σμέ­νες μέ­ρες, και στα 40 κι άλ­λες κου­ρα­σμέ­νες μέ­ρες. Και τε­λι­κά αυ­τές οι μέ­ρες της κού­ρα­σης εμ­φα­νί­ζο­νται κά­θε βδο­μά­δα σαν τη μού­χλα σε φα­γη­τό ξε­χα­σμέ­νο στο ψυ­γείο και το κα­λύ­πτουν όλο και στην ου­σία κά­νουν ολό­κλη­ρη τη βδο­μά­δα να σα­πί­σει. Αυ­τή η κού­ρα­ση εί­ναι η πιο με­γά­λη ήτ­τα που μπο­ρεί να συμ­βεί σε αν­θρώ­πους σαν και μέ­να στους οποί­ους, θε­ω­ρη­τι­κά και κα­τά τα φαι­νό­με­να, τα πράγ­μα­τα τους πά­νε κα­λά. Και δεν εν­νοώ με όλα αυ­τά ότι η εμ­φά­νι­ση της κού­ρα­σης μπο­ρεί να απο­φευ­χθεί. Εν­νοώ ότι μπο­ρεί κά­ποιος να το αντι­λη­φθεί εγκαί­ρως και ίσως έτσι να αμυν­θεί λί­γο κα­λύ­τε­ρα. Κι αυ­τό που μια μέ­ρα εμ­φα­νί­στη­κε ξαφ­νι­κά στο κε­φά­λι ενός παι­διού 14 χρό­νων, το οποίο δεν ήξε­ρε να εξη­γή­σει το για­τί εκεί­νη τη μέ­ρα δεν εί­χε όρε­ξη να βγει από το σπί­τι, να μην με­τα­τρα­πεί σε διαρ­κή θά­να­το εν ζωή ενός κου­ρα­σμέ­νου αν­θρώ­που.
Λοι­πόν, αυ­τό που θέ­λω να σου πω κα­τά βά­θος με όλες αυ­τές τις ιδέ­ες, με το Λον­δί­νο, τα χαρ­τά­κια, την αγά­πη, τις οι­κο­γέ­νειες, την αφη­ρη­μέ­νη ζω­γρα­φι­κή, τα τα­ξί­δια και τα υπό­λοι­πα πράγ­μα­τα για τα οποία σου μί­λη­σα, αυ­τό που θέ­λω να σου πω εί­ναι πως, ακό­μα και αν φαί­νο­νται τυ­χαί­ες, ακό­μα και αν μοιά­ζει να έχουν ει­πω­θεί χω­ρίς πολ­λή σκέ­ψη, ακό­μα και αν προ­κα­λούν λί­γο γέ­λιο, ταυ­τό­χρο­να πο­νά­νε πο­λύ. Για­τί η κού­ρα­ση πλη­ρώ­νε­ται με λά­θη. Για­τί όπως πολ­λοί από τους θα­νά­τους σε αυ­το­κι­νη­τι­στι­κά δυ­στυ­χή­μα­τα εί­ναι απλώς απρο­σε­ξί­ες που προ­κα­λού­νται από την κού­ρα­ση του οδη­γού, με τον ίδιο τρό­πο, λέω, ότι πολ­λά από τα λά­θη, πολ­λές λά­θος επι­λο­γές, προ­κα­λού­νται από την κού­ρα­ση με την οποία τα χρό­νια επι­βα­ρύ­νουν το ρυθ­μό της ζω­ής, με­τα­τρέ­πο­ντας στα­δια­κά τα πά­ντα σ’ ένα σω­ρό από σκα­τά.

Μπο­ρού­με να θε­ω­ρή­σου­με την προ­σέγ­γι­ση ως ολο­κλη­ρω­μέ­νη;

Το έρ­γο αυ­τό (Observen cómo el cansancio derrota al pensamiento) γεν­νή­θη­κε στις 16 Ιου­λί­ου του 2011 στη La Porta της Βαρ­κε­λώ­νης από την Τά­νια Μπε­γε­λέρ, τον Σα­βιέρ Μας, τον Αντρέ­ου Μαρ­τί­νεθ, τον Πά­μπλο Χι­σμπέρτ και την κό­τα Πί­να, όμως ανέ­βη­κε τε­λι­κά στη Μα­δρί­τη στο πλαί­σιο του φε­στι­βάλ SISMO στις 8 Οκτω­βρί­ου του 2011. Συμ­με­τεί­χαν οι: Τσά­λο Το­λό­θα–Φερ­νά­ντεθ, Θέλ­σο Χι­μέ­νεθ, Γκουθ­μάν Σάν­τσεθ, Κάρ­λος Να­βίο, Ρού­φο Πλα­τέ­ρο, Πά­μπλο Χι­σμπέρτ, Τά­νια Μπε­γε­λέρ και η Μπά­ντα «Η Αλε­γρία του Μό­στο­λες».

Μπο­ρεί­τε να πα­ρα­κο­λου­θή­σε­τε το ανέ­βα­σμα του έρ­γου στο Museo de Arte Contemporáneo (MUSAC) της Λε­όν, στις 11 Απρι­λί­ου του 2015 στην ηλε­κτρο­νι­κή διεύ­θυν­ση:

Ο Pablo Gisbert γεν­νή­θη­κε στο Οντι­νιέντ της Βα­λέν­θια το 1982. Το 2010, στη Βαρ­κε­λώ­νη, ιδρύ­ει, μα­ζί με την Τά­νια Μπε­γε­λέρ τη θε­α­τρι­κή ομά­δα El Conde de Torrefiel [Ο Κό­μης του Το­ρε­φιέλ], ένα πρό­τζεκτ θε­ά­τρου και ζω­ής που συν­δυά­ζει τις πλα­στι­κές τέ­χνες με τη σύγ­χρο­νη λο­γο­τε­χνία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: