Χαρακτήρες δωματίων

Έργο του Έντουαρντ Χόπερ
Έργο του Έντουαρντ Χόπερ


Να με κρεμάσεις ανάποδα, εγώ δεν το λέω αυτό αγάπη 
ΡΕΪΜΟΝΤ ΚΑΡΒΕΡ

Αν μετανιώνω για κάτι, τού λέει η γυναίκα πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες, είναι ότι ακόμα και όταν με εγκατέλειψες, αφού είχες πάρει από εμένα αυτό που ήθελες, περίμενα με φανερή αδημονία την προοπτική μιας νέας συνάντησης αδιαφορώντας για τις συνέπειες, μέχρι που κατάλαβα τι συμβαίνει και απογοητεύτηκα, το πράγμα δεν ήταν τόσο ξαφνικό όπως φάνηκε, το ετοίμαζες από καιρό, προσθέτει με ένα ψήγμα ειρωνείας Δυστυχώς έτσι αποκλειστήκαμε, ναι δυστυχώς αποκλειστήκαμε… κάτι σαν χάσμα άνοιξε ανάμεσα μας και δεν κλείνει, τελικά μια ζωή επηρεάζει μια άλλη ζωή που επηρεάζει μια άλλη, έτσι δεν είναι;

Ξέχνα τα όλα, της λέει αυτός, είχα στριμωχτεί άσχημα εκείνη την περίοδο, δεν ήταν απόφαση ελεύθερης βούλησης, κουβαλούσα μέσα μου μια ένταση που με έφερνε σε διαρκή αντιπαράθεση με τους άλλους και το ύψος των περιστάσεων, είχα πέσει σε παγίδα... κάτω από την πίεση της στιγμής μπορεί κανείς να αντιδράσει εντελώς αλλόκοτα…

Άναψε τσιγάρο έμεινε για μερικές στιγμές με μια αιωρούμενη υπόσχεση στο βλέμμα, μια έντονη επιθυμία να την πάρει κοντά του, να βυθιστεί μαζί της στα ακατάστατα κλινοσκεπάσματα, να καταδυθούν στα έγκατα εκεί όπου υποφώσκει η ευάλωτη πλευρά της χλιδής των αισθήσεων ο καημός του ανεκπλήρωτου, να αφεθούν στο ρίγος της διέγερσης αναζητώντας με μουντή απελπισία την μοιραία δόση. Να ξαναγίνουν εραστές σε ένα παιχνίδι ρόλων αρχαϊκής αντιπαράθεσης αρσενικού-θηλυκού στημένο εκ των προτέρων, εραστές που διαρκώς επανακάμπτουν σε μια απόπειρα να εκφράσουν το μη περαιτέρω, το μη αναγώγιμο, το εκτός λόγου ουσιώδες που ανθίσταται αρνούμενο να εκφραστεί.

Δεν τρέφω αυταπάτες, συνέχισε η γυναίκα ο κύκλος έκλεισε, μόνο μια αναδρομική οικειότητα απέμεινε να μου θυμίζει αυτό που έχει χαθεί, μια νοσταλγία για κάποιες σκηνές τής ιδιωτικής μας ζωής, στιγμές προσώπων ένα απόγευμα, χαρακτήρες κλειστών δωματίων που βασανίζονται από τους τοίχους, μισοσβησμένες στιγμές-αναμνήσεις που δεν βεβαιώνουν για τίποτα ούτε καν για το ότι υπήρξαν έχουν γίνει έμμονες, με καταδιώκουν ανελέητα. Θυμάσαι εκείνο το βράδυ του αποχαιρετισμού στο ξενοδοχείο που αναρωτιόμαστε αν ο έρωτας είναι το μοναδικό πράγμα στην ζωή που αξίζει , εγώ κολλημένη στην πλάτη σου είχα τυλίξει το ένα μου χέρι γύρω από το στέρνο σου ενώ στην άλλη μου χούφτα κρατούσα κρυφά μια λίμα για τα νύχια μου μυτερή σαν λεπίδι, μού ερχόταν να σε καμακώσω πισώπλατα, να σε καρφώσω με την αναγκαστική ωμότητα που καμακώνονται τα ψάρια στην θάλασσα , να αφήσω το χέρι μου ελεύθερο να κινηθεί τελετουργικά και στυλιζαρισμένα βάφοντας με δαντέλα αίματος την λευκή σου σάρκα υπακούοντας στην χθόνια Αφροδίτη που μού απηύθυνε κέλευσμα θανάτου, να στρεβλώσω έτσι επιδεικτικά το προδιαγεγραμμένο τέλος μας αφανίζοντας σε, αν και ήξερα ότι αυτό αμέσως θα στρεφόταν εναντίον μου.

Εκείνες τις στιγμές, δεν στο κρύβω, φοβήθηκα τον ίδιο μου τον εαυτό, αυτή την άγνωστη μέσα μου που φοβόμουν ότι μπορεί και να ήμουν, την γυναίκα θύτρια που με χοές τιμά τις Ερινύες. Πετάχτηκα με πανικό από το κρεβάτι, μια ζωή ολόκληρη δεν θα φτάσει για να εξιλεωθείς καημένη μου, θα σιχαθείς την ύπαρξη σου, δεν θα είσαι παρά ένας κακόγουστος μανιακός δολοφόνος, η ενοχή θα ορμήσει μέσα σου σαν άγριο αρπακτικό, σαν αρνητικό προνόμιο και τίποτα δεν θα σε συγκρατήσει από την ατέλειωτη πτώση, την συντριπτική κατακρήμνιση, ό,τι συμβαίνει στο μυαλό σου θα συμβεί και στο σώμα σου, άκουγα να λέει μια φωνή μέσα μου και για να ξεφύγω από την ακρότητα του αντισυμβατικού αυτού μελοδράματος, άρχισα σαν εκκρεμές ένα πήγαινε έλα στο δωμάτιο που έμοιαζε πλέον με ναρκοπέδιο, πήγαινα μέχρι το παράθυρο και επέστρεφα στο κρεβάτι πασχίζοντας μάταια για αυτοκυριαρχία.

Εσύ έδειχνες να έχεις αποκοιμηθεί αγνοώντας τον κίνδυνο, και για μια στιγμή που έσκυψα επάνω σου μου φάνηκε σαν να σου είχε κοπεί η ανάσα, τρομοκρατήθηκα, νόμισα ότι είχες χάσει ξαφνικά, για άγνωστο λόγο, τις αισθήσεις σου, έπιασα τον καρπό σου να βρω τον σφυγμό σου, έριξα επάνω μου ένα πανωφόρι και, γλιστρώντας αθόρυβα, προτού να είναι πολύ αργά, πετάχτηκα έξω, στον παγωμένο αέρα της νύχτας, πιστεύοντας πως η ζωή θα είναι καλύτερη εκεί έξω, διέσχισα τον δρόμο και σχεδόν τρεκλίζοντας περιφερόμουν πολλή ώρα στους δρόμους μέχρι που με σταμάτησε ένας αστυνομικός, δεν είχα ιδέα που βρισκόμουν και τι ώρα ήταν…

Η γυναίκα σταμάτησε να μιλάει, άνοιξε τις κουρτίνες και με θαμπωμένο από το φως βλέμμα κοίταξε μακριά πέρα από την πόλη στον ορίζοντα της θάλασσας. Μετά, διστάζοντας, τις ξαναέκλεισε, τον πλησίασε και έμπλεξε τα δάχτυλα της ανάμεσα στα δικά του. Τα νύχια της γυαλισμένα, λιμαρισμένα, τέλεια.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: