Στον Νάνο Βαλαωρίτη
Γυναίκες μοιραίες, γυναίκες που δεν αγαπήθηκαν αρκετά, γυναίκες χίμαιρες σαν διαπεραστικές θυελλώδεις αστραπές, γυναίκες άχρονες, μιας άλλης εποχής, σαν μια ανάμνηση απολιθωμένη, σαν τη ζωή που στοίχειωσε γύρω από κάποια προσδοκία, διασχίζουν τον δρόμο ελαφρά παραπατώντας, λικνίζονται γλυκά σαν φύκια με κινήσεις των γοφών προκλητικές, θεατρικές, χυδαίες, αφήνουν πίσω τους στις κατασκότεινες στοές και στις αλάνες το αισθησιακό τους αχνάρι, άρωμα παλαιικό μέσα σε ένα σύννεφο πούδρας και η γεύση των φιλιών τους ένοχη σαν να διαπράττουν βαρύ παράπτωμα.
Τις νύχτες, κοιμούνται με τα μάτια ανοιχτά έναν ύπνο τεχνητό με κάτι μαγικά φάρμακα, μόνες μέσα στην κρεβατοκάμαρα τους κυκλοφορούν μισόγυμνες και στο χέρι τους το μεγάλο σεβαλιέ δαχτυλίδι, δώρο εκείνου του άντρα που τις εγκατέλειψε αφήνοντας τες μόνες γιατί δεν μπόρεσε να φανεί λίγο συμπονετικός μαζί τους.
Με μια αμφιβολία που δεν της λείπει η μέθη, στέκονται μπροστά στον καθρέφτη βγάζουν την μάσκα του μεταβαλλόμενου κάλλους τους μέσα στο ημίφως και κοιτάζονται, η όραση καρφώνεται στα σπλάχνα μέσα τους, αναρωτιούνται αν έχουν κιόλας γεράσει, αν η σάρκα τους έχει αρχίσει να τις μισεί μαντεύοντας το σημείο μηδέν όπου οδεύουν.
Γυναίκες προβληματικές και σύνθετες, γεμάτες εμμονές και δυσανάλογα αδιέξοδα, γυναίκες ονειροπόλες, εξιλαστήρια θύματα των νουάρ παρορμήσεων τους που δεν ξεγελιούνται εύκολα και κρατούν το στόμα τους κλειστό όταν με αυτοκαταστροφική λογική φλερτάρουν με τον κίνδυνο ή παίρνουν την κάτω βόλτα επιβάλλοντας στον εαυτό τους μικρές ξαφνικές καταδίκες.
Μια συσσωρευμένη νοσταλγία, στριμωγμένη σε έναν απροσδιόριστο χώρο στο πίσω μέρος των ματιών τους, πίσω από τα ιγμόρεια, στο κέντρο του συναισθηματικού τους δικτύου, δεν τις αφήνει να ξεχάσουν εκείνον τον τυχαίο άντρα, που μέσα από ένα γλυκά φωτισμένο παράθυρο της πυρετώδους πόλεως την νύχτα, ξαπλώνει γυμνός από την μέση και επάνω σε ένα ακατάστατο κρεβάτι και λαγοκοιμάται δοκιμάζοντας για λίγο την διαθεσιμότητα του θανάτου.
Γυναίκες ανώνυμες, ασταθείς, χωρίς ορισμό, πολύ μπερδεμένες με την σαγήνη των αντρών που γραπώνονται από πάνω τους σαν μικροί πίθηκοι, ώστε να μπορούν να τους αποτιμήσουν δίκαια.
Γυναίκες χωρίς εγγυήσεις, επικίνδυνες, απρόβλεπτες και θανατηφόρες, με την κοιλιά κολλημένη κατάχαμα στο χώμα σαν τους παμφάγους όφεις, ένα γοητευτικό πλήθος όφεων που σηκώνοντας μια πέτρα, πετάγεται να σε δαγκώσει.
Είναι κάτι γυναίκες άγαμες, χωρίς αντίκρισμα, χαμένες περιπτώσεις εκ προθέσεως.
Τα βροχερά απογεύματα, ψάχνοντας μια άβυσσο για να γκρεμιστούν, βυθίζονται με μακάρια νωχέλεια στα κεντημένα μαξιλάρια του καναπέ στο σαλόνι με τα μπιμπλό,τους πίνακες ρεπροντυξιόν και το πιάνο, τρώγοντας σοκολατάκια με γεύση τσέρι. Με μια σαγήνη που έχει τις ρίζες της σε εκείνες τις απείρως αμφίσημες αντανακλάσεις των ψυχρών λαμπτήρων της ματαιότητας, επιδίδονται σε ερμηνείες παραληρηματικές, κρατώντας ανάμεσα στα χέρια τους παλιές επιστολές και σαρκάζουν πικρά το κουρελιασμένο από την χρήση σκάνδαλο του πόνου τους, εκμαιεύοντας εγκαρσίως από την κατάρα της μνήμης απωθημένους εκτροχιασμούς του αφιλτράριστου πάθους τους. Με τον ίδιο τρόπο που αφαιρούνται ένα ένα τα κρύα όργανα του σώματος στην αυτοψία.
Γυναίκες εκφυλισμένες, γυναίκες παράσιτα και χαμένα κορμιά, συντετριμμένες και περιφρονημένες ήδη από τον εαυτό τους όταν διαψεύδονται οι λόγοι ύπαρξης τους και μια λανθάνουσα ντροπή αποκτά το πλήρες νόημα της, όταν η διεκδίκηση της αυθεντικότητας τους καταλήγει σε αυτοπαρωδία επειδή ποντάρισαν σε λάθος ρόλους και πρόσωπα που γλίστρησαν και έπεσαν από πάνω τους όπως τα μαλλιά η τα κομμένα νύχια, αλλά και γυναίκες μαυλιστικές, πραγματικά και αισθητά γυναίκες, θηλυκά περήφανα και αλαζονικά, που ειρωνεύονται τους υπότιτλους της ζωής τους και δεν νιώθουν την παραμικρή μεταμέλεια που αναστατώνουν με την ύπαρξή τους το σύμπαν γιατί είναι πρόθυμα να διακινδυνεύσουν πάλι και πάλι στις ίδιες τελματώδεις παρεκτροπές των λαθών τους.
Γυναίκες ξεπεσμένες στον λάκκο των γυναικών, ποταπές υπέροχες γριές πόρνες με τέχνη υποδεέστερη, χωρίς αιδώ και υπαινιγμούς, συναρμολογημένα ανδρείκελα με ξεδοντιασμένο χαμόγελο, κλεπτομανή της ηδονής και ακόμα ζωντανά, επιρρεπή στις καινούργιες περιπέτειες. Πετάγονται από τις κρυψώνες τους επιφυλακτικά σαν τα θηρία, ζυγώνουν αθόρυβα στις μύτες των ποδιών, αδημονώντας να πιάσουν στην παγίδα τους τον εραστή, το θήραμα, την λεία,
γυναίκες τύραννοι και γυναίκες μέγαιρες,
γυναίκες που η νεκρή ηδονή τυλίγεται σαν κόμπος κρεμάλας εντός τους,
γυναίκες ναυάγια με κατεστραμμένα κατάρτια που δεν τις θέλει ούτε ο τελευταίος αλήτης.
Μπορεί να είμαι εγώ, μπορεί να είσαι εσύ.