Αρχαιοκάπηλος

Χαλάνδρι, Σεπτ. 1998. Φωτ. Ράνια Καραμούζη
Χαλάνδρι, Σεπτ. 1998. Φωτ. Ράνια Καραμούζη


Στον Γιάννη Πάνου

Τρεις φορές μου το ’παν, τρεις φορές αρνήθηκα. Παιδιόθεν τους βαριέμαι τους πανηγυρικούς, συναγωνίζονται σε ανία τους πολιτικούς και τους δικανικούς λόγους. Μαζί με τη μόδα, η τέχνη της ρητορικής έχει τα πρωτεία του εκμαυλισμού και της υποκρισίας, κάποτε μάλιστα την άσκησα στα δοκιμιακά γραφτά μου, υπερβατά και αναδιπλώσεις, ομοιοτέλευτα και παρηχήσεις, τώρα θέλω να πιστεύω ότι τη μουντζώνω. Όσο το σκέφτομαι, αυτό που τελικά λειτούργησε είναι η καινούρια ρόμπα της μάνας μου. Δεν ξέρω τι σκατά ενοχές κουβαλάω, θα τη φορέσει, μου ’πε, όταν θα με καμαρώνει να μιλάω. Αφελής δεν είμαι, ασκούν επίσης οι μανάδες την τέχνη του εκμαυλισμού και της υποκρισίας – αλλά η δική μου τουλάχιστον είχε τα ελαφρυντικά της.
Στις 5 Ιουνίου του 1913, πέντε μέρες μετά τη λήξη του A΄ Βαλκανικού πολέμου και έντεκα μέρες πριν απ’ την έναρξη του B΄ Βαλκανικού πολέμου, έγινε σε τούτα δω τα μέρη μια μάχη. Η προφορική παράδοση την τοποθετεί στο πλάτωμα του δάσους, ορίζει τη διάρκειά της απ’ το πρωί μέχρι το μεσημέρι, αριθμεί δύο τραυματίες κι έναν νεκρό που του ’κοψαν το κεφάλι, πράμα περίεργο για τα ήθη του τότε πολέμου, αλλά δεν είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική όσον αφορά τα αντιμαχόμενα μέρη, την αιτία και τον νικητή. Υπάρχει μάλιστα ένας τοπικός θρύλος που λέει ότι με το πρώτο καλοκαιρινό φεγγάρι σηκώνεται ο σκελετός και ψάχνει ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων να βρει το χαμένο του κρανίο.
Με τέτοια μας φοβέριζαν όταν ήμασταν μικροί, για να τρώμε το φαΐ μας. Μια κουταλιά για τον μπαμπά, μια για τη νουνά, μια για τον παππού κι η τελευταία για να μην σε πάρει ο ακέφαλος στρατιώτης. Εμείς πάλι τρώγαμε γρήγορα-γρήγορα το μεσημεριανό μας κι ύστερα κατεβαίναμε στο πλάτωμα, παίζαμε μπάλα, κρυφτό, πολεμικά, κάναμε ορειβασίες, αλητεύαμε με τα κορίτσια, πιάναμε με απόχες πεταλούδες, κόβαμε μαργαρίτες, παπαρούνες, ύστερα τις αποξηραίναμε σε τετράδια φυτολογίας, ψάχναμε για αρχαία νομίσματα, σκάβαμε να βρούμε τον τάφο του Μεγαλέξανδρου κι όταν αργά τ’ απόγευμα επιστρέφαμε σπίτι μάς μαύριζαν στο ξύλο οι μανάδες γιατί αργήσαμε, λερωθήκαμε ή δεν κάναμε τα μαθήματά μας.
Δεν ξέρω τίνος φαεινή ιδέα ήταν η ανέγερση μνημείου. Πάντως ο πολιτιστικός σύλλογος έψαχνε έναν τρόπο να νεκραναστηθεί, ο κοινοτάρχης έπρεπε να παρουσιάσει έργο, ο δήμαρχος προσπαθούσε να δικαιολογήσει κοινοτικά κονδύλια, οι τοπικοί βουλευτές ενδιαφέρονταν για τις επικείμενες εκλογές, η μάνα μου ήθελε να φορέσει την καινούρια ρόμπα και εγώ, τελικά, ενέδωσα στην εκφώνηση λόγου, με τη σκέψη ότι δεν υπάρχει ευκολότερο πράγμα απ’ το να συντάξεις μια τέτοια ομιλία. Βάζεις προσφώνηση, ευχαριστίες, εν ανάγκη ξεσηκώνεις ολόκληρες παραγράφους απ’ άλλες σχετικές ομιλίες, φροντίζοντας να αλλάξεις ονόματα, χρονολογίες, τοπωνύμια, δίνεις στόμφο στο ύφος σου, δείχνεις προτίμηση στις λόγιες διατυπώσεις, σηκώνεις τον δείκτη του δεξιού χεριού, κοκκινίζεις από περηφάνια και στο τέλος μένουν όλοι ευχαριστημένοι – αρκεί βεβαίως να ’χεις και δύο τρία πράγματα να πεις για το τιμώμενο πρόσωπο ή συμβάν.
Τα επίσημα βιβλία ιστορίας αποσιωπούν το γεγονός. Στα αρχεία του στρατού υπάρχει σχετική αναφορά για ενέδρα κομιτατζήδων, αλλά τοποθετείται έξι μέρες νωρίτερα απ’ την 5η Ιουνίου. Υπερήλικας γειτονικού χωριού εντοπίων μού αποκάλυψε ότι νεκρός ήταν ο αδελφός του παππού του, που συνελήφθη από περίπολο της φρουράς των Γιαννιτσών και βασανίστηκε άγρια. Σ’ ένα βουλγαρικό σάιτ αναφέρεται η περιοχή ως τόπος μαρτυρίου «για ό,τι έγινε το 1913», αλλά χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Υπάρχει, τέλος, κι η συνέχεια του τοπικού θρύλου που λέει ότι με το που βρίσκει ο αποκεφαλισμένος το κρανίο του, τριγυρνάει όλη νύχτα στο χωριό χτυπώντας τις πόρτες και γυρεύοντας στα τούρκικα μια «Άννα».
Δεν θα πω πώς τα κουτσοβόλεψα με το κείμενο. Τρεις ολόκληρες σελίδες κατάφερα να γεμίσω με ρητορικά σχήματα, αρχαϊσμούς και διακειμενικά δάνεια. Τη μέρα εκείνη ανέβηκα στο βάθρο τρεμάμενος αλλά όχι από ανασφάλεια ή περηφάνια. Σαν να κλωτσούσε κάτι μέσα μου, σαν να εξεγειρόταν. Στάθηκα μπρος στο αναλόγιο, ξερόβηξα στο μικρόφωνο, σήκωσα το κεφάλι. Απέναντι ένας αδιάφορος κόσμος έτρωγε πασατέμπο και φιστίκια Αιγίνης, σήκωνε το χέρι η μάνα μου για να με χαιρετήσει, οι επίσημοι φορούσαν τα κοστούμια, τις γραβάτες, τα ταγέρια, τα χαμόγελά τους κι ένας μυστακοφόρος Εύζωνας με κοιτούσε απ’ τη μαρμάρινη προτομή με άδειο βλέμμα. Άφησα στην άκρη το κείμενο που ’χα ετοιμάσει.

«Τρεις ονομασίες άλλαξε μέσα σε πενήντα χρόνια τούτο το χωριό. Κονίκοβο, Στίβα, Δυτικό, αν πάμε πιο πίσω είμαι σίγουρος ότι θα βρούμε άλλες δεκατρείς. Ποια ιστορία να αφηγηθείς δίχως να πληγώνεις την ιστορία; Ποιους ανθρώπους να υπερασπιστείς δίχως να προδίνεις κάποιους άλλους; Ύστερα από όσες έρευνες έκανα, δεν είμαι σίγουρος αν ο εικονιζόμενος ονομάζεται Πέτρος ή Αλί ή Κρίστο ή Αντόν. Όποιος όμως και να ’ναι, έχει το δικαίωμα στη μνήμη».

Μόνο η μάνα μου, μαζί με τη φιλενάδα της, τη Ρήνα, χειροκρότησαν. Τη θυμάμαι ακόμη να καμαρώνει μέσα απ’ την καινούρια ρόμπα της. Ύστερα από δύο χρόνια με το ίδιο ακριβώς ρούχο πήγα και την έθαψα. Οι υπόλοιποι κοιτούσανε χωρίς να ακούνε, μιλούσαν, χασκογελούσαν και συνέχιζαν με τα πασατέμπο και τα φιστίκια Αιγίνης. Ο πρόεδρος του πολιτιστικού, ο κοινοτάρχης, ο ιερέας και οι τοπικοί βουλευτές κατέβασαν τα μούτρα γιατί δεν τους προσφώνησα. Το μόνο καλό σ’ όλα αυτά είναι ότι δεν με ξανακάλεσαν από τότε να εκφωνήσω ομιλία.
Από ’κείνη την τελετή έμειναν κάποια δημοσιεύματα στον τύπο της περιοχής, μια προκήρυξη του πολιτιστικού συλλόγου για συγγραφή βιβλίου τοπικής ιστορίας και βεβαίως το μνημείο. Κάθε Οκτώβρη, τη μέρα εορτασμού της απελευθέρωσης των Γιαννιτσών, προσέρχεται το δημοτικό, καταθέτει στεφάνι ο κοινοτάρχης, κάνει δοξολογία ο ιερέας υπέρ αναπαύσεως του κεκοιμημένου, εκφωνεί ο δάσκαλος ή η δασκάλα τον πανηγυρικό τής μέρας, λένε τα πιτσιρίκια ποιήματα, χειροκροτάνε οι μανάδες και μετά από ’να δίωρο αδειάζει ο τόπος.

Χρόνο με τον χρόνο ερημώνει το χωριό, λιγοστεύουν οι φωνές των παιδιών, αραιώνουν τα πλατάνια για να γίνουνε καυσόξυλα, μένει μόνος ο Εύζωνας με τις σκιές, τα φαντάσματα και τα ξωτικά του δάσους. Πού και πού πάω και τον βρίσκω, ακουμπάω πάνω του, στέκομαι αμίλητος και αφουγκράζομαι την ιστορική ερημιά που τον κυκλώνει. Του λέω ότι έχει συντροφιά το βουλγάρικο ερείπιο που ανακαλύψαμε πιτσιρικάδες διακόσια μέτρα παραπέρα, ένα σπασμένο μακεδονικό αγγείο που άρχισε να μισοφαίνεται στη διαβρωμένη πλαγιά και το ανολοκλήρωτο αθλητικό κέντρο απ’ το πρόγραμμα Αθήνα 2004 που ρημάζει στην άλλη άκρη του πλατώματος. Του θυμίζω ότι όλη μέρα έρχονται μαυροπούλια και σπουργίτια, κάθονται στ’ αυτιά, στις άκρες απ’ το μουστάκι, στο κεφάλι, στους ώμους και του κάνουνε παρέα. Ύστερα επιστρέφω σπίτι μου με την εικόνα απ’ τις πιο φρέσκιες κουτσουλιές που στάζουνε σαν δάκρυα στα μάγουλά του και ξεδίνω με κειμενάκια σαν αυτό που ’γραψα τις προάλλες με τίτλο «Αρχαιοκάπηλος» και αφιέρωση «Στον Γιάννη Πάνου»:

Πολύ αργά τη νύχτα αρχίζει τις ετοιμασίες. Φοράει αμπέχονο, παίρνει λάμπα θυέλλης, γεμίζει ένα παγούρι με νερό και ξεκινάει. Προχτές ήταν στην κοίτη του ποταμού, χτες και σήμερα συνεχίζει στην πλαγιά του λόφου, δίπλα ακριβώς απ’ το δάσος. Το ’83 είδε έναν σκελετό εκεί, με άνω άκρα, θώρακα, ισχίο, λεκάνη, κρανίο, ξεχωμένο απ’ τις πολλές βροχές του φθινοπώρου. Στάθηκε αμήχανος και κοιτούσε, ως γνωστόν ο θάνατος πέπρωται να τρομάζει αδιαλείπτως τη ζωή. Δυο βδομάδες μετά, που ξαναπήγε, δεν ήτανε στη θέση του. Οι φθινοπωρινές βροχές διέβρωσαν τη μορφολογία της πλαγιάς. Από τότε δεν έπαψε τις έρευνές του, έστω και αν δεν το κουνάει ρούπι απ’ το υπόγειο γραφείο του. Εικάζει έναν σκοτωμένο στρατιώτη του πρώτου ή του δεύτερου Βαλκανικού πολέμου – Έλληνα, Τούρκο, Σέρβο, Βούλγαρο, δεν έχει σημασία. Στο κατώφλι του σπιτιού του μια μάνα, στα χωράφια ένας πατέρας και στην άλλη γειτονιά ένα κορίτσι στέκουν δεκαετίες τώρα και τον καρτερούν, αλλά αυτός σκορπισμένος σκελετός μ’ ένα χέρι εδώ, ένα πόδι εκεί, ένα κρανίο παρακάτω δεν έχει άλλη ελπίδα απ’ το να περιμένει ότι ίσως, κάπου, κάποτε θα βρεθεί κάποιος συγγραφέας για να εντοπίσει ένα προς ένα όλα τα μέλη του, να συγκολλήσει τον σκελετό του, να τον πάρει απ’ το χέρι και να τον γυρίσει στη μάνα, στον πατέρα και στο κορίτσι του.

Ιδού, λοιπόν, ο Πέτρος ή ο Αλί ή ο Κρίστο ή ο Αντόν. Ετών 19. Υπήρξε κάποτε — σε πείσμα των εθνών, των πολέμων και του χρόνου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: