Με τον πασίγνωστο στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου (από τον Μπολιβάρ) καλωσορίζουμε στις σελίδες αυτές ποιητές της Λατινικής Αμερικής που χρησιμοποιούν στην ποίησή τους ελληνικά θέματα και τους παρουσιάζουμε με ένα χαρακτηριστικό ποίημά τους και το βιογραφικό τους, αλλά και μ’ ένα κείμενο που μας στέλνουν για τη σχέση τους με την Ελλάδα. Γιατί σκεφτήκαμε αυτή την ιδέα; Γιατί οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, αποικίες της Ισπανίας, εμψυχώθηκαν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αγωνίστηκαν για την Ανεξαρτησία τους με πρωτεργάτη τον Ελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ. Επιπλέον, ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος.
Έτσι, λοιπόν, με καρυοφύλι την πένα του ο καθένας και με λάβαρο την ποίηση, συναντιόμαστε εδώ για να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από τη φλόγα που μας ένωσε. Ξεκινήσαμε με έναν ποιητή κάθε μήνα αλλ’ αμέσως συνεχίσαμε με δύο, και τώρα, λόγω της τεράστιας ανταπόκρισης που συναντήσαμε και η οποία θα οδηγήσει στην έκδοση μιας πολυσέλιδης ανθολογίας εν ευθέτω χρόνω, προχωράμε παρουσιάζοντας τρεις ποιητές κάθε φορά.
Επίσης, πληροφορούμε τους αναγνώστες που θα ήθελαν να διαβάσουν τα πρωτότυπα κείμενα στα ισπανικά, ότι θα τα βρουν στο ηλεκτρονικό περιοδικό http://arcagulharevistadecultura.blogspot.com/
όπου, με τον τίτλο Bolívar, eres bello como un griego, δημοσιεύονται έπειτα από δεκαπέντε μέρες.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας
Αργεντινή
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΚΑΝΕΡΑ
Ο Jorge Boccanera (Μπαΐα Μπλάνκα, 1952), είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος και συντονιστής της έδρας Λατινοαμερικανικής Ποίησης στο πανεπιστήμιο του Αγίου Μαρτίνου στην Αργεντινή. Έχει ζήσει για πολλά χρόνια εξόριστος στο Μεξικό και στην Κόστα Ρίκα κι έχει υπάρξει μέλος σε επιτροπές σημαντικών λογοτεχνικών βραβείων σε διάφορες ισπανόφωνες χώρες. Έχει εκδώσει πάνω από είκοσι βιβλία ποίησης, καθώς και πολλά με ιστορίες της ζωής, διηγήματα, χρονογραφήματα και θεατρικά έργα κι έχει επιμεληθεί πολλές ανθολογίες. Αρκετά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί και κυκλοφορούν ως τραγούδια. Έχει τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία, ενώ ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, βουλγαρικά, γαλλικά, ιαπωνικά, ιταλικά, ολλανδικά, ουγγρικά, σουηδικά και τσεχικά.
Το υψωματάκι
Εννιά σκαλιά σχεδόν από τον θάνατο
σ’ ένα διάχυτο φως
ξεντύνεσαι.
Αυτό δεν είναι το κατάστρωμα του «Καμπανός»,
αυτό δε μοιάζει με παράδεισο,
είναι μονάχα ένα υψωματάκι.
Εδώ τα στήθη σου ίπτανται,
η μέση σου χτυπάει ανάμεσα στα μπράτσα μου
κι η υγρασία είναι μια φίλη,
κοιτάζοντας με μισόκλειστα μάτια
την αταξία ποδιών.
Αυτό δεν είναι
η πολυτελής σουίτα του Plaza Hotel,
ούτε ένα κόκκινο χαλί που να κυλάς ευχάριστα,
είναι μονάχα ένα υψωματάκι.
Εδώ τα μαλλιά σου αναδύονται μέσ’ απ’ τη νύχτα
κι είναι σημαία φτιαγμένη από λυγαριά,
εδώ ένα παλιό κρεβάτι ζητάει φωναχτά
Βοήθεια!
Εδώ δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι.
Έξω,
όχι πολύ μακριά
ο πληγωμένος αποσπερίτης
κυλάει σαν γάτος αδύναμος
πάνω στη στέγη του κόσμου.
Εδώ,
εννιά σκαλιά σχεδόν από τον θάνατο,
τα μάτια σου βρίσκουν τα δικά μου
και δεν έχουμε χρόνο ούτε καν για να ξυπνήσουμε.
Κύματα
Η καρδιά σου είν’ ένα μικρούλικο φλιτζάνι,
το μοναδικό φλιτζάνι που απαιτεί δυο στόματα,
το μόνο στόμα που ποτέ δεν ανατρέπεται.
Πελώρια κύματα,
ατμομηχανές γκρεμίζονται κοντά στα ελληνικά σου χείλη.
Ωστόσο εδώ είναι η Ίσλα Νέγρα και προχωράς
χωμένη μες σ’ ένα παλτό φτιαγμένο γι’ άλλο σώμα,
φτιαγμένο γι’ άλλο κλίμα.
Ένας άντρας κλείστηκε μες στα χαρτιά της νύχτας.
Οι πλάνητές του θέλουν να σηκώσουν το φλιτζάνι αυτό,
Όπως οι αθλητές τα χρυσά κύπελλα.
Κορδέλες
Στη μητέρα μου Μαρία Αγουστίνα
Στεφάνια για κέντημα, ένα καλαθάκι με τα ραπτικά, όλη
η ζωή μια κλωστή. Βελονιάζει μυρωδιές στην κουζίνα,
μπαλώνει σκισμένες λέξεις.
Η νοσταλγία της είναι λινή.
Ποτέ δε γεννιόμαστε, πάντα
είμαστε ραμμένοι σε μια μάνα:
Κι ασπροκέντια, κουμπιά, τελάρα, ζωντανά για
την ούγια της γλώσσας και δαντέλες στο γέλιο.
Πλάι στο λυπημένο ρόδο της πελότας:
η μάνα μου.
Τον δρόμο τον φωτίζουν οι κλωστές κάποιου αστεριού,
ένας άνεμος βαμβακερός, λάμψη από χάντρες.
Και σε καθετί που σήκωσε τον κόσμο,
η βελόνα και η δαχτυλήθρα.
[ Τρία ποιήματα από το υπό έκδοση βιβλίο Ojos de la palabra (Μάτια τoυ λόγου), Βραβείο Χοσέ Λεσάμα Λίμα 2020, το οποίο μεταφράζω — Α.Δ. ]
Κάρτες από την Ελλάδα
Στον εξάδελφό μου Κώστα Ήσυχο, πρώην βουλευτή και πρώην υφυπουργό Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας
Ο ιαπωνικός θρύλος της Κόκκινης κλωστής μιλάει για δεμένες μοίρες που εκπληρώνονται πέρα από χρόνους και γεωγραφίες· η κλωστή αυτή μπορεί να ζαρώνει, να τεντώνεται, να λεπταίνει τόσο πολύ που να γίνεται ξέφτι, αλλά δεν κόβεται ποτέ. Περισσότερο κι από κόκκινη κλωστή με την Ελλάδα με δένει ένας ομφάλιος λώρος: αυτός της μητέρας μου Μαρία Αγουστίνα, και του παππού μου Αλέξανδρου Ήσυχου, γεννημένου στη Σάμο, ο οποίος έφτασε μετανάστης στην Αργεντινή στις αρχές του 20ού αι. με τους αδελφούς του Ηράκλειο και Ιάκωβο.
Παρόλο που μεγάλωσα με τους Ιταλούς παππούδες από τη μεριά του πατέρα μου, επίσης μετανάστες, ο ελληνικός κόσμος ήταν πάντα παρών, γιατί, πέραν του να μοιράζομαι το ίδιο όνομα με τον Σάμιο παππού μου [ ΣτΜ: το δεύτερο όνομα του ποιητή είναι Αλεχάντρο: Αλέξανδρος ] και με συγγενείς που είχαν τα επώνυμα Σαραντίδης, Μωραΐτης, Χούλης, Καλασάκης, Πεντάκης, αντηχούσε στ’ αυτιά μου από τα παιδικά μου χρόνια ένας λαϊκός πολιτισμός που εξέφραζαν οι αμέτρητες οικογενειακές διηγήσεις, οι ήχοι, οι γεύσεις, οι ελληνικοί χοροί και η μουσική της γλώσσας τους· όλες εκείνες οι δραστηριότητες μιας ελληνικής κοινότητας, η οποία, στην Αργεντινή, παρέμεινε δεμένη μέσα από εκφράσεις αλληλεγγύης.
ΙΙ
Συνηθίζω να λέω πως, όποιος γεννιέται σε λιμάνι, κουβαλάει για πάντα το ταξίδι. Γεννήθηκα σ’ ένα λιμάνι του Ατλαντικού, το οποίο κάποτε λεγόταν Λιμάνι της Ελπίδας, στην πόλη Μπαΐα Μπλάνκα, στο νότο της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, και η ζωή μου κι η γραφή μου είναι σημαδεμένες από το τράνζιτο. Ακόμα και κάποιος κριτικός επισήμανε ότι η ποίησή μου έχει την αναπνοή των ταξιδιών. Εκούσια ή εξαιτίας της εξορίας μου για πολιτικούς λόγους, η αλλαγή τόπου είναι η στάμπα της ζωής μου από τα είκοσί μου χρόνια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχω το ταξίδι στο αίμα μου, στα μάτια μου, στο βάδισμά μου, στην περιέργειά μου για διαφορετικές πραγματικότητες. Ένας δάσκαλός μου, ο ποιητής από τη Γουατεμάλα Λουίς Καρδόσα υ Αραγόν, έχει πει σε αντιστοιχία με ιδέες του Καβάφη: «το να ταξιδεύω με συναρπάζει, όχι το να φτάνω σε κάποιο λιμάνι».
Κι εδώ βρίσκω έναν άλλο ουσιαστικό σύνδεσμο με την Ελλάδα: το θέμα του ταξιδιού· ένας από τους άξονες της ιστορίας, της μυθολογίας, της λογοτεχνίας και γενικά της τέχνης της, που σφραγίζει αυτή την Ιθάκη, η οποία, την ίδια στιγμή που είναι στεριά, μετατοπίζεται μαζί με τα όνειρα, τις ουτοπίες, τις χίμαιρές μας.
Ξαναγυρνάω στο λιμάνι που γεννήθηκα —και που κάποτε ίσως υπήρξε το σπουδαιότερο λιμάνι του Κώνου της Νοτίου Αμερικής—, γεμάτο πλοία πελώρια στα μάτια ενός παιδιού. Ανεβαίνω τις σκαλίτσες ενός πελώριου πλοίου με ελληνική σημαία, το οποίο πολλοί το λένε «ο Καμπανός», και ο Λευτέρης, επιστάτης του πληρώματος και φίλος του Ηράκλειου, αδελφού του παππού μου, με συνοδεύει σε μια ξενάγηση στο κατάστρωμα χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι με αυτή τη στοργική χειρονομία ανοίγει τις πόρτες της περιπέτειας για ένα παιδί μόλις οκτώ χρόνων. Κι ακριβώς, από τις πρώτες ελληνικές λέξεις που έμαθα, χαράχτηκαν στο μυαλό μου αυτές οι δύο: Καλό Ταξίδι.
ΙΙΙ
Πέραν της πολυάριθμης ελληνικής οικογένειάς μου, των ναυτικών και διαφόρων άλλων προσώπων —όπως ο «Μήτσος», ιδιοκτήτης του πιο πολυσύχναστου εστιατορίου στο λιμάνι για σαράντα πέντε χρόνια, ο οποίος συνήθιζε να θυμάται τη φιλία του με τον νεαρό Αριστοτέλη Ωνάση τη δεκαετία του ’20 στη συνοικία Λα Μπόκα του Μπουένος Άιρες—, εμφανίζεται στα διαβάσματα και στις επιρροές μου η ελληνική λογοτεχνία. Και μαζί με την κλασική αφήγησή της, αποκτούν βαρύτητα τα ποιητικά έργα με τα οποία συνδιαλέγομαι όλα τα χρόνια. Αναφέρομαι στα βιβλία των Καβάφη, Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσου, Βρεττάκου, Βαρβιτσιώτη και μεταγενέστερων. Κυρίως με τράβηξε η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ίσως για την προφορική της γλώσσα και την ουμανιστική της φλέβα. Αυτό συνέβη με τη μεσολάβηση ενός θείου μου, ο οποίος συναντούσε τον Ρίτσο στη Σάμο, όπου ο ποιητής περνούσε κάποιες διακοπές. Αργότερα, το 2000, διευθύνοντας μια σειρά ποίησης στην Αργεντινή, εξέδωσα μια ανθολογία Ελλήνων ποιητών —συμπεριλαμβανομένου του Ρίτσου— που είχε ετοιμάσει ο Αργεντινός συγγραφέας Οράσιο Καστίγιο. Τον Καστίγιο τον είχα γνωρίσει λίγο πριν τυχαία (υπάρχει η τυχαιότητα;) και μου είχε προκαλέσει ενδιαφέρον η προσωπική του ποίηση σε σημείο να εκδώσω μια συλλογή του· ωστόσο, οφείλω να πω ότι με κατέπληξε και η αγάπη του για την Ελλάδα, η οποία μεταξύ άλλων εκδηλώνεται και μέσω ενός εξαντλητικού έργου ως μεταφραστή ελληνικής ποίησης· ειδικότερα μέσω της πολύφερνης Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης, η οποία ξεκινάει από τον Καβάφη και φτάνει ως τον Βαγγέλη Κάσσο γεννημένο έπειτα από σχεδόν έναν αιώνα.
IV
Όπως είπα, με δένουν πολλά νήματα με την Ελλάδα. Γι’ αυτό δεν παύω να ερευνώ την παλιά της και τη σύγχρονη ιστορία της. Υπό αυτή την έννοια, στην εφηβεία μου, ενδιαφερόμενος για πολιτικά θέματα, βίωσα σαν να υπέφερα ο ίδιος το φοβερό πραξικόπημα της Χούντας των Συνταγματαρχών το 1967, και το 1973 τη σφαγή φοιτητών στο Πολυτεχνείο, που με κάποιες ομοιότητες επανέλαβε η Αργεντινή το 1976 με την κατάληψη της εξουσίας από στρατιωτικούς, η οποία είχε ένα θλιβερό κόστος τριάντα χιλιάδων αγνοούμενων, χιλιάδων φυλακισμένων και άλλων τόσων εξόριστων. Μεταξύ των αγνοούμενων υπάρχουν και πολλοί Έλληνες που η τύχη τους αγνοείται ακόμα. Θυμάμαι ότι, τα χρόνια που προηγήθηκαν αυτής της στρατιωτικής βίας στην Αργεντινή, εγώ είχα ταυτιστεί τόσο πολύ με την χιλιανή πραγματικότητα —και την κυβέρνηση Λαϊκής Ενότητας που ανέτρεψε ο στρατηγός Πινοτσέτ με αιματηρό πραξικόπημα το 1973— όπως και με την ελληνική συγκυρία. Ακριβώς εκείνη τη χρονιά, ο ταλαντούχος Μίκης Θεοδωράκης παρουσίασε στο Μπουένος Άιρες το έργο Κάντο Χενεράλ πάνω σε κείμενα του Χιλιανού ποιητή και Βραβείου Νομπέλ, Πάμπλο Νερούδα. Άλλος οριοθέτης της εποχής εκείνης ήταν η ταινία Ζ που αφηγείται τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από φασίστες στρατιωτικούς, μια ταινία σκηνοθετημένη από τον Κώστα Γαβρά, ο οποίος έπειτα από κάποια χρόνια κατήγγειλε τη χιλιανή δικτατορία με την ταινία του Ο αγνοούμενος.
Σαν κάποιον που ανέκαθεν αγωνίζεται, όπως και τόσοι άλλοι στη χώρα μου, για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για μια ιεραρχημένη δικαιοσύνη, η κόκκινη κλωστή του θρύλου, με τον οποίο άρχισα τις σημειώσεις αυτές, με οδηγεί σ’ εκείνους τους Έλληνες μετανάστες που είχαν έρθει μόνο με την ελπίδα τους, στους Έλληνες επιστάτες εργατών, αποκλεισμένους σε διάφορα μέρη της χώρας, στους εκατοντάδες Έλληνες εργάτες που δούλευαν στα σιδηροδρομικά συνεργεία στη Ρεμέδιος δε Εσκαλάδα —πολύ κοντά στο σπίτι μου όταν εγκαταστάθηκα με την οικογένειά μου σ’ αυτή την πόλη της επαρχίας του Μπουένος Άιρες—, και σε τόσους άντρες και γυναίκες, ανώνυμους Έλληνες αδελφωμένους από την αλληλεγγύη που παλεύει για έναν καλύτερο κόσμο. Γνωρίζοντας ότι, όπως έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος, στη ζωή εναλλάσσονται οι σκληρές στιγμές που πρέπει να κάνουμε προσκέφαλο την πέτρα, με κείνες τις στιγμές ευτυχίας όπου ένα χρυσόψαρο κολυμπάει στο στήθος μας.
ΑΝΤΖΕΛΑ ΤΖΕΝΤΙΛΕ
Η Ángela Gentile (Μπερίσο) είναι ποιήτρια και καθηγήτρια ισπανικής και ιταλικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Ειδικευμένη στην Κοινωνικο-εκπαιδευτική Πολιτική και στη Διαχείριση Πολιτισμού, έχει εισηγηθεί θεσμούς βραβείων σε Αργεντινή και Ιταλία, ενώ το έργο της έχει αποσπάσει διεθνή βραβεία και διακρίσεις. Γράφει στα ισπανικά και τα ιταλικά, χρησιμοποιώντας συχνά ελληνικά θέματα, ενώ ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει καταγράψει ιστορίες των Ελλήνων της Λατινικής Αμερικής και ενδιαφερθεί για τους Έλληνες ποιητές της διασποράς και τη διάδοση του έργου τους στο ισπανόφωνο κοινό.
Χορός
Ο ποιητής είπε:
«Αντίπερα έχει γιορτή».
Τα χέρια του προσανατόλισαν το ταξίδι κι η γλώσσα του τον λόγο.
Τα πλοία ακολουθούσαν τ’ άστρα μαζί με την ανάσα των κωπηλατών.
Ο ποιητής ξαναμίλησε:
«Με περιμένουν»
και χόρεψε μέσα στη νύχτα.
Το σώμα του γύρισε προς την Ανατολή και το πρόσωπό του κοίταξε
για τελευταία φορά τη Δύση.
Μακριά, οι αναμμένες πυρές και οι ιεροί μόσχοι, προανήγγειλαν το αιώνιο.
Μετά την Τροία
Όταν η εξουσία τούς έδειξε τα ψευτοστολίδια της,
οι άντρες γύρισαν από την ισοπεδωμένη πόλη.
Ξέχασαν πως η δικαιοσύνη δε φυσάει πάνω απ’ τα μάτια των νεκρών
και πως η μοίρα όλων είναι το Τίποτα.
Εκεί, κάποιοι ναυτικοί διάβασαν τον ουρανό και ταξίδεψαν σε υδάτινους δρόμους.
Ήπιαν αστέρια σε τρωικές πηγές απ’ τις Κυκλάδες μακριά
κι ονειρεύτηκαν το Σούνιο που ναυάγησαν τα πλοία τα αχαϊκά.
Τότε, ο βασιλιάς των ανθρώπων συνέχισε για τον προορισμό του: Μυκήνες.
Τραγούδια που λένε οι νυχτερινές πλύστρες
Προς δυσμάς, ο Ζέφυρος φυσάει πάνω από τα πλυσταριά
όπου τα νεανικά μας χέρια κάθε νύχτα ενταφιάζουν το φεγγάρι.
Καρτερούμε εδώ τα πλοία που φοβούνται τη θάλασσα από μαύρο οψιανό,
ενώ έχουν ταξιδέψει με τον Εύρο, τον καταραμένο άνεμο της Ανατολής.
Πρέπει να πλύνουμε ονόματα κι ασπίδες και να ξαγρυπνήσουμε
τα σανδάλια των ηρώων,
ρουφώντας το ιερό νερό του Απριλιού στις χούφτες μας.
Περιφερόμαστε στην άμμο των κατακλυσμών.
Και τραγουδάμε.
[ Τρία ποιήματα από τη συλλογή Los pies de Ulises, μεταφρασμένα από το αρχείο που μου έστειλε η ποιήτρια. Δείτε, επίσης, τη δίγλωσση έκδοση: Angela Gentile, Τα πόδια του Οδυσσέα / Los pies de Ulises, απόδοση Χαράλαμπος Π. Δήμου, Οσελότος (2016). ]
Λαέρτης
Ορίστε ένας γέροντας.
Το γήρας που κοιτάζεις κατοικεί και στο βλέμμα σου.
Όλοι κουβαλάμε μέσα μας κάτι το βέβηλο:
ο εμπορευόμενος κρασιά και λάδια, ο κυνηγός της δόξας,
ο εξόριστος από το ιερό.
Ονειρεύτηκα αηδόνια και καλοκαίρι κάτω από τα δέντρα.
Κυνήγησα τα βήματα του Έρωτα χωρίς να αιφνιδιαστώ κι έγινα
πατέρας του πιο πανούργου απ’ όλους τους ανθρώπους.
[ Από τη συλλογή Gente de Jónico (Άνθρωποι του Ιονίου) ]
Το βλέμμα της Δήμητρας
Ι
Πίσω από τον ουρανό
υπάρχει το μάτι του ανθρώπου.
Βλέμμα που δεν αντικρίζει θεούς.
Αγρυπνά.
ΙΙ
Κάποιος διασχίζει τη μέρα,
πίσω απ’ τη σκιά της ζωής.
Εμπρός, μονάχα ο Πόθος.
ΙΙΙ
Να ξεντυθώ.
Εγώ περπατάω τη νύχτα
φωτογραφίες ψάχνοντας κιτρινισμένες.
ΙV
Δε ρέει το νερό ούτε κι η νύχτα.
Δε χτυπούν πια οι καρδιές.
Ο άνεμος έχει το μέτρο των πουλιών.
V
Ποτέ δεν ένιωσα στη θάλασσα κοντά,
το άγχος της απεραντοσύνης,
η συνήθεια να ποδοπατάω τα φθινόπωρα.
[ Πέντε ποιήματα από τη συλλογή Lo sguardo di Demetra / La mirada de Démeter (Το βλέμμα της Δήμητρας) ]
ΓΕΥΣΕΙΣ
Η γεύση της κουζίνας της ευωδιάζει όλη τη «Μάρε Νόστρουμ», αμφορείς ν’ αδειάζουν ελαιόλαδο, κρατήρες κρασιού, λαχανικά και ψάρια. Οι Βυζαντινοί τούς άφησαν τον τρόπο τού να τρώνε και να αισθάνονται· αλλά οι Έλληνες έδωσαν ψυχή στις γεύσεις·
και γι’ αυτό τα φρέσκα προϊόντα πλημμυρίζουν τους χώρους με το άρωμα των λεμονιών, με τα φαγητά μάλλον χλιαρά παρά ζεστά, με τα τυριά σαν τη φέτα, το κεφαλοτύρι, το κασέρι και τη μυζήθρα. Όλα τα συστατικά μάς μιλούν για πανάρχαιες συνταγές όπως ο τραχανάς, η σκορδαλιά, οι φακές, η ρετσίνα, το παστέλι.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, επεκτείνοντας τα εδάφη του, συνέβαλε στη διάδοση των γεύσεων· αυτές, επίσης, έκαναν τον Αρχίστρατο να γράψει ένα χιουμοριστικό διδακτικό ποίημα «Ηδυπάθεια» (Η πολυτελής ζωή) με το οποίο προτείνει στον γαστρονομικό αναγνώστη το καλύτερο φαγητό του κόσμου.
Η Ελλάδα μεταφράζεται σε γεύσεις.
Άννα Κιτριλάκη, οι γεύσεις της Ελλάδας
Οι ελληνικοί κάμποι κατάφυτοι από ελιές, λεμονιές και κηπευτικά, ταξίδεψαν μες στην καρδιά της Άννας Κιτριλάκη από το μυθικό νησί της Χίου. Η Άννα αντιπροσώπευε τη ζεστασιά εκείνων οι οποίοι —ξεφεύγοντας από τον πόλεμο κι έχοντας υπομείνει πείνα κι αρρώστιες— νοιάστηκαν να τους συγκεντρώσουν όλους γύρω από το τραπέζι τους. Πίσω έμενε ο θάνατος, από τα χέρια των ναζί, του αδερφού της Γιώργου, μόλις δεκατεσσάρων χρόνων, μόνο και μόνο επειδή ζήτησε κάτι να φάει. Αυτή η γυναίκα, με το μικρό ανάστημα αλλά με γιγάντια δύναμη, φορτώθηκε στην πλάτη της την κατάθλιψη της μητέρας της Δέσποινας Θεοδωράκη και τη ζωή των μικρών αδερφιών της Αγγελικής, Γιώργου και Τζένης.
Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για τα θαυματουργά χέρια της Άννας στην κουζίνα· όμως και την προσωπικότητά της την τυλίγει μια άλως ηρωισμού σαν του θεού Ερμή. Η Άννα συνεργάστηκε μεταφέροντας πληροφορίες στον θείο της που ήταν μέλος της Αντίστασης· κι ήταν οι μικρές πατημασιές της που περιδιάβαιναν την ελληνική γη με τα μηνύματα του πατέρα της Ηρακλή, αγαπώντας αυτό που οι Έλληνες υποστήριξαν επί αιώνες: την Ελευθερία. Αυτά τα παραδείγματα πατριωτισμού είναι μέρος ενός ανώνυμου λαού, κληρονομιά και υπερηφάνεια πρώτα για τους απογόνους τους κι έπειτα για όλη την κοινωνία.
Το 1944, ένα πλοίο χανόταν μέσα στα πούσια του Αιγαίου μεταφέροντας Έλληνες σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων που είχαν στήσει οι Άγγλοι στην Κύπρο. Εκεί, η Άννα ήρθε αντιμέτωπη με τον θάνατο και σαν μεγάλη αγωνίστρια άντεξε την εγχείρηση για αφαίρεση όγκου στον εγκέφαλο. Επιστρέφοντας στον αγαπημένο της τόπο παράτησε το δημοτικό σχολείο· αλλά, καθώς οι αγαπημένοι των θεών προικίζονται με χαρίσματα, εκείνη, σαν την αρχαία βασίλισσα των Φαιάκων Αρετή, ή την αιώνια Αθηνά, έμαθε να κεντάει και να πουλάει στην αγορά την τέχνη της.
Η ζωή της Άννας παραλληλίζεται με τη μεγάλη ελληνική εποποιΐα, μ’ αυτές τις ανυπότακτες κι ευγενικές μορφές που τροφοδότησαν την ιστορία από το λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Το 1959 πούλησε τα μαλλιά της και, μαζεύοντας τις οικονομίες της, έφυγε για την Αργεντινή. Είναι σε τούτο τον τόπο που τελείωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση χάρη στον μόχθο της να μάθει να γράφει και να διαβάζει ισπανικά ως αυτοδίδακτη, διαβάζοντας τις εφημερίδες στο περίπτερο του θείου της. Η Άννα και η ζωή κατάφεραν να βρουν μια ισορροπία, η νοσταλγία συνεχίστηκε μέσα στη μνήμη· όμως εδώ γνώρισε τον Σελεστίνο Γκρόντσι και γέννησε τα παιδιά της Σέρχιο, Μαρσέλο και Ελίζαμπεθ. Η Άννα, φορέας των γεύσεων της Ελλάδας, υπήρξε πρέσβειρα της σπουδαίας ελληνικής γαστρονομίας.
(Πηγή: Η κόρη της Άννας, Ελίζαμπεθ Γκρόντσι)
Από το βιβλίο: Ángela Gentile, Diáspora griega en América [Ελληνική διασπορά στην Αμερική],
εκδ. Espérides, Λα Πλάτα (2015), σσ. 61-63.
Oυρουγουάη
ΑΛΦΡΕΔΟ ΦΡΕΣΙΑ
Ο Alfredo Fressia (Μοντεβιδέο, Ουρουγουάη 1948) είναι ποιητής, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας και για σαράντα τέσσερα υπήρξε καθηγητής γαλλικής φιλολογίας. Διωγμένος από τη δικτατορία της χώρας του, από το 1976 διαμένει στη Βραζιλία, στο Σάο Πάολο. Έχει εκδώσει πολλές ποιητικές συλλογές και έχει τιμηθεί με σημαντικά βραβεία όπως το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το 2018 το Μοντεβιδέο τού απένειμε τον τίτλο του Επιφανούς Δημότη.
Οι Πέρσες
Κατά τον Ηρόδοτο, ο στόλος του Ξέρξη
είχε ήδη αφήσει τις Σάρδεις πορευόμενος προς Σαλαμίνα,
όταν ο ήλιος άρχισε να εγκαταλείπει τη θέση του στον ουρανό
και να εξαφανίζεται. Η μέρα, γαλήνια και χωρίς τη σκιά κάποιου σύννεφου,
άρχισε να μεταμορφώνεται σε νύχτα. Ο ήλιος
έπαιρνε το χρώμα του ζαφειριού και, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο,
οι άντρες φαίνονταν χλομοί σαν πεθαμένοι.
Όλα τα πράγματα έμοιαζαν να τα λούζει ένας σκοτεινός ατμός.
Η κατάπληξη κι ο τρόμος κυρίευσαν την καρδιά
των νεαρών εκείνων αντρών. Ο Ξέρξης είδε το θαύμα,
το ακολούθησε με προσοχή και ρώτησε τους μάντεις του
τι σήμαινε. Ο ουρανός, του απάντησαν,
ανήγγειλε στους Έλληνες την καταστροφή των πόλεών τους,
καθώς ο ήλιος είναι, είπαν, το προφητικό άστρο των Ελλήνων,
και το φεγγάρι, των Περσών. Ο Ξέρξης, στάθηκε,
χάρηκε με την απάντηση, ανακούφισε τους άντρες του
με λόγια εμπιστοσύνης και —ο Ηρόδοτος ποτέ δε θα πάψει—
πρόσταξε να ξαναπάρουν τη ρότα τους.
Πεθαίνοντας, το κατάλαβαν: πεθαίνουμε
από μια έκλειψη, αιώνιοι σαν το ζαφείρι,
και θ’ ακολουθήσουμε την επιστροφή των φεγγαριών
όσο κάποιος Χορευτής θ’ απαγγέλει τα ονόματά μας.
Ζήσαμε μόνο γι’ αυτό.
Ο Ξέρξης πέθανε στο παλάτι, δολοφονημένος από έναν προδότη.
Άκαιρος Πίνδαρος
Έκλειψη των Θηβών, γυρνάς και πάλι από τη σύντομη εξορία
για να σβήσεις τον ήλιο του Μοντεβιδέο; Φέρνεις
την αγγελία κι άλλου πολέμου, την καταστροφή
της σοδειάς μας, κάποια ακατονόμαστη χιονοθύελλα
που κρύβει τον τρόμο των τυράννων, ή μια υπερχείλιση
της θάλασσας που θ’ αδειάσει στην ενδοχώρα της χερσονήσου;
Θα έχει πάγο στα πεδινά ή ένα καλοκαίρι που οι νοτιάδες
θα το κάνουν να χυθεί σε μανιασμένες σοροκάδες;
Θα πλημμυρίσεις τη γη και θα εκδιώξεις τους έντρομους ανθρώπους;
Θα γεννηθεί μια άλλη φυλή ανάμεσά μας τότε; Κι εμείς
θα ξαναγίνουμε φαντάσματα χωρίς περίγραμμα μες στο σκοτάδι;
Αίας
Να το θυμάσαι, το να φτάσεις σε λιμάνι καλό ήταν αυταπάτη,
τόσο άγρια η εκατόμβη και τόσο ήμερα τα θεριά.
Το να φτάνει σε κάποιο λιμάνι κανείς είν’ έργο των ανθρώπων,
το να μη φτάνει σε κανένα είναι το μόνο έργο των θεών.
Ημερολόγιο κυνηγιού
Κράτησε μια ολόκληρη νύχτα. Πλεύσαμε
πέρα από τους κίονες, μακριά τα δάση
όπου γελάει μια θεά και τ’ αστέρια δίχως μνήμη
σημάδευαν το άστρο της Σελήνης. Κλέβω τα πέταλα
από τα σαρκοβόρα φυτά του κήπου των ηδονών.
Παραμονεύω πάνω απ’ την καταπακτή, φτιάχνω φυτικά περιδέραια
για τα πληρώματα εφήμερων λαιμών. Τα δάχτυλά μου ικανά
την κυματιστή ακολουθούν γραμμή των ελζεβίρ:
Είναι οι ποταμοί της Βαβυλωνίας, ανεβαίνουν
σε αναζήτηση της λήθης και γυρνάνε πάντα
υπερόπτες σαν ένας πλανήτης. Κάποιες φορές σταματάω
στους κρεμαστούς κήπους της αυτοκρατορίας και ασκώ
τον θάνατο στα τελευταία τουρνουά μου κυνηγιού με γεράκια.
Ο Κένταυρος μου τρόχισε τα δόντια και τα νύχια, έχω
την απληστία δεκατριών πανσελήνων, κι απ’ το ταξίδι θυμάμαι
μόνο κάτι βυθισμένους χάρτες θαλάσσης, ένα κυνήγι
στα ψηλά και το τραγούδι των ναυτικών.
Ένας κόσμος που τον μοιραζόμαστε
Η σεβαστή μου Αγαθή, επιμελήτρια της δημοσίευσης αυτής, με ρωτάει για τις σχέσεις μου με την Ελλάδα, τόσο τη σύγχρονη όσο και την κλασική. Η λογοτεχνική σχέση μου με τη σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι μεγάλη, για να το πω καλύτερα, περνάει από μια ομάδα ποιητών, όπως οι Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, που έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά και μας συντροφεύουν στα διαβάσματά μας εδώ και χρόνια. Αλλά, σε σχέση με τον «κλασικό» ελληνικό κόσμο, η ερώτηση της Αγαθής θα μπορούσε να αντιστραφεί, για να μάθουμε, ρωτώντας αν υπάρχει κανείς στον δυτικό κόσμο (Ευρώπη, Βόρεια και Νότια Αμερική, τμήμα της Αφρικής και της Ασίας) που να μην τον έχει σημαδέψει ή ακόμα και να τον συγκροτεί ο ελληνικός πολιτισμός. Πιστεύω πως η απάντηση θα είναι αρνητική. Πρόκειται πράγματι για έναν πολιτισμό που μας κληροδότησε αρχέτυπα, τα οποία πηγαίνουν ακόμα και πιο μακριά από τη λογοτεχνία. Το «πανηγύρι» του Ομήρου, τα «ψίχουλα» που περιμάζεψαν η τραγωδία, η δημοκρατία και τα όριά της, η φιλοσοφία, η αρχιτεκτονική, όλα αυτά πηγαίνουν πολύ πιο μακριά από τη λογοτεχνία. Είναι τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένες οι ψυχές μας, και το λέω αυτό από τη «μιγάδα ήπειρο», δηλαδή, από τον Νότο της Νότιας Αμερικής, όπου επίσης πίνουμε νερό από πλουσιότατους προκολομβιανούς πολιτισμούς.
Τις προάλλες είχα την ευκαιρία ν’ ακούσω τις Ικέτιδες, που μετέδιδε από την Αβινιόν κάποιο γαλλικό ραδιόφωνο. Πρόκειται για ένα κείμενο που με συντροφεύει από τα νιάτα μου (όπως όλες οι τραγωδίες του Αισχύλου), δηλαδή, δεν είχε τίποτα το «καινούριο» για μένα. Κι ωστόσο, μ’ έπιασε μια συγκίνηση βαθιά, πρωτογενής. Είναι φανερό ότι το θέμα των μεταναστών δε θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο, κι ότι κι ο ίδιος ήμουν μετανάστης, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο στη συγκίνηση που μου έφερε —πάλι, όπως όταν ήμουν νέος— δάκρυα. Αυτό το «κάτι άλλο» είναι η μαγεία του ελληνικού κόσμου, ικανού να δίνει μορφή στα ανθρώπινα πάθη, και να διασχίζει τους αιώνες με μια ρώμη που σχεδόν ζαλίζει. Και στο κλασικό σύμπαν, θα μπορούσα να πω το ίδιο για τη λυρική ποίηση και, φυσικά, για την επική, την ομηρική, αυτή που τόσα χρόνια έχω διδάξει ως καθηγητής και στην οποία καταφέρνω πάντα να ανακαλύπτω νέες παραμέτρους.
Τελειώνοντας, θα έλεγα πως ο πολιτισμικά μιγάς χαρακτήρας μου —γιατί μπορώ να περνάω από τον Ησίοδο στο Πόπολ Βου, ή από μια μυθολογία, την ελληνική, στην άλλη, είτε είναι η ίνκα, η μάγια, η αζτέκικη— με κάνει, και συγγνώμη για την έλλειψη μετριοφροσύνης μου, να εκτιμώ ακόμα περισσότερο την ελληνική παρακαταθήκη, τον τόπο που ο ελληνικός πολιτισμός μάς κληροδότησε και στον οποίο κυκλοφορώ σαν να είναι δικός μου. Γιατί όντως είναι, κι ο πολιτισμός της αγαπημένης μου Αγαθής, και πολλών από εκείνους που διαβάζουν αυτή τη μαρτυρία, είναι οριστικά οικουμενικός.