Ανθρωπολογία και οικολογία της καρδιάς του σκότους

Ανθρωπολογία και οικολογία της καρδιάς του σκότους

«Κάθε Άγγελος είναι τρομερός»
Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Οι ελεγείες του Ντουίνο


Ιδού μια ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη — από γνω­σιο­λο­γι­κή, στυ­λι­στι­κή, ιστο­ρι­κή και αμι­γώς ανα­γνω­στι­κή σκο­πιά. Ο Αρ­μά­ντο Ρο­μέ­ρο, γεν­νη­μέ­νος το 1944, δη­μο­σί­ευε το 2012 ένα με­τά λό­γου γνώ­σε­ως αφή­γη­μα που εκτυ­λίσ­σε­ται στις κα­λυμ­μέ­νες από τρο­πι­κά δά­ση βρο­χής ακτές της Κο­λομ­βί­ας, στον Ει­ρη­νι­κό. Πρό­κει­ται για μια εκτε­τα­μέ­νη πα­ρά­κτια ζώ­νη που εί­χα επι­χει­ρή­σει να δια­τρέ­ξω το 1982, χω­ρίς όμως να τα κα­τα­φέ­ρω λό­γω κα­κών συ­γκοι­νω­νιών, έντο­νων βρο­χο­πτώ­σε­ων και ξε­σπά­σμα­τος ελο­νο­σί­ας. Η πε­ριο­χή που πε­ρι­γρά­φε­ται εδώ, στα ανά­ντη και τις εκ­βο­λές ενός ση­μα­ντι­κού πο­τα­μού, του Κα­χά­μπρε, εί­ναι έντο­να δα­σω­μέ­νη, με λί­γους αραιούς οι­κι­σμούς, έντο­νη υλο­το­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα και πλη­θυ­σμό στην συ­ντρι­πτι­κή του πλειο­ψη­φία αφρι­κα­νι­κής προ­έ­λευ­σης – συ­νή­θως φυ­γά­δες ή απε­λεύ­θε­ρους, που απέ­δρα­σαν από τη δου­λεία και τις φυ­τεί­ες των ισπα­νι­κής προ­έ­λευ­σης αποί­κων. Άλ­λω­στε όλη αυ­τή η ζώ­νη του Ει­ρη­νι­κού έχει πα­ρό­μοια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά – ακραία υγρό κλί­μα, ποι­κί­λους τύ­πους δα­σών βρο­χής και μαν­γκρό­βιων σχη­μα­τι­σμών, ελά­χι­στες πό­λεις [κυ­ρί­ως λι­μά­νια, όπως η Μπο­α­να­βε­ντού­ρα] και έναν κυ­ρί­αρ­χο θρη­σκευ­τι­κό /πο­λι­τι­σμι­κό συ­γκρη­τι­σμό. «Κι αν δεν εί­σαι μαύ­ρος, εδώ γί­νε­σαι», όπως το δια­τυ­πώ­νει σε πε­ρισ­σό­τε­ρες από μια πε­ρι­πτώ­σεις ο λευ­κός ιδιο­κτή­της μιας υλο­το­μι­κής επι­χεί­ρη­σης. Με άλ­λα λό­για, κα­τά τον συγ­γρα­φέα εί­ναι η γε­ω­γρα­φία όχι το χρώ­μα του δέρ­μα­τος που κα­θο­ρί­ζει τα πο­λι­τι­σμι­κά συμ­φρα­ζό­με­να.

Η κα­τα­βύ­θι­ση στις πραγ­μα­τι­κό­τη­τες του τρο­πι­κού δά­σους και της μαύ­ρης κουλ­τού­ρας συ­νι­στά δια­δι­κα­σία ενη­λι­κί­ω­σης για τον νε­α­ρό αφη­γη­τή της ιστο­ρί­ας, συγ­γρα­φέα [και ανα­γνώ­στη του Ρίλ­κε και του Αντρέ Ζιντ μες στη ζού­γκλα, πα­ρα­κα­λώ]. Έχει έρ­θει ως εδώ για να επι­σκε­φθεί τους επι­χει­ρη­μα­τί­ες θεί­ους του – τον Αρ­σέ­σιο, την σύ­ζυ­γό του Ελό­δια και τον αδελ­φό του Σε­γού­ντο, έμπει­ρο λο­γι­στή και μά­να­τζερ της υλο­το­μι­κής επι­χεί­ρη­σης. Κα­τοι­κούν σε ένα σύ­μπλεγ­μα οι­κη­μά­των απο­θη­κών και πρι­στη­ρί­ων φτιαγ­μέ­νων από κορ­μούς ξυ­λεί­ας, κα­τά­φα­τσα στον πο­τα­μό Κα­χά­μπρε, σε γειτ­νί­α­ση με ένα πο­λύ­πλο­κο δί­κτυο πα­ρα­πο­τά­μων, ελω­δών εκτά­σε­ων, κα­να­λιών, και υφάλ­μυ­ρων υγρο­τό­πων. Πά­μπολ­λα εί­δη εντό­μων, φι­διών, τρω­κτι­κών και επι­θε­τι­κών πτη­νών κά­νουν την πε­ριο­χή επι­κίν­δυ­νη [κα­τ’ άλ­λους στοι­χειω­μέ­νη] σε κά­θε τους βή­μα – τρό­πος του λέ­γειν βή­μα κα­θώς οι με­τα­κι­νή­σεις γί­νο­νται σχε­δόν στο σύ­νο­λό τους μέ­σω των υδά­τι­νων οδών. Οι λευ­κοί και μι­γά­δες της πε­ριο­χής μοιά­ζει να έχουν απο­δρά­σει από τις πε­ρισ­σό­τε­ρο πο­λι­τι­σμέ­νες πε­ριο­χές [το σχε­τι­κά κο­ντι­νό Κά­λι , ακό­μα και τα από­μα­κρα υψί­πε­δα της Μπο­γκο­τά] πι­θα­νώς λό­γω της Βιο­λέν­σια - του υπερ­δε­κα­ε­τή Εμ­φυ­λί­ου Πο­λέ­μου της επο­χής που ακο­λού­θη­σε την δο­λο­φο­νία του δη­μο­φι­λούς λαϊ­κι­στή ηγέ­τη Χό­χε Ελιέ­σερ Γαϊ­τάν στα 1948. Άλ­λο­τε πά­λι οι λό­γοι εί­ναι ερω­τι­κοί, επαγ­γελ­μα­τι­κοί ά ακό­μη και η προ­σπά­θεια να εξα­φα­νι­σθούν στην καρ­διά προ­κει­μέ­νου να ξε­φύ­γουν ορι­στι­κά από τους διώ­κτες τους.
Η ξυ­λεία της πε­ριο­χής πε­ρι­λαμ­βά­νει αφθο­νία ει­δών που εδώ πα­ρα­τί­θε­νται με τις πε­ζές ονο­μα­σί­ες τους, τις ιδιό­τη­τες και τις δυ­σκο­λί­ες κο­πής και συ­ντή­ρη­σής τους. Ο Αρ­σέ­σιο δια­θέ­τει κύ­ρος. Διοι­κεί τρό­πον τι­νά σο­φά την πε­ριο­χή, πλη­ρώ­νο­ντας στην ώρα τους τους μαύ­ρους ερ­γά­τες, ηρε­μώ­ντας τα πνεύ­μα­τα, εξο­μα­λύ­νο­ντας δια­φο­ρές, πλή­ρως ενταγ­μέ­νος ο ίδιος στην αφρο­κο­λομ­βια­νή κουλ­τού­ρα με τους έξο­χους ρυθ­μούς, την ενταγ­μέ­νη στη φύ­ση μου­σι­κή, τις μα­κρές τε­λε­τουρ­γί­ες των κη­δειών, τις γιορ­τές, τις μαγ­γα­νεί­ες και τα για­τρο­σό­φια. Ο ερω­τι­σμός εί­ναι κυ­ρί­αρ­χος- μέ­χρι και ανταλ­λα­γές συ­ζύ­γων και εν γέ­νει γυ­ναι­κών γί­νε­ται, πα­ρά το ότι οι κώ­δι­κες εί­ναι σα­φείς, οι ζή­λιες κι οι αντα­γω­νι­σμοί των αρ­σε­νι­κών δε­δο­μέ­νες, κι ο φθό­νος των γυ­ναι­κών για τις ελ­κυ­στι­κές ομό­φυ­λές τους πα­ρό­μοιος με αυ­τόν σε όλα τα πλά­τη και μή­κη της γης.
Κά­τι τέ­τοιο φαί­νε­ται να έχει συμ­βεί με την ελ­κυ­στι­κό­τα­τη και ερω­τιά­ρα οστρα­κο­συλ­λέ­τρια Ρου­πέρ­τα, σύ­ζυ­γο ενός πλού­σιου, μέ­θυ­σου γέ­ρου, του Λου­κου­μί. Η Ρου­πέρ­τα εί­ναι ατί­θα­ση και ελεύ­θε­ρη, απο­δρά συ­χνά νυ­χτιά­τι­κα προς γει­το­νι­κούς οι­κι­σμούς και ποι­κί­λες ερω­τι­κές πε­ρι­πέ­τειες, ενώ απο­κα­λύ­πτε­ται στα­δια­κά ότι προ­σπα­θεί να ορ­γα­νώ­σει σε συ­νε­ται­ρι­σμό τις γυ­ναί­κες που βιο­πο­ρί­ζο­νται συλ­λέ­γο­ντας όστρα­κα στη διάρ­κεια της άμπω­της. Αυ­τό την έχει φέ­ρει κο­ντά σε ομά­δες μαύ­ρων που προ­σπα­θούν από τη με­ριά τους να κα­το­χυ­ρώ­σουν ιδιο­κτη­σια­κά δι­καιώ­μα­τα σε αυ­τά τα κοι­νό­χρη­στα εδά­φη, τα οποία ως πρό­σφα­τα δεν διεκ­δι­κού­σε κα­νείς. Τώ­ρα, με την υπε­ρεκ­με­τάλ­λευ­ση της πο­λύ­τι­μης ξυ­λεί­ας, των αλιευ­μά­των και του ορυ­κτού πλού­του της πε­ριο­χής, η γη αρ­χί­ζει να γί­νε­ται εμπο­ρευ­μα­τι­κό προ­ϊ­όν, εις βά­ρος βε­βαί­ως των πα­ρα­δο­σια­κών αυ­τό­νο­μων το­πι­κών κοι­νο­τή­των. Οπό­τε η κοι­νω­νι­κή ει­ρή­νη βα­δί­ζει πά­νω σε τε­ντω­μέ­νο σκοι­νί.
Η δρά­ση του βι­βλί­ου ξε­κι­νά με τα νέα για την δο­λο­φο­νία της Ρου­πέρ­τα όταν, στη διάρ­κεια ενός νυ­χτε­ρι­νού κυ­νη­γιού στο δά­σος, ο Ελ­βε­τός κτη­μα­τί­ας Ορά­σιο Φλέ­μινγκ την δο­λο­φο­νεί περ­νώ­ντας την για θή­ρα­μα. Το τρα­γι­κό εί­ναι ότι ο Ορά­σιο υπήρ­ξε ερα­στής της και μά­λι­στα την λά­τρευε θε­ω­ρώ­ντας την μο­να­δι­κή. Ο ίδιος ορ­κί­ζε­ται στην αθω­ό­τη­τά του αλ­λά πολ­λοί πι­στεύ­ουν ότι το έκα­νε για λό­γους αντι­ζη­λί­ας και φο­βού­νται πως ένας βί­αιος μαύ­ρος αντα­γω­νι­στής, ο Μπα­λά­ντα θα κα­τα­φτά­σει με τους μπρά­βους του για να πά­ρει εκ­δί­κη­ση. Μέ­σα από τα μά­τια κι από τα αυ­τιά του νε­α­ρού συγ­γρα­φέα/ αφη­γη­τή θα πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με από τη στιγ­μή αυ­τή την δό­μη­ση των φη­μών, την εμπλο­κή όλο και πε­ρισ­σο­τέ­ρων προ­σώ­πων, κυ­ρί­ως όμως τις συ­νή­θειες τα ήθη, τις προ­κα­τα­λή­ψεις και την κουλ­τού­ρα αυ­τών των από­μα­κρων κοι­νο­τή­των. Επί­σης θα απο­κο­μί­σου­με ένα σω­ρό γνώ­σεις τρο­πι­κής οι­κο­λο­γί­ας, βιο­γε­ω­γρα­φί­ας και δα­σο­λο­γί­ας, δο­σμέ­νες με εύ­λη­πτο και εν­σω­μα­τω­μέ­νο στην αφή­γη­ση τρό­πο, κα­θώς αυ­τοί που πε­ρι­γρά­φουν εί­ναι απλοί άν­θρω­ποι. Η ομορ­φιά των πραγ­μά­των ανα­δει­κνύ­ε­ται έτσι ακό­μη και μέ­σα από την ασχή­μια των μορ­φών, την οποία το­νί­ζει ο Ρο­μέ­ρο προ­κει­μέ­νου να αφή­σει να ανα­δυ­θούν άκο­πα οι ποιό­τη­τές τους. Μα­θαί­νου­με ομοί­ως πολ­λά για τη μου­σι­κή και για τη ντό­πια μα­γει­ρι­κή, κα­θώς η όλη αφή­γη­ση εί­ναι αρ­θρω­μέ­νη πε­ρί το εν­νιά­με­ρο ως την τα­φή της νε­κρής. Χο­ροί, τρα­γού­δια, λει­τουρ­γί­ες κα­θο­λι­κές και πρω­τό­γο­νες, ξόρ­κια και μαγ­γα­νεί­ες συ­νο­δεύ­ο­νται από άφθο­νο αψέ­ντι, αγουαρ­διέ­ντε και μπί­τσε από ζα­χα­ρο­κά­λα­μο.
Ο Αρ­σέ­σιο ανα­δει­κνύ­ε­ται σε ηγε­τι­κή φι­γού­ρα της ει­ρή­νευ­σης των πνευ­μά­των. Ο Μπα­λά­ντα κι η πα­ρέα του θα απο­μο­νω­θούν με­τά από ουκ ολί­γα επει­σό­δια όπου η βία με­τά βί­ας συ­γκρα­τεί­ται. Ομοί­ως θα ξε­δο­ντια­στεί κά­ποιος Εσκο­μπάρ {όχι ο διά­ση­μος βα­ρώ­νος της κο­κα­ΐ­νης}, που παί­ζει τον βα­σι­κό ρό­λο του κα­κού προ­σπα­θώ­ντας να οι­κειο­ποι­η­θεί τα πα­ρα­δο­σια­κά δι­καιώ­μα­τα των αυ­το­χθό­νων στη δια­χεί­ρι­ση του δα­σι­κού και ορυ­κτού πλού­του. Ομοί­ως, θα εκ­διω­χθεί ο το­πι­κός μπάρ­μαν και διά­με­σος που απο­δει­κνύ­ε­ται πως κα­τα­κλέ­βει τους μαύ­ρους, και με του οποί­ου την γυ­ναί­κα ο θεί­ος Σε­γού­ντο θα ανα­πτύ­ξει μια έντο­νη ερω­τι­κή σχέ­ση. Ο αφη­γη­τής μας πά­ντως θα συσ­σω­ρεύ­σει και άλ­λου τύ­που γνώ­σεις, κα­θώς κα­τα­φτά­νει ως φι­λο­ξε­νού­με­νη των θεί­ων του η νε­α­ρή δα­σο­λό­γος Μαρ, που κά­νει έρευ­νες στην βα­κτη­ριο­λο­γία και τους βιο­λο­γι­κούς εχθρούς των δέ­ντρων. Η συ­μπά­θεια και τε­λι­κά ο έρω­τας με­τα­ξύ των δυο τους θα επι­τρέ­ψει άλ­λω­στε στον συγ­γρα­φέα μια ευ­χά­ρι­στη πε­ραι­τέ­ρω εντα­τι­κο­ποί­η­ση της πλο­κής, μέ­χρι την τε­λι­κή λύ­ση. Βλέ­πε­τε, μέ­χρι την λή­ξη των εν­νιά­με­ρων τε­λε­τών θα πρέ­πει να έχει απο­κα­λυ­φθεί πλή­ρως η αλή­θεια, αλ­λιώς το πνεύ­μα της νε­κρής θα στοι­χειώ­σει την κοι­νό­τη­τα. Χω­ρίς να θέ­λω να απο­κα­λύ­ψω το τέ­λος θα πω πως η ευ­φυία του συγ­γρα­φέα τον εμπο­δί­ζει από το να κο­ρυ­φώ­σει τε­χνηέ­ντως αυ­τό το τρο­πι­κό γου­έ­στερν με κά­ποια αι­μα­το­χυ­σία, όπως πο­λύ λο­γι­κά θα πε­ρί­με­νε ο ανα­γνώ­στης, και να επι­τρέ­ψει στα πράγ­μα­τα του κό­σμου τού­του να μι­λή­σουν από μό­να τους.
Μά­θη­μα οι­κο­γε­ω­γρα­φί­ας, θα λέ­γα­με εν κα­τα­κλεί­δι, που χω­ρίς τις εύ­κο­λες γη­τειές του πρώ­ην κυ­ρί­αρ­χου στην Κο­λομ­βία μα­γι­κού ρε­α­λι­σμού, τα κα­τα­φέρ­νει έτσι ώστε να ανα­δει­χθεί η ίδια η μα­γεία των πραγ­μά­των μέ­σα από έναν αν­θρω­πο­λο­γι­κού τύ­που φι­λο­σο­φι­κό ρε­α­λι­σμό. Με απλή, ενί­ο­τε απο­φθεγ­μα­τι­κή γλώσ­σα στε­ρού­με­νη πε­ριτ­τών λι­πών, με χιού­μορ και διο­ρα­τι­κό­τη­τα, ο Ρο­μέ­ρο κα­τα­φέρ­νει να ανα­δεί­ξει μέ­σω του θα­νά­του την ανα­γεν­νη­τι­κή δύ­να­μη της ζω­ής – όπως ακρι­βώς γί­νε­ται στο κυ­ρί­αρ­χο τρο­πι­κό δά­σος, όπου, όπως έγρα­φα σε κά­ποιο βι­βλίο μου «βρο­μά­ει γο­νι­μό­τη­τα». Μο­να­δι­κή ίσως έν­στα­σή μου εί­ναι η χρή­ση αρ­σε­νι­κού γέ­νους στις υπε­ρά­φθο­νες το­πω­νυ­μί­ες, χω­ριά, λι­μνο­θά­λασ­σες και ακρω­τή­ρια   που εί­ναι πά­ντα, εξ όσων γνω­ρί­ζω, θη­λυ­κού ή έστω ου­δε­τέ­ρου γέ­νους [Η Λα­μία, η Σά­μος, η Αβά­να, το Σα­ντιά­γκο και η Μπο­γκο­τά] όταν δεν υπάρ­χει ένα αρ­σε­νι­κού γέ­νους πρό­ταγ­μα [π.χ. Άγιος Αντρέ­ας ή Κά­βος Μα­λιάς]. Το ακρι­βώς αντί­θε­το ισχύ­ει με τους πο­τα­μούς, από τον Σπερ­χειό και τον Αχε­λώο ως τον Νεί­λο, τον Βραχ­μα­πού­τρα και εν προ­κει­μέ­νω τον Ρίο Μα­γδα­λέ­να ή τον Κα­χά­μπρε. Ένας μό­νο θη­λυ­κού γέ­νους πο­τα­μός υπάρ­χει στην Ελ­λά­δα [η Νέ­δα στη Δυτ. Πε­λο­πόν­νη­σο].
Η με­τά­φρα­ση της Αγα­θής Δη­μη­τρού­κα πά­ντως τα κα­τά­φε­ρε να εξο­μα­λύ­νει σε τρέ­χο­ντα ελ­λη­νι­κά ένα πο­λυ­ποί­κι­λο πραγ­μα­το­λο­γι­κό φορ­τίο και κυ­ρί­ως αυ­τό­χθο­νες όρους και σύν­θε­τους ιδιω­μα­τι­σμούς, προ­σθέ­το­ντας έναν απα­ραί­τη­το υπο­μνη­μα­τι­σμό. Από πολ­λές από­ψεις συ­νι­στά κα­τόρ­θω­μα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: