Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Με τον πασίγνωστο στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου (Μπολιβάρ) καλωσορίζουμε στις σελίδες αυτές ποιητές της Λατινικής Αμερικής, οι οποίοι χρησιμοποιούν στην ποίησή τους ελληνικά θέματα και τους παρουσιάζουμε μέσω ενός ή και περισσότερων χαρακτηριστικών ποιημάτων τους, ενός σύντομου βιογραφικού και ενός κειμένου που μας στέλνουν για τη σχέση τους με την Ελλάδα. § Γιατί σκεφτήκαμε αυτή την ιδέα; Γιατί οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, αποικίες της Ισπανίας, εμψυχώθηκαν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αγωνίστηκαν για την Ανεξαρτησία τους με πρωτεργάτη τον Ελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ. Επιπλέον, ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος. § Έτσι, με καρυοφύλλι την πένα του ο καθένας και με λάβαρο την ποίηση, συναντιόμαστε εδώ για να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από τη φλόγα που μας ένωσε. § Ξεκινήσαμε με έναν ποιητή κάθε μήνα, αλλά αμέσως συνεχίσαμε με δύο, και τώρα, λόγω της τεράστιας ανταπόκρισης που συναντήσαμε και η οποία θα οδηγήσει στην έκδοση μιας πολυσέλιδης ανθολογίας εν ευθέτω χρόνω, προχωράμε παρουσιάζοντας τρεις ποιητές κάθε φορά.
Επίσης, πληροφορούμε τους αναγνώστες που θα ήθελαν να διαβάσουν τα πρωτότυπα κείμενα στα ισπανικά, ότι θα τα βρουν στο ηλεκτρονικό περιοδικό http://arcagulharevistadecultura.blogspot.com/ όπου, με τον τίτλο Bolívar, eres bello como un griego, δημοσιεύονται έπειτα από δεκαπέντε μέρες.


Χιλή
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

ΑΛΕΧΑΝΤΡΑ ΜΠΑΣΟΥÁΛΤΟ

Η Alejandra Basualto (Ρανκάγουα, 1944) είναι Χιλιανή ποιήτρια και πεζογράφος. Έχει εκδώσει πάνω από δέκα ποιητικές συλλογές και πέντε πεζά, ενώ έργα της έχουν συμπεριληφθεί σε περισσότερες από εξήντα συλλογικές εκδόσεις και ανθολογίες, αποσπώντας βραβεία και διακρίσεις. Μεταφράσεις έργων της απαντώνται στα αγγλικά, βουλγαρικά, γαλλικά, δανικά, ιταλικά και ρουμανικά, καθώς και στην προκολομβιανή γλώσσα της Χιλής μαπουντουνγκούν. Από το 1988 διευθύνει το λογοτεχνικό εργαστήριο και τις εκδόσεις Λα Τραστιέντα, όπως και εργαστήρια ποίησης και πεζογραφίας στο Πανεπιστήμιο Χιλής.
Τα σχέδια που συνοδεύουν τα τρία ποιήματα είναι του Χιλιανού εικονογράφου Κριστόμπαλ Λαδρόν δε Γκεβάρα (Cristóbal Ladrón de Guevara), γιου της ποιήτριας, και φιλοτεχνήθηκαν για την παρούσα δημοσίευση.

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας


Ορέστης

Μητέρα, τόσα βαθιά τρυπώνει η σιωπή.
Τα χείλη σου φυλακισμένα απ’ την αρχή της γης.
Κρύος και στεγνός πρέπει να είν’ ο ύπνος που κοιμάσαι
για να μπορώ εγώ τα μάτια να σηκώνω.
Μητέρα, ξένο μ’ έχεις κάνει
και μέσα στο κεφάλι μου
ένας μεγάλος βράχος μεγαλώνει.

Είμαι ο γιος της σύγχυσης,
ένα ξένο πρόσωπο κάτω απ’ τον ήλιο του Άργους,
ένας ονειροπόλος νησιών:
θυμάσαι όταν εσύ κι εγώ και τα νησιά…;

Μα στην κλίνη σου υπάρχει αναβρασμός σκιών
και στα πέλματά σου
το αίμα δε στεγνώνει.
Μαύροι οιωνοί βάφουν τους τοίχους των ανακτόρων.

Γιε μου, τα δάκρυα της μητέρας σου
θα βάψουν τα σκοτάδια!

Είναι αργά, μητέρα
σήμερα με γέννησε η γη.

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Ηλέκτρα

Ο πατέρας μου φύτεψε το σκήπτρο του
στο βάθος του σπιτιού:
βλέπεις το πώς μεγαλώνουν οι σκιές
κάθε πρωί.
Δε φοβάμαι τους νεκρούς
που δεν έσπειρε το χέρι μου.

Εσύ, η απαρχή της μαύρης μοίρας,
ζεις τη φωτιά του ευτυχισμένου γάμου
και τα φιλιά σου έχουν ξεχάσει πια
εκείνον που θρυψαλιασμένος κείτεται μέσα στον θρύλο του.

Σιδερένια κλαδιά φυλάω στον λαιμό μου,
μυστικά σαν τις δυστυχίες του σπιτιού μου,
και τις νύχτες, του χορού τα σώματα
θ’ ανοίξουμε τις πόρτες στην αναμονή:

αργά τα βήματα της εκδίκησής μου.

Δύο ποιήματα από το βιβλίο El agua que me cerca [Το νερό που με κυκλώνει], 1983.

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Λαβύρινθος

Προς τα μέσα ταξιδεύω με το βέλος
πέντε το απόγευμα:
αθροίζοντας αποσπασματικά στοιχεία
επανεμφανίζομαι στη σκάλα
τρέμω.

Πατημένα είναι τα φύλλα
τα παράθυρα ανήσυχα
στον λαβύρινθό σου.
Νήμα της επιστροφής στο χέρι μου
κι ένα μου φιλί
που τους τοίχους δε φοβάται.

Δένει στον λαιμό το κουδουνάκι της αυτή που περιμένει έξω.

Στο σκοτάδι ο πύργος,
φωσφορίζουνε τα μάτια
κι η απόστασή σου φτάνει το φλιτζάνι του καφέ.

Ήρθε η λέξη απ’ τον χρυσό μινώταυρο
ως το χλωρό μου στόμα∙
η φωτιά πίσω απ’ την πλάτη μου
σκαρφαλώνοντας στον χρόνο
πια τον τόσο σύντομο του λόγου.

Κι όσο εγώ σε ψάχνω στη γραφή
χάνω τη λινή κλωστή.

Από την τρίτη ανθολογία του Ταγέρ Νουέβε, 1984.


Αργεντινή
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας


ΕΡΝΕΣΤΙΝΑ ΕΛΟΡΡΙÁΓΑ

Η Ernestina Elorriaga (Δαρρεγκέιρα 1954) είναι Αργεντινή ποιήτρια και συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο της La lengua de la noche [Η γλώσσα της νύχτας] εκδόθηκε από το Λαϊκό Πανεπιστήμιο Ελόι Αλφαρο, στο Μαναμπί του Εκουαδόρ. Παρόλο που το έργο της έχει αποσπάσει πολλά βραβεία και διακρίσεις, στο μεγαλύτερο μέρος του παραμένει ανέκδοτο ή έχει συμπεριληφθεί σε ανθολογίες.

Η Αντιγόνη επιστρέψασα

Αλίμονό μου
απ’ ό,τι με αρνείται
αλίμονό μου γιατ’ είμαι γυναίκα
σ’ αυτό που μ’ αναγκάζει.

Αλίμονό σου
στρατηγέ
τι νόμισες
το σώμα του αδερφού μου είναι σώμα μου
είναι το σώμα της μάνας μου και του πατέρα μου
είναι το σώμα μας

κατάλαβες Ισμήνη;

Αχ
πρέπει να διασχίσω τη διαταγή σου
δε θα ’χει άγρια σκυλιά και όρνεα
μια χούφτα χώμα το σώμα του θ’ αλείψει.

Εδώ ακριβώς
σ’ άλλους καιρούς
άλλοι έχουν αμαρτήσει ηθικά
διέρρηξαν διαταγές
ξερίζωσαν τα μάτια
περιφέρονται στον χρόνο παραστρατημένοι.

Κι εσύ στρατηγέ της Χούντας
μας κλέβεις το πένθος τού κλέβεις το πένθος
άμα το σώμα του δεν είναι
εκεί που είν’ η ποίηση
πάνω από το πτώμα μου η αξιοπρέπεια ενός νεκρού.

Εγώ
η Αντιγόνη

το λέω.

Από τη συλλογή Mi corazón es una perra huérfana [Η καρδιά μου είναι μια σκύλα ορφανή].


Αιώνιος Πήγασος

Απ’ τους ανήλεους τρόπους της ιστορίας
η γέννησή σου
απ’ το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας
βγήκες κυλώντας στο αίμα, σάρκινο λουλούδι στο νερό
αναδύθηκες κατάλευκος, σηκώνοντας τον λαιμό σου
αδάμαστος
ένα φτερωτό άλογο ικανό να φτάνει στην κατοικία των θεών.

Η φιλοδοξία του Ολύμπου φώλιαζε στα σωθικά του Βελλερεφόντη
σε ξεγέλασε κι ανέβηκε στη ράχη σου
το θράσος του ξύπνησε την οργή του Δία που μ’ ένα καμουτσίκι
σου κέντρισε τα καπούλια και καμπούριασες τη ράχη.

Ο καβαλάρης, η φιλοδοξία και τα κόκαλά του
περιφέρονται εξοστρακισμένα στις αβύσσους της γης.

Υπήρξες άλογο που ενθρονίστηκε στον Όλυμπο
μα δεν υπήρξες ευτυχής
η εξουσία είναι στημόνι μοναξιάς και φθόνου κι εξαπάτησης.
Εσύ παρέμενες στον πόνο απ’ τον αποκεφαλισμό της μάνας σου.

Αιώνιο Πήγασο σ’ έκανε ο Δίας.

Στον αστερισμό σου οι τυφλοί ξεστρατισμένοι
ψάχνουμε ο ένας για τον άλλο.
Υπερήφανος στο άρμα της αυγής
αναγγέλλεις το οριστικό ξέσκισμα του υφαντού της νύχτας.


Οι φοράδες του Διομήδη

Στο Άργος δεμένα
τέσσερα θηλυκά
τέσσερα λουλούδια κάτω
απ’ τον πανάθλιο ζυγό του Διομήδη
τα τέσσερα ανθρωποφάγα σώματά μας
με ανοιχτό το στόμα μας στη δυσωδία, στη φωτιά
όχι στην τρυφερότητα
ούτε στο ερωτικό παιχνίδι
ούτε στους χυμούς που προκαλούν τα χλιμιντρίσματα.

Ποια η κατάρα;

Πάνω στις αρωματισμένες μας κοιλιές
δεν είδαμε ποτέ τις βέργες του χρόνου να τρέμουν.

Μα η δικαιοσύνη παίρνει παράξενες μορφές
νεκρός ο Διομήδης
το αίμα του κορμιού του μας γύρισε στην αργή
βαλθήκαμε να βόσκουμε
χαλαρά αιδοία σε μάτια που βλεφαρίζουν
προτρέποντας για ζευγάρωμα.

Ήμασταν τέσσερα λουλούδια που καίγαμε από έρωτα ολόκληρο νησί.

Δύο ποιήματα από τη συλλογή: Preguntas de caballo y niña [Ερωτήσεις για άλογο και κοριτσάκι].


Η Ελλάδα και οι μέρες μου

Έγραψα το διήγημα για μια πέτρα και μου βγήκε αυτοβιογραφικό.Έγραψα για την ιστορία της ανθρωπότητας και μου βγήκε αυτοβιογραφικό. Έγραψα για έννοιες, καιροσκοπικές σε μεγάλο βαθμό, και μου βγήκε ένα διήγημα αυτοβιογραφικό. Ολόκληρο το σύμπαν είναι γραμμένο με αυτοβιογραφικούς χαρακτήρες. Κάθε υλική, μεταλλική, φυτική, μικρο- ή μακροσκοπική διαδικασία εκλαμβάνεται ως μία ζωή αποτελούμενη από άλλες ζωές που πλέκονται και διασπώνται ακατάπαυστα.  Δε σταματούν να γράφονται.
ΡΟΚΕ  ΦΕΡΡΑΝ

Γράφοντας για την Ελλάδα γυρίζω, αναπόφευκτα, στα δεκατρία μου.
Είμαι ένα κορίτσι μεγαλωμένο στην εξοχή ανάμεσα σε άλογα, σε δέντρα με τεράστιο κορμό κι έναν ουρανό που αγκάλιαζε τη γη ως εκείνη τη μυστηριώδη γραμμή του ορίζοντα που έμοιαζε με τέλος γης και ουρανού και που με το άλογό μου δεν μπορέσαμε ποτέ να φτάσουμε.
Έτσι, τα παιδικά μου μάτια ήταν θαυμασμός και μόνο θαυμασμός μπρος στο βλεφάρισμα της αυγής, μπρος στη λυπημένη φωτιά της δύσης της μέρας που έφευγε, τους κεραυνούς, τις βροντές κι όλα εκείνα που ξυπνούσαν μέσα μου ατέλειωτα ερωτήματα, στα οποία οι γονείς μου προσπαθούσαν να μου απαντήσουν κοντά στη φωτιά της στόφας που μας ζέσταινε από το άγριο κρύο της πάμπας. Ήταν θαυμασμός, επίσης, για τη γραφή και την ανάγνωση στο μικρό χωριάτικο σχολείο, για το πρώτο μου μολύβι, με το οποίο σχεδίαζα γραμμούλες ώσπου να μπορέσω να γράψω το όνομά μου δίπλα στις ιερές λέξεις μαμά και μπαμπάς.
Όταν πίστεψα πως εκεί τελείωνε ο θαυμασμός, στα δεκατρία μου, έγινε μια θεμελιώδης αλλαγή στην εξέλιξή μου, πάψαμε να μένουμε στην εξοχή. Παρά τη νοσταλγία εκείνων των χρόνων της ζωής μου, σε επαφή με τη φύση και τους κύκλους της στους οποίους ξαναγυρνάω πάντα, μετακομίσαμε στο κεφαλοχώρι, κι άρχισα τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Εκεί, το αναγνωστικό μου σύμπαν ξεδίπλωσε τα φτερά του.
Την πρώτη χρονιά με θάμπωσε ένα μάθημα και το βιβλίο για τη μελέτη του, Αρχαία και Μεσαιωνική Ιστορία, του Αστόλφι, ένα βιβλίο που το κράτησα για πολλά χρόνια μετά, ώσπου μια πλημμύρα σκέπασε το μπαούλο, στο οποίο το φύλαγα, και χάθηκε. Μ’ αυτό το βιβλίο μού ξανάρθε ο θαυμασμός, όχι πια για τη φύση, τις υπερχειλίσεις ή τις αρπαγές της, τώρα ήταν για ασπρόμαυρες εικονογραφήσεις που έμεναν χαραγμένες στα μάτια μου.
Ωραίες εικόνες μ’ έφερναν κοντά στο μυστήριο αυτής της πέτρας που λέγεται μάρμαρο, από την οποία επιδέξιοι γλύπτες με καλέμια, ζουμπάδες και σφυριά, έφτιαχναν, σαν να αναδύονταν απ’ την καρδιά της ίδιας της πέτρας, λεπτοδουλεμένες μορφές, απ’ τις οποίες επέστρεφαν στη μνήμη μου ο Δισκοβόλος, ο Μονομάχος, οι θεές Δήμητρα και Αθηνά. Το λευκό μάρμαρο φωτίζει τις μορφές ανθρώπων, θεών και ζώων στις μετόπες του Παρθενώνα των Αθηνών.
Στα διαλείμματα παίζαμε τ’ αγάλματα, μιμούμενοι οι περισσότεροι τον Δισκοβόλο στα παιχνίδια μας. Η αναπαράσταση της στάσης του ήταν κάτι το πάρα πολύ δύσκολο αλλά μας επέτρεπε να αναγνωρίσουμε τα μυστικά του σώματος, τους μυς του και την ομορφιά των στάσεών του.
Η Ελλάδα είχε έρθει στη ζωή μου για να μείνει, αλλά δεν το ξερα ακόμα.
Στην πρώτη μου νεότητα διάβασα την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, προσέγγισα το θέατρο και απόλαυσα τον Σοφοκλή, τον Οιδίποδα τύραννό του και την Αντιγόνη του.
Εν τω μεταξύ η χώρα μου, η Αργεντινή, άφηνε πίσω της τις δικτατορίες αλλά μόνο για να χαρεί μια σύντομη άνοιξη, η οποία συνέπεσε με το μεγάλο μπουμ της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, που το διάβασμά της με συντρόφευε εκείνα τα χρόνια κι έδιναν σημασία στον πόνο κι την αδικία των λαών μας (ανάμεσά τους η συγκινητική ομορφιά του Εκατό χρόνια μοναξιά).
Τελικά, η δημοκρατία αποσταθεροποιήθηκε και μ’ ένα νέο πραξικόπημα εγκαταστάθηκε η δικτατορία. Οι Ένοπλες Δυνάμεις είχαν εκπαιδευτεί στις Σχολές των ΗΠΑ και είχαν επιστρέψει γι’ αυτό που κανείς δεν μπορούσε να το φανταστεί.
Η μεγάλη νύχτα του τρόμου ξανασκέπασε με τον μανδύα της τη ζωή στη χώρα μου.
Κλεισμένοι στον εαυτό μας, μέσα στον φόβο, η κοινωνική ζωή περιορίστηκε στην οικογενειακή ζωή, γεννήθηκαν τα παιδιά και σε μια θαυμάσια συλλογή ελληνικής μυθολογίας, βρήκαμε τον τρόπο να συνοδεύσουμε το μεγάλωμά τους, ο Πήγασος, η Μέδουσα, ο Δούρειος Ίππος κατοίκησαν τα όνειρά τους και τα όνειρά μας.
Η Έλλάδα είχε αρχίσει να επιστρέφει.
Με τους χιλιάδες συλληφθέντες αγνοούμενους, τη συνωμοτική σιωπή της δικαιοσύνης, τη συνεργία κάποιων τομέων της αστικής κοινωνίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, μια ομάδα γενναίων γυναικών να διαδηλώνουν και να απαιτούν από το Κράτος απάντηση για εκείνες τις ζωές. Άρχισαν να γυρνάνε στην πλατεία Μάγιο κρατώντας πλακάτ με τα ονόματα των παιδιών του και για να ξεχωρίζουν φόρεσαν ένα λευκό μαντίλι στο κεφάλι να παριστάνει τη φασκιά που θύμιζε στον κόσμο πως ήταν μάνες. Τις αποκάλεσαν «Οι Τρελές της πλατείας Μάγιο».
Θυμήθηκα τότε την Αντιγόνη, καθώς για τους αρχαίους Έλληνες η έλλειψη σεβασμού προς τον νεκρό ήταν μία από τις μεγαλύτερες ιεροσυλίες. Στην Αντιγόνη, είχε απαγορευτεί να τιμήσει τον θάνατο του αδερφού της, έριξε μια χούφτα χώμα πάνω στο πτώμα του Πολυνείκη, με το οποίο, εθιμοτυπικά, μπορούσε να θεωρηθεί θαμμένος. Γι’ αυτό ο Κρέων, εφαρμόζοντας έναν νόμο που είχε συντάξει, καταδίκασε την Αντιγόνη σε θάνατο, κλείνοντάς την σε μια σπηλιά για να πεθάνει από ασιτία.
Ωστόσο, πριν μπει στη σπηλιά, η Αντιγόνη τού είπε: «Δε γεννήθηκα για να μοιράζομαι το μίσος αλλά την αγάπη». Οι Μάνες της πλατείας Μάγιο που διαδηλώνουν ακόμα για τη ζωή, ποτέ δεν κατέφυγαν σε βίαιους τρόπους για να εκδικηθούν τον χαμό των παιδιών τους, ήταν και είναι Αντιγόνες απαιτώντας να προταχθεί ο σεβασμός στη ζωή ως το ιερότερο των συναισθημάτων που μας κάνει ανθρώπους.
Θυμήθηκα, επίσης, τη ραψωδία ΚΔ΄ της Ιλιάδας όπου ο Πρίαμος ζητάει από τον Αχιλλέα το πτώμα του γιου του Έκτορα για να του προσφέρει τις νεκρικές τιμές, ο Αχιλλέας, ο οποίος εκείνη την ώρα τιμά τον φίλο του Πάτροκλο, δέχεται, γιατί, πέρα από τον πόλεμο, οι Έλληνες πίστευαν σε απαράβατους άγραφους νόμους, στους νόμους που αναφέρονταν στη μεταχείριση των ηττημένων και τον σεβασμό για απότιση τιμής στους νεκρούς.
Οι δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής απείχαν πολύ από το καθήκον για σεβασμό στους νεκρούς. Παραμένουν στη χώρα μας τριάντα χιλιάδες αγνοούμενοι, σ’ αυτή τη φρίκη προστέθηκε η εξαφάνιση ταυτότητας των παιδιών των αγνοούμενων, τα οποία απήχθησαν και δόθηκαν σε άλλους, γεγονός που φέρνει στο σήμερα το δράμα του Οιδίποδα ο οποίος, μη γνωρίζοντας την καταγωγή του, παντρεύεται την ίδια του τη μητέρα. Παιδιά —αγόρια και κορίτσια— θύματα, που ακόμα δεν ξέρουν ποιοι είναι, και δε γνωρίζουν πως κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους σαν δαμόκλεια σπάθη ο κίνδυνος να επαναληφθεί η τραγωδία, η ίδια που γράφτηκε τον πέμπτο αιώνα (π. Χ.) και που όπως βλέπουμε δεν έχει χάσει την ισχύ της διαμέσου των αιώνων.
Υπάρχουν ακόμα τριακόσια παιδιά, άντρες και γυναίκες σήμερα, που δεν έχουν ανακτήσει την ταυτότητά τους.
Το να επιστρέφουμε στη μελέτη των Ελλήνων είναι επιστροφή στην ουσία του δυτικού πολιτισμού μας.
Οι ελληνικές τραγωδίες μάς θέτουν διλήμματα που ισχύουν ακόμα και συζητιούνται: η ελευθερία, τα ατομικά δικαιώματα απέναντι στους νόμους του Κράτους, ο ρόλος της γυναίκας στην κοινωνία, και άλλα.
Γράφτηκαν τέσσερις με πέντε αιώνες προ Χριστού.
Πόση σοφία, πόσα έχουμε ακόμα να μάθουμε!

Περού
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας


ΡΟΣΕΛΑ ΝΤΙ ΠΑΟΛΟ

Η Rossella di Paolo (Λίμα 1960) είναι Περουβιανή ποιήτρια της γενιάς του ’80. Έχουν εκδοθεί και ανατυπωθεί πέντε ποιητικές συλλογές της, αποσπώντας κρατικά βραβεία και διακρίσεις. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στο Περού και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Έχει υπάρξει πανεπιστημιακός και διευθύνει εργαστήρια ποίησης. Επίσης, αρθρογραφεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και συμμετέχει σε πολυθεματικές εκδόσεις και εκθέσεις ποίησης, ζωγραφικής και φωτογραφίας.


Civitates
/ Τροία

                        περνάν τα τείχη προς τα πάνω
                        τα τείχη προς τα κάτω
                        περνάν μπρος στ’ ακίνητα μάτια τους

Πόσο ανάλαφροι οι κουρνιαχτοί ακολουθούν τα ανάλαφρα πέλματα
τους ποιμένες αντρών τούς δαμαστές αλόγων
πολλή σκόνη σηκώνουν πολλή ιστορία
οι κατασκευαστές πόλεων οι καταστροφείς πόλεων
πυρίτιδα μολύβι αμμοκονίαμα ξαναπλύσιμο
λάδια καπνιές απόγονοι (αυτά τα ωστικά κύματα)
και στο πέρασμά τους σκόνη σκονίτσα καπνός το φτωχό τραπέζι
και τα χαρτιά τους και συνδετήρες (φτωχοί) ή πένες που πετάνε
                                για:
τα δύο εκείνα δυνατά πόδια τοποθετημένα σωστά
                                επικά
τα τέσσερα εκείνα ζωηρά πόδια στον κόσμο
                                ιππικά
οι καλοί Μπάρτλεμπι για τίποτα
δεν κάνουν τίποτα
με ανακούφιση της ιστορίας
με περισσότερη ανακούφιση από συνδετήρες και χαρτιά
δάσκαλοι στη δύσκολη χάρη
να κοιτάζονται σταθερά σταθεροί
πάνω σ’ ένα σταθερό τραπέζι
μ’ ένα πόδι
ένα
μόνο.


Οι καλές ψυχές. Οι άλλες

Από τι υλικό είναι πλασμένοι οι συνετοί,
οι ήρεμοι, αυτοί που πείθουν
χωρίς να πείθουν, καλέ μου Οράτιε;
χαρτί περιτυλίγματος Ισμήνη και Χρυσόθεμη,
οι ποτέ κουτές και τόσο πολύ κομπάρσες;
φύλλο καρμπόν ο άγιος Ιωσήφ στερημένος φωτός,
θλιβερό στυπόχαρτο Στάρμπακ κάθετα στο Πίκουοντ,
κι ο απολυμένος διευθυντής, χωρίς να πούμε όνομα, χαρτί κραφτ;
Όλοι από την ίδια πλευρά, όλοι μπαίνουν
μάλλον καλά παρά άσχημα ούτε καλά ούτ’ άσχημα
στον φάκελο από χαρτί Μανίλα που το ξεχνάμε.
Οι άλλοι, χαρτιά λεπτά και φάκελοι
όλοι τους σφραγισμένοι και δε χωρούν
στο δέρμα τους και στο μυαλό τους, τι γίνεται;
Άμλετ, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Μαρία
Αχάμπ ή Μπάρτλεμπι
Ηχούν
ηχούν
τα κουδουνάκια του ταχυδρομείου
είτε ανοίξουμε είτε όχι
η άβυσσος
ψηλή φωτιά από μέσα, θόρυβος,
τρόμος, σιωπή
κουβαριασμένη.

Δύο ποιήματα απ’ το βιβλίο La silla en el mar [Η καρέκλα στη θάλασσα], (2016).


Πέρασμα της Αριάδνης

απ’ τα δάχτυλά μου στις γροθιές σου ένα νήμα ατέλειωτο;
ένα φως που ξετυλίγεται απ’ την καρδιά μου ως το θηρίο;

τον νίκησες.
αποκρυπτογραφημένη η πέτρα τα άγρια κέρατα στο δάπεδο
κι εμφανίζεσαι πλέον σαν άντρας καλόβολος
με τα χέρια ψηλά.

γονατίζω μέσα στον κύκλο
σ’ αυτόν τον χαμό απ’ την άμμο που σηκώθηκε
γιατί έρχεσαι προς το μέρος μου
σ’ αυτόν τον χαμό απ’ την άμμο που σηκώθηκε
έρχεσαι προς το μέρος μου
και περνάς.

ένας λαβύρινθος είμαι
δίχως πόδια και κεφάλι
ένα αόρατο κουβάρι ορατό
στον πόνο στις ζωντανές αιχμές του.

οι μέρες εξεγείρονται και παεκκλίνουν
οι μέρες που πολιορκούν την καρδιά μου

        ΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ
ΚΑΙ                          ΠΑΡΕΚ

        ΚΛΙΝΟΥΝ

κάτι εξυφαίνεται εκεί μέσα κάποιο είδος
αναπνοής ένα τεράστιος τρόπος για λύγισμα του λαιμού
ένα πόδι που σέρνεται
σκοτεινά.

δε θα μπορούσες να μπεις στην καρδιά μου εσύ
δε θα ’θελες.

Από την ανθολογία La poesía del siglo XX en Perú [Η ποίηση του εικοστού αιώνα στο Περού], (2008).


Δάφνη και Απόλλων

        1.
καμωμένα κλαδιά
τα χέρια της
στον ήλιο αντιτίθεται
με τη σκιά της

        2.
στεφάνι ένδοξης δάφνης
το τρέξιμο αποφεύγει

        3.
βυθίζεις το κεφάλι σου
στη θάλασσα
θεός βαρύθυμος
ηττημένος

Ανέκδοτο ποίημα.

Ελληνικές καρτ-ποστάλ

Λίμα, Περού, Μάιος 2021

Μία από τις ωραιότερες εικόνες που θυμάμαι είναι όταν η πριγκίπισσα Ναυσικά και οι σκλάβες που τη συνοδεύουν συναντούν έναν Οδυσσέα γυμνό, «φριχτό, ασχημισμένο απ’ την αρμύρα της θάλασσας». Όλες φεύγουν «αλλά έμεινε μόνη κι ασάλευτη η κόρη του Αλκίνοου». Ο Οδυσσέας εκλιπαρεί την καλοσύνη της, εγκωμιάζοντας την ομορφιά και τη νεότητά της, και σε μια στιγμή τής λέει: «Μόνο μια φορά είδα κάτι που θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί σου, έναν νεαρό βλαστό φοινικιάς που μεγάλωσε στη Δήλο, δίπλα στον βωμό του Απόλλωνα […] έτσι που στη θέα του βλαστού απόμεινα θαμπωμένος για πολλή ώρα, αφού ποτέ δεν είχε φυτρώσει από τη γη βλαστάρι σαν εκείνο∙ με τον ίδιο θαυμασμό σε κοιτάζω, ω γυναίκα, και με κρατάς μαγεμένο και με πιάνει φόβος ν’ αγγίξω τα γόνατά σου». Έπειτα, αφού ο ήρωας της διηγηθεί εν συντομία τις συμφορές του στη θάλασσα, η νέα τού λέει: «Ξένε! Καθώς δε μου φαίνεσαι ούτε χυδαίος ούτε άφρων […] δε θα στερηθείς ρούχα ούτε τίποτα απ’ όσα με αξιοπρέπεια οφείλει να πετυχαίνει ένας φτωχός ικέτης. Θα σου δείξω τον οικισμό και το όνομα των κατοίκων του…»

Η συνάντηση αυτή του θεϊκού Οδυσσέα με τη νεαρή Ναυσικά περιγράφεται στη ραψωδία ζ΄ της Οδύσσειας του Ομήρου, μα, τα λόγια της δεν αποπνέουν κάτι απ’ τη χάρη και την ευγένεια του έργου «Ο Ευαγγελισμός» του Ντα Βίντσι;

———— ≈ ————

Εκατοντάδες φορές, μ’ έναν γαλάζιο μαρκαδόρο έχουμε ζωγραφίσει τη λίμνη Τιτικάκα: η περίμετρός της δαντελωτή σαν ένα μεγάλο σύννεφο σταματημένο για πάντα στον νότο των χαρτών μας του Περού.
Μου έχει συμβεί πολλές φορές να γνωρίζω την πραγματικότητα πρώτα από τα βιβλία ή τους χάρτες, έτσι που, όταν αυτή ανεμίζει από σχεδόν τέσσερις χιλιάδες μέτρα ύψος, τόσο επιβλητική και γαλάζια και αληθινή, όπως η λίμνη αυτές τις μέρες, δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο από το να σταθώ, να πάρω βαθιά ανάσα και, με πολλή προσοχή, να ψάξω να βρω ένα σημείο της απ’ όπου θ’ αρχίσω να τη βάζω στον νου μου.
[…] Γι’ αυτό, αφού έφτασα με μια κωπήλατη βάρκα στο γαλήνιο νησί Σουάσι, στο βορειοανατολικό τμήμα της λίμνης, κι αφού πέρασα εκεί τη νύχτα, κατεβαίνω σήμερα νωρίς στη βραχώδη ακτή και περπατάω και κάθομαι και κοιτάζω αργά αργά. Φυλάω για μένα τη σπάνια ευχαρίστηση αυτών των ωρών μοναξιάς, εν μέσω μιας ησυχίας και μιας ομορφιάς που είχα ξεχάσει.
Σιγά σιγά έρχονται στη μνήμη μου οι στίχοι του Σεφέρη που προσπαθούν να οικειοποιηθούν αυτή την αυγή στο νησί:

Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιώ ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.

( ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, ΙΗ΄ )

Οι λέξεις, τα βιβλία, πάντα τα βιβλία, οι λέξεις, και, ωστόσο, καθώς γυρνώ απ’ την ακτή, ο θόρυβος απ’ τις πετρούλες που έχω στις τσέπες μου μου ακούγεται ομορφότερος απ’ αυτές τις όμορφες λέξεις.


Απόσπασμα από κείμενο στο πολιτιστικό ένθετο της κυριακάτικης Ελ Κομέρσιο, Λίμα, 5/9/1999, σ. 15.


———— ≈ ————

Κάτω απ’ το κρύσταλλο του γραφείου μου είχα περάσει τη σελίδα μιας εφημερίδας με το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Η Μαρίνα των βράχων», το οποίο συνόδευε ένα άρθρο αναφορικά με το Νόμπελ Λογοτεχνίας που μόλις είχε πάρει ο Έλληνας ποιητής εκείνο το 1979. Λίγο αργότερα σε μια αγορά βιβλίων στο πανεπιστήμιο βρίσκω μια ανθολογία έργων του με τίτλο Antología fundamental [Βασική Ανθολογία] σε δίγλωσση έκδοση. Την αγοράζω με ενθουσιασμό και τη διαβάζω και υπογραμμίζω διάφορους στίχους. Ένας από τους στίχους αυτούς μπήκε ως προμετωπίδα στην πρώτη μου ποιητική συλλογή Prueba de galera [Δοκιμή γαλέρας]: «Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα».
Αντιγράφω τούτο το πρωί ένα ποίημα από τους Προσανατολισμούς, που όχι μόνο μού θυμίζει τα ταξίδια του Οδυσσέα, αλλά και τα ταξίδια που κάνουμε ή ονειρευόμαστε πάντα…

Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι

Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι

Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.

( ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ, Ι )


———— ≈ ————

ΧΡΥΣΟΘΕΜΗ
[…]   κι αν είχα
τη δύναμη, θα τόδειχνα ποια τρέφω
αισθήματα γι’ αυτούς μες στην καρδιά μου∙
μα τώρα, μες στη δυστυχία, το παίρνω
απόφαση να πλέω με τα πανιά
κατεβασμένα και να μην πιστεύω
πως βλάφτω, ενώ – τίποτα δεν τους κάνω.
Έτσι κι εσύ θέλω να κάνης
∙ [...]

ΗΛΕΚΤΡΑ
[…] μα εσύ, που λες πως τους μισείς, μονάχα
στα λόγια τούς μισείς, ενώ ζεις ένα
με του πατέρα σου τους δολοφόνους.
Όσο για μένα, εγώ ποτέ, κι αν ήταν
να μούφερνε όλα σου τα δώρα,
που μ’ αυτά τώρα τόσο καμαρώνεις,
δε θάσκυβα κεφάλι εμπρός των. Άμε
νάχης στρωμένα εσύ πλούσια τραπέζια,
να πλέης μέσα στ’ αγαθά∙ για μένα
μόνη τροφή μου ας είναι, να μην πνίγω
τα αισθήματά μου
[...]

(Σοφοκλέους, Ηλέκτρα, σε απόδοση Ι.Ν. Γρυπάρη)

Πρόκειται για αποσπάσματα διαλόγου ανάμεσα σε δύο αδελφές όπως τον θεατροποίησε ο Σοφοκλής στην Ηλέκτρα. Μπορούμε να παρατηρήσουμε δύο αντικρουόμενους χαρακτήρες: τον βολεμένο της Χρυσόθεμης και τον οργισμένο (μες στην Ύβρι) μιας Ηλέκτρας εκδικητικής απέναντι σ’ εκείνους που σκότωσαν τον Αγαμέμνονα. Από την ίδια πάστα υπάρχουν πολλά πρόσωπα: σκέφτομαι τον Οιδίποδα, την Αντιγόνη, τον Άμλετ, τον δον Κιχώτη, τον καπετάν Άχαμπ… που παρακούν την «κοινή λογική» και ορμούν στην άβυσσο…
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 διηύθυνα ένα λογοτεχνικό εργαστήριο με θέμα την Ηλέκτρα μέσα απ’ τους πολύ διαφορετικούς τρόπους που την είδαν οι Έλληνες τραγικοί: δηλαδή, μέσ’ απ’ τη μεγαλειώδη τριλογία Ορέστεια του Αισχύλου∙ την αποφασισμένη Ηλέκτρα του Σοφοκλή, και την πολύ ανθρώπινη Ηλέκτρα του Ευριπίδη.
Ωστόσο, περιδιαβήκαμε και σύγχρονες εκδοχές, όπως Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα (1931) του Ευγένιου Ο’Νηλ, που βασίζεται στην τριλογία του Αισχύλου, μα τοποθετημένη στο 1865 στη Νέα Αγγλία. Και, φυσικά, μελετήσαμε τις Μύγες (1934), του Ζαν-Πολ Σαρτρ.

———— ≈ ————

Ποιος δεν έχει διαβάσει το ποίημα «Ιθάκη» του Καβάφη; Ένα λαμπρό και σοφό ποίημα. Αλλά σήμερα επιθυμώ να θυμηθώ τη «Θάλασσα του πρωιού», με το αναγκαίο φορτίο μνήμης και φαντασίας που υπάρχει στα καλά λογοτεχνικά έργα:

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη∙ όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδα αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)∙
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: