Για τον Σαντέκ Χενταγιάτ

Για τον Σαντέκ Χενταγιάτ

Αγαπητέ Χάρτη

Συγχαρητήρια για το πολύ ενδιαφέρον κείμενο της κ. Σοφίας Διονυσοπούλου στο τεύχος 24, του Δεκεμβρίου 2020, για την Τυφλή κουκουβάγια του Σαντέκ Χενταγιάτ, του άγνωστου ακόμα εν πολλοίς στην Ελλάδα Ιρανού συγγραφέα. Είναι εξαιρετικό ότι τον ξαναφέρνει στην επιφάνεια δέκα και πάνω χρόνια από την έκδοση του βιβλίου αυτού στα ελληνικά, και είκοσι χρόνια μετά την άλλη ελληνική μετάφραση βιβλίου του, του Χατζή Αγά.

Παρά την επιφύλαξή μου ως προς την ιδιαίτερη προβολή της «οπιούχου» πλευράς του βιβλίου, που φοβάμαι ότι κατηγοριοποιεί τον συγγραφέα του, η παρέμβασή μου αυτή έχει σα σκοπό κυρίως να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τη σύντομη, αλλά ιδιαίτερα γεμάτη ζωή αυτού του εξαιρετικά σημαντικού, για την ιρανική σίγουρα, αλλά όχι μόνο, λογοτεχνία, συγγραφέα.

Ο Σαντέκ Χενταγιάτ (Sadegh ή Sadeq Hedayat) (Τεχεράνη 1903 – Παρίσι 1951) ήταν γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας του Ιράν. Έλαβε δυτική εκπαίδευση και μιλούσε άπταιστα γαλλικά. Από νωρίς ενδιαφέρθηκε και μελέτησε το έργο του μεγάλου Πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ. Ήταν από τους πρώτους που μελέτησε και επανεκτίμησε τον ιρανικό λαϊκό πολιτισμό, ταξιδεύοντας σε όλη τη χώρα. Μελέτησε επίσης τη θρησκεία των ζωροαστριστών καθώς και τον Βουδισμό, και επηρεασμένος από αυτόν έγινε χορτοφάγος για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Σε πολύ νεαρή ηλικία είχε ήδη δημοσιεύσει μία μελέτη για το έργο του Ομάρ Καγιάμ και ένα βιβλίο για την προστασία των ζώων και κατά της σφαγής τους για οποιονδήποτε λόγο.

Η ζωή μέσα στο οικογενειακό σπίτι, αλλά και η αυταρχική ιρανική κοινωνία, τον έπνιγαν, διψούσε να γνωρίσει την Ευρώπη. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το 1925-26, όταν πήγε στη Γάνδη του Βελγίου, με υποτροφία της ιρανικής κυβέρνησης για να σπουδάσει μηχανικός. Και η βελγική επαρχιακή πόλη όμως τον έπνιγε κι έτσι κατάφερε να πάει στο Παρίσι για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Στη Γαλλία όμως ταξίδεψε όμως πολύ, επισκέφτηκε μουσεία, ήρθε σε επαφή με καλλιτεχνικούς κύκλους στο Παρίσι, έκανε μια, ανεπιτυχή, απόπειρα αυτοκτονίας και κυρίως έγραψε εκεί μεγάλο μέρος του έργου του, στο οποίο παντρεύει την λαϊκή παράδοση του Ιράν με την δυτική κουλτούρα και λογοτεχνία.

Επέστρεψε στην Τεχεράνη το 1930, βαθιά επηρεασμένος από την παραμονή του στη Γαλλία και τον τρόπο που είδε να λειτουργεί μια δημοκρατική κοινωνία, αλλά και από τη γνωριμία του με το έργο των Ρίλκε, Κάφκα, Πόε, Μωπασάν. Η επιστροφή του στην αρχαϊκή ιρανική πραγματικότητα τον απογοήτευσε κι έτσι, μαζί με άλλους νέους που συμεριζόντουσαν τις ίδιες αντιμοναρχικές, αντι-ισλαμικές, προοδευτικές απόψεις, σχημάτισαν την «Ομάδα των τεσσάρων» που κριτίκαρε και γελοιοποιούσε τις συντηρητικές ιδέες της ιρανικής κοινωνίας. Ο Χενταγιάτ, περιστασιακά εργαζόμενος, έγραφε, συναντιόταν με τα μέλη της ομάδας και αλληλογραφούσε με Ευρωπαίους φίλους του. Ο κύριος προβληματισμός της Ομάδας ήταν γύρω από την ιρανική εθνική ταυτότητα και, καθώς θεωρούσαν ότι το Ισλάμ αποτελούσε εμπόδιο στην εξέλιξη της χώρας, προσπαθούσαν με τα κείμενά τους να κάνουν μια επανεκτίμηση του προ-ισλαμικού Ιράν και της θρησκείας του Ζαρατούστρα. Η ενόχληση βέβαια που οι αντι-θρησκευτικές και οι αντιμοναρχικές απόψεις προκαλούσαν στις Αρχές ήταν έντονη, και δημιουργούσε προβλήματα στα μέλη της. Έτσι, η ομάδα διαλύθηκε το 1936. Ο Σαντέκ τα χρόνια εκείνα εξέδωσε δύο συλλογές διηγημάτων και μια νουβέλα, όχι όμως την Τυφλή κουκουβάγια, φοβούμενος τις αντιδράσεις.

Ο Χενταγιάτ, για να αποφύγει τη σύλληψη, αλλά και με την ελπίδα να μπορέσει να δημιουργήσει, χωρίς το φόβο της λογοκρισίας, αποφάσισε τότε να πάει στην Ινδία όπου υπάρχει η κοινότητα των Πάρσι, ζωροαστριστών που έφυγαν από την Περσία μετά την κατάκτησή της από τους Άραβες. Μελέτησε τα παχλαβί (τη γλώσσα της αρχαίας Περσίας) και δημοσίευσε για πρώτη φορά την Τυφλή κουκουβάγια σε 50 πολυγραφημένα αντίτυπα που μοίρασε σε φίλους του, και με την σημείωση «Απαγορεύεται η πώληση στο Ιράν».

Το 1940 είχε επιστρέψει πίσω στην Τεχεράνη. Η κατάσταση εκεί ήταν χειρότερη από όταν έφυγε, φίλοι του ήταν στη φυλακή, κι έτσι προτίμησε να ασχοληθεί με μεταφράσεις από τα παχλαβί στα περσικά. Το 1941, όμως, όταν το Ιράν βρισκόταν πλέον υπό την κατοχή των Άγγλων και των Σοβιετικών, ο γερμανόφιλος Σάχης είχε παραιτηθεί υπέρ του γιού του και μόνη λογοκρισία ήταν η αντιγερμανική, φύσηξε ένας αέρας ελευθερίας στη χώρα. Πολλοί διανούμενοι συντάχθηκαν με το κόμμα Τουντέχ, το ιρανικό αντίστοιχο Κ.Κ., μεταξύ των οποίων και ο Σαντέκ χωρίς όμως ποτέ να γίνει μέλος. Παράλληλα μετέφραζε και δημοσίευε σε αριστερά περιοδικά, κείμενα των Κάφκα, Σνίτζλερ, Σαρτρ κ.ά. ευρωπαίων συγγραφέων. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε στην Τεχεράνη η Τυφλή κουκουβάγια που αμέσως δημιούργησε σκάνδαλο, καθώς η χώρα, παρά την φιλελευθεροποίηση, δεν ήταν προφανώς έτοιμη να δεχτεί ένα τέτοιο κείμενο.

Η ατμόσφαιρα της ελευθερίας που επικρατούσε εκείνη την εποχή ώθησε τον Χενταγιάτ να ασχοληθεί με θέματα κοινωνικά, με τον κόσμο που είχε γνωρίσει νεώτερος, τους αποκληρους, τους αναλφάβητους και τους φτωχούς. Βαθμιαία, συνειδητοποιούσε όμως ότι τίποτα δεν άλλαζε προς το καλύτερο και η κριτική του έγινε ακόμα πιο σκληρή και καυστική προς όλους, τους ιερωμένους φυσικά (τα «κεφάλια λάχανα» όπως τους αποκαλούσε), τη Μοναρχία, τους ιμπεριαλιστές, το Τουντέχ, τον ίδιο τον λαό στο τέλος. Η έντονη κοινωνική κριτική που ασκούσε και το γεγονός ότι δεν χαριζόταν σε κανέναν, προκαλούσαν αντιδράσεις. Ο ίδιος του έγινε στόχος επικρίσεων, από τα δεξιά και από τα αριστερά, ακόμα και από παλιούς φίλους του. Τον κατηγορούσαν ότι ήταν κακός συγγραφέας, ότι ήταν ανήθικος, πεισιθάνατος, διαφθορέας της νεολαίας και πολλά άλλα. Η απογοήτευση έφερε τότε και τον εθισμό του στα ναρκωτικά και το αλκοόλ.

Και η πολιτική κατάσταση στο Ιράν είχε χειροτερέψει, καθώς ο νέος Σάχης αποδείχτηκε αυταρχικός όπως ο πατέρας του. Ο Χενταγιάτ σιγά-σιγά αποσύρθηκε, ασχολούμενος αποκλειστικά με μεταφράσεις. Από το 1945 που εκδόθηκε ο Χατζή Αγας δεν είχε δώσει κάποιο καινούριο πρωτότυπο έργο. Προφανώς καταλάβαινε ότι η έμπνευσή του στέρευε, ότι δεν είχε ίσως να δώσει τίποτα περισσότερο. Η προηγούμενη δραστηριότητά του όμως είχαν ενοχλήσει πολλούς και είναι σίγουρο ότι, τότε, ήταν το οικογενειακό όνομα που τον έσωσε από τη σύλληψη. Έπρεπε όμως να φύγει κι έτσι, τέλος Νοεμβρίου του 1950 βρέθηκε στο Παρίσι, μόνος, χωρίς να δεχτεί καμία οικονομική βοήθεια από κανένα.

Οι πρώτες μέρες στο Παρίσι ήταν ευχάριστες, ξαναβρήκε παλιούς γνωστούς, επισκέφτηκε τα μέρη που είχε ζήσει. Ο Roger Lescot που είχε μεταφράσει την Τυφλή κουκουβάγια, προσπάθησε να βρει εκδότη για το βιβλίο, κανένας όμως δεν δέχτηκε. Όμως το Παρίσι δεν ήταν ίδιο με αυτό που είχε γνωρίσει τη δεκαετία του ’20 κι έτσι μετά τις πρώτες ωραίες μέρες απομονώθηκε. Η απογοήτευση, η οικονομική μιζέρια, ο εθισμός του στα ναρκωτικά, η αδυναμία του να δημιουργήσει, το αδιέξοδο στό οποίο είχε φτάσει, τον οδήγησαν στις 9 Απριλίου 1951 να σφραγίσει τις χαραμάδες στις πόρτες και τα παράθυρα του διαμερίσματός του και να ανοίξει το γκάζι.

Η αναγνώρισή ήρθε μετά τον θάνατό του και ξεκίνησε από την πόλη όπου πέθανε. Το 1953, ο Roger Lescot έπεισε τον εκδότη José Corti να εκδώσει την Τυφλή κουκουβάγια, ο Αντρέ Μπρετόν έγραψε ένα ενθουσιώδες κείμενο στο υπερρεαλιστικό περιοδικό Medium, οι παρισινοί λογοτεχνικοί κύκλοι ανακάλυψαν τον άγνωστο συγγραφέα «που όλοι έπρεπε να διαβάσουν». Το 1957 μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα αγγλικά και στη συνέχεια σε πολλές άλλες γλώσσες, γνωρίζοντας διαδοχικές επανεκδόσεις.

Τα κείμενά του ήταν για πολλά χρόνια απαγορευμένα στο Ιράν μετά την ισλαμική επανάσταση, τα τελευταία όμως χρόνια φαίνεται ότι έχει επιτραπεί η έκδοση κάποιων (λογοκριμένων) βιβλίων του. Τα Άπαντά του, στα περσικά, έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό σε οκτώ τόμους.

Ο Σαντέκ Χενταγιάτ άσκησε τεράστια και πολυσύνθετη επίδραση στην ιρανική λογοτεχνία και αναγνωρίζεται σήμερα ως αυτός που έφερε την ιρανική πεζογραφία στον 20ό αιώνα, η δε Τυφλή κουκουβάγια ως ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα έργα της. Αλλά και διεθνώς ο Χενταγιάτ αναγνωρίζεται ως ένας σημαντικός συγγραφέας και η Τυφλή κουκουβάγια, το πιο γνωστό βιβλίο του, ως ένα κλασικό έργο, ένα από τα διαμάντια της παγκόσμιας λογοτεχνίας που συνεχίζει να λάμπει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: