Στον Αντρέ Μαλρώ
Τα γλυκύτερα φαντάσματα είναι τα φαντάσματα των δέντρων
[Μονόστιχο του Emmanuel Locha – Σ.τ.Μ.]
Είχα τη μεγάλη τιμή να γνωρίσω τον Πίτερ χάρη σε ένα κρύωμα. Είχε βουλιάξει στο κρεβάτι του, σκεπασμένος μέχρι τη μύτη και μ’ ένα ξανθό τσουλούφι στο μάτι. Θυμάμαι πως αμέσως αναγνώρισα το χαριτωμένο πιτσιρίκο που συναντούσα κάποιες φορές στη Νόρεπλαντς. Οι γονείς του κάλεσαν τον πιο κοντινό γιατρό, αυτόν που έμενε στο ίδιο κτήριο, χωρίς καν να ασχοληθούν με την ειδικότητά μου. Ίσως και να σκέφτηκαν ότι τα λαιμά είναι μέρος της ειδικότητας του «γαστρεντερολόγου», της λέξης που, χρόνια τώρα, είναι χαραγμένη πάνω σε μια πλάκα στην πόρτα μου που γράφει το όνομα και την ιδιότητά μου.
Έτσι τουλάχιστον φαντάστηκα αρχικά, γιατί η ασθένεια του Πίτερ δεν ήταν απ’ αυτές που απαιτούν επείγουσα θεραπεία. Έκτοτε κατάλαβα πόσο θεμιτή ήταν η ανησυχία τους. Πώς να ξέρουν από τι πάσχει αυτός ο απίστευτος διαβολάκος, τι μπορεί να σκέφτεται ο Πίτερ στις ατέλειωτες ονειροπολήσεις του και τι είναι ικανός να κάνει; Οι γονείς του, όπως συχνά συμβαίνει, δεν είναι λιγότερο διορατικοί από άλλους. Και η απόδειξη είναι ότι, εκείνο το βράδυ, η διάγνωσή μου εξελίχτηκε σε μία από τις πιο κοπιώδεις που μου έτυχαν ποτέ.
Ο Πίτερ έμοιαζε να απαντά στις ερωτήσεις μου μόνο με ψέματα. Αισθάνομαι κάποιες τύψεις που χρησιμοποιώ αυτή την λέξη. Πράγματι, τα ψέματα του Πίτερ είναι τόσο ιδιαίτερα ώστε θα έπρεπε να βρεθεί κάποιο άλλο ουσιαστικό για να αποδίδει τους, πάντα απρόσμενους, παράξενους ισχυρισμούς που ξεφουρνίζει με πυρετώδη ευγλωττία, υπογραμμίζοντάς τους με ένα ελαφρό τικ, το ίδιο πάντα, που κάνει να ανασηκώνεται το ένα του φρύδι. Γεγονός είναι ότι ο Πίτερ παραπονιέται για το δάχτυλο όταν πονάει το στομάχι του, ότι ο Πίτερ – μ’ ένα χαμόγελο που κάνει μόνο για μένα– παραπονιέται για τ’ αυτιά του όταν έχει γδάρει το γόνατό του.
– Πού πονάς Πίτερ;
Ο Πίτερ κατεβάζει τα σεντόνια που του σκέπαζαν τη μύτη και μού δείχνει τον αφαλό του.
– Είναι σα να έχω καταπιεί το στομάχι μου, λέει.
Κανείς μας δεν χαμογελάει. Οι γονείς του με κοιτάζουν: τρομοκρατημένοι.
Τον ακροάζομαι, εξετάζω την κοιλιακή χώρα.
– Εδώ, του λέω, εδώ πονάς;
Ο Πίτερ κουνάει το κεφάλι.
– Σίγουρα εδώ.
– Όχι, μουρμουρίζει. Δεν πονάω πια. Έχω πυρετό.
Είναι αλήθεια ότι ο Πίτερ έχει 38o πυρετό και είναι κατακόκκινος. Μένω δίπλα του πάνω από ένα τέταρτο, τον εξετάζω από όλες τις πλευρές, του λέω να αναπνεύσει, να βήξει – και αισθάνομαι ότι η εμπιστοσύνη του πατέρα του, όσο με κοιτάζει, συνεχώς μειώνεται. Ζητάω, τέλος, μια λάμπα για να εξετάσω το λαιμό του. Είναι αρκετά ερεθισμένος.
Κάνω, λοιπόν, με αθώα φωνή:
– Και ο λαιμός σου, του λέω αδιάφορα, πονάει όταν καταπίνεις;
– Δεν ξέρω, λέει ο Πίτερ. Και, μετά από μια παύση: Σπάνια καταπίνω…
Στη συνέχεια, την ώρα που εξετάζω το λευκό των ματιών του, συμπληρώνει βιαστικά: ο πυρετός τα χαλάει όλα!
Πιάνω το χέρι του που καίει και του λέω γελώντας ότι αυτός ο παλιο-πυρετός δεν θα καταφέρει να μας κάνει εμάς να τα χαλάσουμε. Κατάλαβε, μου κλείνει το μάτι – κι έτσι ξεκίνησε η φιλία μας. Συναντιόμαστε καθημερινά στο πλατύσκαλο του ορόφου μου. Δένομαι μαζί του όλο και πιο πολύ και συχνά στεκόμαστε στη Νόρεπλαντς και μιλάμε για ώρα. Με χαμηλή φωνή, όμως, γιατί οι συζητήσεις μας είναι τόσο παράξενες που και ο πλέον ευφάνταστος περαστικός θα μας έπαιρνε για τρελούς. Επτά χρόνια τού ήταν αρκετά –αν και νομίζω ότι είναι μικρότερος– ώστε να αναπτύξει την ανησυχητική ικανότητα να πιστεύει, μάλλον κατά το ήμισυ όπως νομίζω, στα γεγονότα που φαντάζεται.
Είχα κατά καιρούς καταγράψει στο σημειωματάριό μου ορισμένες απ’ αυτές τις φράσεις και τις ανέφερα στους γύρω μου. Μου κάνει περίεργες εκμυστηρεύσεις που τις περισσότερες φορές με φέρνουν σε αμηχανία και τότε κοιτάζω τα ελαφρώς σχιστά μάτια του, που τα προστατεύει ένα πλήθος βλεφαρίδων. Είναι όμως αδύνατο να διακρίνω το ποσοστό ειλικρίνειας, αν μπορώ να το πω έτσι, που απαρτίζει αυτά τα «ψέματα». Προ ολίγων ημερών μου έδειξε με το δάχτυλο την κρήνη της Νόρεπλαντς.
– Από πού νομίζεις, μου είπε, ότι πίνει όλο αυτό το νερό που δίνει; Σίγουρα από μια άλλη κρήνη. Και η άλλη κρήνη, από πού πίνει; Από μια τρίτη! Κι εκείνη; Από κάποια άλλη πάλι! Έτσι, κάθε κρήνη έχει κάποιους προγόνους και άπειρα εγγόνια. Εδώ όμως, όπως βλέπεις κι εσύ, δεν υπάρχει καμία άλλη σε όλη την περιοχή! Άρα, αυτή εδώ είναι σχεδόν πεθαμένη, αφού είναι η τελευταία. Είναι μια πεθαμένη που πρέπει να τη θάψουμε! Είναι το τέλος, λέει ο Πίτερ· πάει η κρήνη! Για να καταλήξει, κουνώντας τα μικρά του χέρια: Είναι αλήθεια ότι θάβεται μόνη της· μού το είπε. Κι εμείς είμαστε κρήνες. Έτσι γεννιούνται τα παιδιά.
Και, αμέσως μετά, βάζει τα χέρια του στις τσέπες και μου δείχνει τους καινούριους βώλους του:
– Κι αυτοί πάντα στρογγυλοί, αναστενάζει βαθιά απογοητευμένος, βαρέθηκα!
Του πιάνω το χέρι και προσπαθώ, σε τόνο εκμυστηρευτικό, να διακόψω την ακούραστη φωνή του, τον αστείρευτο λόγο που τον κατακυριεύει.
– Μα Πίτερ, του λέω, εάν οι βώλοι σου δεν ήταν στρογγυλοί, πώς θα κυλούσαν; Το έχεις σκεφτεί αυτό;
– Α, τους ξέρω καλά, μου απαντά αμέσως: Θα εύρισκαν κάποιο τρόπο. Και μετά, χαμηλώνοντας τη φωνή προσθέτει: ξέρω βώλους που δεν είναι στρογγυλοί· είναι οι βώλοι των άλλων. Είναι θαυμάσιο! Όταν, όμως, τους κερδίσεις, όταν είναι δικοί σου, ξαναγίνονται στρογγυλοί, όπως όλοι οι βώλοι. Δεν είναι θλιβερό;
Όποτε μιλάει έτσι, τον παρατηρώ κρυφά και τον λοξοκοιτάζω. Καμιά πονηριά στο πρόσωπό του. Είναι σοβαρός, σχεδόν βαρύς. Έχω την αίσθηση ότι κάτι θέλει να εκφράσει. Αυτή η στρογγυλότητα για την οποία μιλά με τέτοια περιφρόνηση και μελαγχολία, πρέπει να έχει γι αυτόν κάποιο κρυμμένο νόημα. Πολύ συχνά νομίζω ότι καταφέρνω να μαντέψω τη σκέψη του και να δώσω κάποιο νόημα στις φαινομενικές ασυναρτησίες του. Αυτές, όμως, οι εξηγήσεις, οι διευκρινήσεις, ποτέ δεν προέρχονται από τον ίδιο.
– Τι διαφορά βλέπεις, του λέω πάλι, ανάμεσα σε ένα βώλο στρογγυλό και έναν που δεν είναι;
Ο Πίτερ δεν απαντά. Με κανένα τρόπο δε θα μου πει τι είναι ένας βώλος που «ξανάγινε στρογγυλός». Θα το παρακάμψει, θα μιλήσει για κάτι άλλο ή ακόμα θα κάνει σαν να μην το άκουσε. Τότε κι εγώ παραιτούμαι. Νοιώθω μια περίεργη αδυναμία, μια ακόμα πιο περίεργη απόλαυση να καταργήσω την απόσταση που δημιούργησε μεταξύ μας η ερώτησή μου αυτή. Κάνω πίσω, γιατί είναι σημαντικό να μη χάσω την εμπιστοσύνη του Πίτερ. Υποχωρώ λοιπόν και συνδέομαι ξανά με το καταπληκτικό πιτσιρίκι.
– Αλήθεια είναι, λέω κουρασμένα. Μόλις γίνουν δικοί σου οι βώλοι, αμέσως ξαναγίνονται στρογγυλοί! Είναι σαν τις τουλίπες. Κατάλαβα. Ο Πίτερ χαίρεται, εφόσον δέχομαι τον δικό του τρόπο. Τα μάτια του λάμπουν. Το χέρι του γαντζώνεται στο μανίκι μου και το τραβάει με οικειότητα. Αναγνωρίζω αυτό το σημάδι, την αδιάψευστη απόδειξη της φιλίας μας.
Τότε με κοιτάζει στα μάτια και, σαν για να μου ανταποδώσει τη χάρη ψιθυρίζει, σα να έχει πειστεί:
– Ναι, είναι ακριβώς όπως με τις τουλίπες.
Όμως αυτό είναι από τα λίγα παραδείγματα όπου μπορώ, οριακά, κάπως να προσανατολιστώ. Συνήθως παίζω την κωμωδία μέχρι τέλους, κολυμπάω πίσω από κείνον και πιάνω κάποια στιγμή τον εαυτό μου σε πλήρη παραλογισμό, αλλά και με μια περίεργη ανατριχίλα απόλαυσης. Σκέφτομαι και τους συναδέλφους και τους πελάτες μου, αν άκουγαν ξαφνικά διαλόγους σαν αυτόν:
– Σήμερα, λέει ο Πίτερ, είδα όλα τα καπέλα του νερού.
Και επειδή με βλέπει κάπως σαστισμένο:
– Το νερό κάθεται στην άκρη της δεξαμενής. Και πλέκει, πλέκει. Το είδες; Τρία καπέλα μέσα σε μια μέρα! Ένα λευκό, ένα πράσινο, ένα γαλάζιο. Το νερό είναι τρελό.
– Ναι, του λέω. Παρ’όλα τα καπέλα, το νερό δεν έχει μάθει να χαιρετά. Το νερό σήμερα είναι αγενές. Πώς το εξηγείς αυτό;
Τότε ο Πίτερ με πλησιάζει στις μύτες των ποδιών, πλησιάζει στο αυτί μου σα να πρόκειται να μου εμπιστευτεί κάποιο μεγάλο και σημαντικό μυστικό. Όμως δεν λέει τίποτα. Μόνο σφίγγει τα λεπτά του χείλη και σιωπά. Μετά, γυρίζει προς το μέρος μου και με σταθερή και ήρεμη φωνή:
– Έτσι δεν είναι; κάνει. Μετά γελάει με ένα θριαμβευτικό γέλιο, το γέλιο αυτού που έκανε μια προφανή ανακάλυψη.
– Ασφαλώς, του λέω, και πάλι εσύ είσαι σωστός. Πώς να χαιρετήσει κάποιος που είναι τρελός, πώς να χαιρετήσει όταν έχει χάσει τα λογικά του; Είναι όλως διόλου αδύνατο.
Και του δίνω το χέρι, γιατί έτσι χαιρετιόμαστε πάντα, απόλυτα σύμφωνοι, με κάποια φράση που να αποδεικνύει τη συνεννόησή μας και τις κοινές μας απόψεις.
Δεν πρέπει να νομίσει κανείς, όμως, ότι μόνο παρόμοιες συζητήσεις τροφοδοτούν τις συναντήσεις μας. Μιλάει και γι’ άλλα πράγματα ο Πίτερ. Μου μιλάει συχνά για τους ασθενείς μου με ιδιαίτερη φροντίδα και δείχνει ενδιαφέρον γι αυτούς, πολλές φορές με πάθος. Μαθαίνει καθημερινά τα νέα του φίλου μου του Τεό, για τον οποίο του μιλάω συχνά και, μολονότι δεν τον γνωρίζει, περιβάλλει το όνομά του με ένα συγκινητικό ενδιαφέρον. Προπάντων μαντεύει, κατά περίεργο τρόπο, ότι ο φίλος μου είναι από τους ασθενείς που δεν θα αργήσω να του πω ότι πέταξε μακριά.
Σίγουρα δεν πράττω σωστά να ενθαρρύνω τη μυθομανία του, όμως, από την άλλη, δεν παραλείπω να του συνιστώ άσκηση, υδροθεραπεία και κρέας ψητό με το αίμα του. Ο Πίτερ είναι μάλλον αδύνατος, χλωμούτσικος και νευρικός. Το ντελικάτο παρουσιαστικό του απέχει πολύ απ’ το να είναι εύθραυστο. Πρόκειται για ένα ξωτικό, αρκετά μυώδες, με τρόπο φίνο όμως, όπως αρμόζει στους μυς ενός πουλιού. Κάποιες φορές τα αεικίνητα μάτια του, η φωνή του που βγάζει οξείες και σύντομες κραυγές, μου φέρνουν στο μυαλό χελιδόνι. Έχει τη δική του ευκινησία και η σκέψη του, που πάντα διχάζεται, με κάνουν επίσης να σκέπτομαι το αγαπημένο μου πουλί.
Κι αν είχα γονατίσει στο μπαλκόνι μου εκείνη τη μέρα, κι αν έκανα τους γείτονές μου να χαμογελουν, σίγουρα θα θεωρείτε ότι είχα σοβαρούς λόγους γι’ αυτό. Είχα δει τον φίλο μου τον Πίτερ στη μέση της Νόρεπλαντς και η σκηνή που διαδραματιζόταν εκεί, κάτω από τα πόδια μου, μου κινούσε την περιέργεια. Ίσως να μην έγινε αντιληπτή από τους λιγοστούς διαβάτες που κυκλοφορούσαν στην πλατεία. Είναι αλήθεια ότι η Νόρεπλαντς έχει, κατά κανόνα, ελάχιστη κίνηση, οι περαστικοί δεν παραμένουν εκεί για πολύ, εξαιτίας του βοριά ο οποίος την κάνει συχνά δική του αρένα και στροβιλίζεται πάνω σ’ αυτή την πέτρινη σκηνή του τσίρκου με πείσμα και κακή διάθεση, απόλυτα προφανή. Είναι ο μόνος θόρυβος που ενοχλεί, κάποιες φορές, τους ασθενείς μου, αφού η κλινική όπου εργάζομαι βρίσκεται επίσης στη Νόρεπλαντς, απέναντι από το σπίτι μου.
Αυτή η Νόρεπλαντς δεν έχει τίποτε το ιδιαίτερο και δυσκολεύομαι κάπως να την περιγράψω. Οι τεράστιες διαστάσεις της την κάνουν να μοιάζει με όλες τις πλατείες που συναντάμε στις πόλεις του Βορρά, έτσι όπως περιβάλλεται από ψηλά, φραγμένα με κρύα παραθυρόφυλλα κτήρια, απόλυτα όμοια μεταξύ τους. Ίσως πρέπει να πούμε ακόμα ότι στο μέσον αυτής της γκρίζας και λευκής έκτασης δεσπόζει μια κρήνη. Πρόκειται για μια ασήμαντη κρήνη. Θέλω να πω ότι δεν δίνει παρά ένα και μοναδικό πίδακα νερού, φρόνιμο και μεθοδικό. Ενίοτε ξεφεύγει, πιτσιλάει τη στενή λεκάνη και τότε μας γεννιέται η ελπίδα ότι μια κάποια μεταβολή, ένα απρόβλεπτο καπρίτσιο θα κυριεύσει την μονότονη ροή. Πρόκειται φυσικά για αυταπάτη. Έχω διαπιστώσει ότι αυτά τα ταπεινά σκιρτήματα που κάποιες φορές δείχνουν ότι τη ζωντανεύουν, ποτέ δεν οφείλονται στην ίδια την κρήνη. Όχι. Πρόκειται και πάλι, όπως και πάντα, για τον βοριά, που με ένα ξαφνικό του φύσημα αλλάζει τη ροή του νερού.
Ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα περιβάλλει την κρήνη αυτή και πάνω του βλέπουμε να σκαρφαλώνουν, για λίγα λεπτά μόνο, τα παιδιά του δημοτικού.
Αυτή είναι η Νόρεπλαντς που προσπαθώ να δείξω, καθόσον η ιστορία που διηγούμαι διαδραματίζεται κυρίως πάνω στην κρύα επιφάνειά της. Φανταστείτε την ακόμα πιο κρύα και πιο άδεια, απ’ όσο δεν κατάφερα να σας δείξω. Θα έρθετε επίσης πιο κοντά στην πραγματικότητα αν πείτε ότι δεν υπάρχει ούτε σκιά ζωντανή, σκιά που να κινείται θέλω να πω, δεδομένου ότι πάνω στην σκληρή άσφαλτο δεν φύονται παρά μόνο φανοστάτες. Οι οποίοι, αντίθετα, είναι πάμπολλοι. Όμως, η απόσταση που χωρίζει τον ένα από τον άλλο είναι μεγάλη. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που ο καθένας δείχνει να αγνοεί τον γείτονά του, αποτελώντας έτσι την ακριβή απεικόνιση μιάς ομάδας μοναχικών όντων, αναίτια συγκεντρωμένων. Λησμόνησα να πω ότι το μεσημέρι, οι δώδεκα χτύποι του ρολογιού του Δημαρχείου, φτάνουν μέχρι τη Νόρεπλαντς και φέρνουν έναν, κάποιον, αέρα ζωντανής επικαιρότητας. Τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας πλέει μέσα σε μια αέρινη, μετέωρη ησυχία και μοιάζει πολύ με τη θύμηση που κρατάω απ’ αυτήν όποτε απουσιάζω από την ωραία πόλη μας. Έτσι ακριβώς: αν και είναι μπροστά στα μάτια σας, είναι ίδια με μια εικόνα που έχετε στη μνήμη, πιστή εικόνα, σίγουρα, όμως μακρινή και κάπως ξεθωριασμένη.
Γίνεται κατανοητή, λοιπόν, η περιέργειά μου όταν σας διαβεβαιώνω ότι, εκείνο το απόγευμα, η Νόρεπλαντς ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο.
Οι διαπεραστικές κραυγές αυτού του παράξενου πλήθους έφταναν μέχρι το παράθυρό μου σαν ένα σμήνος πουλιών. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Είναι αλήθεια ότι οι τρεις ή τέσσερις φωνακλάδικες ομάδες αποτελούνταν αποκλειστικά από παιδιά. Το δημοτικό σχολείο ήταν στα πόδια μου, σε πλήρη απαρτία, και παρ’ότι έπεφτε το βράδυ, μπορούσα να παρακολουθώ, χάρη στο χιόνι, πάνω στο οποίο διαγράφονταν οι φιγούρες τους, κάθε κίνηση των μαθητών. Δεν διέσχιζαν την πλατεία όπως συνήθως, με τάξη και ησυχία. Κάτι ολωσδιόλου παράδοξο πρέπει να είχε τραβήξει την προσοχή τους και τα έκανε να βγάζουν κραυγές μάχης, θριάμβου, κάποιες φορές και πόνου, που δεν άργησαν να ξεσηκώσουν πολλούς κατοίκους, σκυμμένους στα μπαλκόνια τους. Πρόσεξα, με αρκετή ευχαρίστηση, ότι ο Πίτερ ήταν επικεφαλής της όλης επιχείρησης. Έτρεχε, έσκυβε, μάζευε κάτι αόρατο και ξανάρχιζε την καταδίωξη με το κεφάλι του σκυμμένο. Κάθε φορά που έδειχνε ότι είχε βρει κάτι καινούριο, ότι μάζευε από τη χιονισμένη άσφαλτο το άγνωστο αντικείμενο, άλλα παιδιά ορμούσαν πάνω του, τον έσπρωχναν, τον έκαναν να χάνει την ισορροπία του, τον χτυπούσαν δυνατά με κατραπακιές. Δύσκολο όμως να νικήσουν αυτόν τον ιπτάμενο δαίμονα. Ο Πίτερ απέφευγε τον εχθρό, περιστρεφόταν στον αέρα, ξεγελούσε, με απίστευτη σβελτάδα την, κάπως βαριά, μανία των άλλων. Ξαφνικά, έπεφτε μπρούμυτα, άρπαζε την πολυπόθητη λεία και τον βλέπαμε να τρέχει, με τον μπερέ μέχρι τα μάτια, και το χέρι του σφιχτά πάνω στο στήθος, ώστε να προστατεύει την περιουσία του και να την μεταφέρει όπως κάνουν τα πουλιά και οι έντρομες γάτες που φροντίζουν να προστατέψουν την τροφή που κέρδισαν. Σύντομα οι φωνές σταμάτησαν. Όλοι ήταν γύρω από τον Πίτερ. Μπορούσα να διακρίνω τις γούβες των δύο χεριών του, καθώς έδειχνε με περηφάνεια σε είκοσι σκυμμένα κεφαλάκια τον πολύτιμο θησαυρό του. Ακολούθησε ένα συμβούλιο και κάποιες φωνές. Εύκολα κατάλαβα, όμως, από τις κινήσεις του ότι ο Πίτερ δεν παραχωρούσε τίποτα στους επαίτες. Παρατήρησα ότι ήταν ο μοναδικός κάτοχος του θησαυρού και κανένα άλλο παιδί εκτός από τον ίδιο δεν είχε την τύχη ή την ικανότητα να κάνει το ίδιο. Ακολούθησα με τον βλέμμα τον φίλο μου καθώς διέσχισε την πλατεία και κατευθύνθηκε αργά και θριαμβευτικά προς την πόρτα του σπιτιού μας, αφού πρώτα είχε αδειάσει στον μπερέ του, με πολύ μεγάλη προσοχή, τα πολύτιμα λάφυρα. Κι εγώ ξεκίνησα να τον συναντήσω και να μάθω τα νέα. Τον σταμάτησα στις σκάλες.
Ήταν λαχανιασμένος και υπερβολικά χλωμός. Δεν κατάφερνε καν να απαντήσει. Το τικ στο φρύδι του επαναλαμβανόταν υπερβολικά συχνά.
– Σε είδα, είπε ασθμαίνοντας μετά από λίγο. Τα παρακολούθησες όλα και ήμουνα νικητής. Αυτοί οι χαζοί δεν έβλεπαν τίποτα!
Και καθώς επέμενα:
– Τίποτα το καταπληκτικό, μου εξήγησε φεύγοντας, –καθώς είχε αργήσει– βώλοι, βώλοι, μόνο βώλοι˙ όχι όμως στρογγυλοί αυτή τη φορά – και ολοκαίνουριοι!
Λίγα λεπτά αργότερα με κάλεσαν επειγόντως στην κλινική για τον φίλο μου τον Τεό. Ο βοηθός με βεβαίωσε ότι η κατάστασή του είχε εμφανώς χειροτερέψει. Εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες, η ασθένειά του γενικευόταν με ταχύτητα που κανείς μας δεν είχε προβλέψει. Δεν βιάστηκα. Δεν είχα παρά να διασχίσω τη Νόρεπλαντς. Εξάλλου γνώριζα ότι, δυστυχώς, δεν μπορούσαμε να κάνουμε πολλά. Ο Τεό, ο Θεόδωρος Πανόπουλος, ήταν καταδικασμένος από καιρό. Μού τον είχε συστήσει ο βιομήχανος Μπεργκιέν, ένας παιδικός του φίλος – και ο Τεό δεν άργησε να γίνει και δικός μου φίλος. Σύντομα άρχισα να ενδιαφέρομαι περισσότερο για τον άνθρωπο παρά για τον ασθενή. Είχε εισαχθεί στο «Rede Körs» εδώ και ένα περίπου χρόνο και κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αν όχι για να τον θεραπεύσουμε, τουλάχιστον για να του δίνουμε την εντύπωση ότι θα ζήσει. Αλλά νομίζω πως παρά τις προσπάθειες και τις προφυλάξεις μας, συνειδητοποιούσε απόλυτα την κατάστασή του. Δεν είχα ανάγκη από άλλη απόδειξη πέρα από την αυξανόμενη βιαιότητα της νοσταλγίας του, αυτό το παράπονο, το καθημερινά επανερχόμενο, ότι δεν μπορούσε να γυρίσει στον τόπο του και να δει «μια ακόμα φορά» το φως της πατρίδας του. Αυτός ο Έλληνας που είχε ξεμείνει στα μέρη μας, πάντα μας εξέπληττε λίγο. Ήταν επικεφαλής του διαφημιστικού τμήματος του Μπεργκιέν εδώ και πολλά χρόνια, και ποτέ άλλοτε δεν είχε γίνει καλύτερη διαφήμιση δανέζικου βουτύρου.
Απ’ τη στιγμή που ο Τεό αρχίζει να εκθειάζει ένα ψάρι, έναν ουρανό, μια γυναίκα ή ο,τιδήποτε άλλο, είστε πλέον αιχμάλωτοι του λόγου του. Τα πράγματα αυτά αρχίζουν να αναπνέουν μπροστά σας: ο ένας με το φως του, το άλλο με τα λέπια του· η γυναίκα, άξαφνα χειροπιαστή, μοιάζει σαν κλεμμένη από την πιο ζωντανή πραγματικότητα. Είναι αίφνης μια από αυτές που έχει συγκρατήσει η μνήμη μας. Πάντα θα θυμάμαι μια ραπτομηχανή στην οποία αναφέρθηκε μια μέρα μπροστά μου. Όλη νύχτα την είχα στο μυαλό μου, με τα στίγματα από τις κρύες αναλαμπές του μετάλλου, με τις γαλάζιες καμπύλες των αντανακλάσεων της να περιστρέφονται γύρω της. Έβλεπα να γυρίζει η απαστράπτουσα ρόδα της και το όνομα του κατασκευαστή τριγύριζε στη γλώσσα μου! Είχα μαγευτεί. Κάποια περιγραφική μαγεία σάς επέβαλλε αυτές τις χειμαρρώδεις εικόνες, για τη γέννηση των οποίων κινητοποιούνταν μυστηριωδώς όλες οι αισθήσεις σας. Αυτό οφείλετο στα, πάντα απρόσμενα, επίθετα του Τεό, ίσως και στη μιμική του, ιδιαίτερης εκφραστικής απλότητας και στην περίεργα πειστική φωνή του φίλου μας.
– Η διαφήμιση, έλεγε ο Πανόπουλος, είναι ακριβώς ίδια με τη δουλειά του προαγωγού. Με μιά λέξη, ο Καταφερτζής αυτοπροσώπως. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να βάλεις σε πειρασμό τους ανθρώπους, πρόσθετε· είναι να θέσεις σε κίνηση τα γρανάζια της φαντασίας τους. Και γι’ αυτό, φυσικά, ένας μόνο τρόπος υπάρχει. Να πεις ψέματα, αλλά προς τη μεριά της αλήθειας. Το πραγματικό αφεντικό μου είναι ο Διάβολος!
Αυτό ήταν το πιστεύω του. Έπρεπε όμως να τον δει κανείς να γουρλώνει τα κατάμαυρα μάτια του, να τα βλέπει να αποκτούν απίστευτη σταθερότητα· το μελαχρινό, σαν κουρσάρου, πρόσωπό του προσηλωνόταν με ένταση προς το αντικείμενο που επρόκειτο να αναδείξει και να περιγράψει. Μόλις ο Πανόπουλος ήταν έτοιμος να αρπάξει την ποθητή εικόνα, τραβούσε τα ρ και πλατάγιζε τη γλώσσα. Πολύ γρήγορα ήμασταν όλοι δέσμιοι των περίτεχνων φράσεων. Ήταν αδύνατο να αντισταθούμε.
Τον κοιτάζω απόψε στο φως του ηλεκτρικού και μου κάνει εντύπωση η παραμόρφωση του προσώπου του. Κάποια σημάδια δεν ξεγελούν. Ανοίγει τα μάτια του, με κοιτάζει, σχεδόν δεν με αναγνωρίζει. Εδώ και λίγες ώρες ο πυρετός έχει πέσει ανησυχητικά. Το υποπράσινο χρώμα του προσώπου του παραμένει ίδιο και οι κύκλοι κάτω από τα μάτια του δείχνουν απόψε σαν υγροί από την αντανάκλαση της λάμπας.
Η νοσοκόμα μου κάνει νόημα και μου μιλάει με χαμηλή φωνή.
– Ο πυρετός έπεσε, ψιθυρίζει. Παραληρούσε για μια ολόκληρη ώρα.
– Το γνωρίζω. Είδα το διάγραμμα του πυρετού. Αυτό ακριβώς είναι το ανησυχητικό. Εκατόν τριάντα σφυγμούς: η καρδιά μοιάζει να μην αντέχει... Εσείς έχετε υπηρεσία;
Η νοσοκόμα νεύει με το κεφάλι καταφατικά. Τη γνωρίζω καλά, όμως δεν αντέχω να φύγω. Του κάνουμε μια ένεση και κάθομαι στο προσκέφαλό του.
Αυτό ξεκίνησε σχεδόν αμέσως.
Μπορώ να βεβαιώσω ότι σε όλη μου την καριέρα, ποτέ δεν ήμουνα παρών σε παραλήρημα τέτοιας βιαιότητας. Ακριβολογώ. Η νοσοκόμα με βεβαίωνε ότι έτσι ήταν όλο το απόγευμα.
Ο ασθενής άλλαζε, πότε-πότε, θέση. Έφερνε το χέρι του στο μέτωπο σαν για να προφυλάξει τα μάτια του από το δυνατό φως. Στη συνέχεια το χέρι έδειχνε σα να μην του ανήκει και έπεφτε πάνω στο κρεβάτι με έναν πνιχτό ήχο.
Αρχικά, μου ήταν δύσκολο να παρακολουθήσω τα λόγια του. Έμοιαζαν σαν συνέχεια μιας μακράς ομιλίας, που είχα ξεχάσει την αρχή της. Βαθμιαία, όμως, το πράγμα έγινε προφανές. Έσκυψα προς την νοσηλεύτρια:
– Το καταλαβαίνετε; της είπα σιγανά· δεν είναι πια η αρώστεια και η αδυναμία της καρδιάς. Είναι αυτό που αποκαλούμε νοσταλγία.
Μετά, ζήτησα λίγο πάγο. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να σταθεί πάνω στο μέτωπο του Πανόπουλου. Βρισκόταν σε πολύ μεγάλη ταραχή. Οι λέξεις που χρησιμοποιούσε, οι λέξεις που κραύγαζε, οι φράσεις που διαδέχονταν η μία την άλλη, όλα υπάκουαν σε ένα ρυθμό που δεν ήταν πια αυτός της ανθρώπινης φωνής, αλλά ήταν σίγουρα της καρδιάς του. Του έπαιρνα την πίεση κατά διαστήματα. Ήταν, καθώς λέμε, σαφώς νηματοειδής και χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα.
Πόσο πολύ μετανιώνω σήμερα που δεν πήρα ένα μολύβι για να καταγράψω αυτό το θαυμαστό μονόλογο! Έχω συγκρατήσει κάποιες εικόνες, κάποιες ασύνδετες φράσεις και δε θα προσπαθήσω καν να μιμηθώ από μνήμης, να ανασυστήσω μέσω μιας ήδη εξασθενημένης θύμησης, αυτό το παθιασμένο κάλεσμα, τη σφοδρή έκκληση που εξελισσόταν με τρόπο ιλιγγιώδη μέσα στο μισοφωτισμένο δωμάτιο, καθώς τη διέκοπταν στεναγμοί, λυγμοί και ατέλειωτες σιωπές.
Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ο δυστυχής φίλος μου κατάφερε ένα θαύμα, να σβήσει ο ίδιος ολοκληρωτικά, με μιά λέξη να εξαφανιστεί, παίρνοντας μαζί το κρεβάτι του, τους τοίχους του δωματίου και την ίδια τη νοσοκόμα.
Στή θέση τους έβλεπα ήδη να συστρέφονται δυνατές ρίζες.
Η θαυμαστή δύναμη του λόγου! Έβλεπα ήδη το δικό του τοπίο: τη γυμνή ακτή, νεκρωμένη από τον ήλιο, τσακισμένη κάτω από τις αμείλικτες ακτίνες του. Στη συνέχεια ακολούθησε σιωπή και διέκρινα, σαν σε όνειρο, το χέρι του Πανόπουλου να προστατεύει και πάλι τα μάτια του από τη λάμψη ενός ανύπαρκτου ήλιου. Σύντομα, το χέρι του έπεσε, ξυστά σχεδόν από το αμπαζούρ της λάμπας, κάνοντάς το να ταλαντευτεί λίγο.
Η αναπνοή του γινόταν δύσκολη. Σιωπούσε, και μετά η φωνή του, σαν κάτι να την είχε κεντρίσει, ξανάρχιζε πιο δυνατή.
Είχα την εντύπωση ότι οι λαχανιαστές φράσεις του γύριζαν γύρω από το δέντρο. Βούιζαν, σταματούσαν, έσκαγαν ξανά. Στέκονταν εδώ κι εκεί, περιγράφοντας τον μυώδη κορμό, την αθέατη ανάπτυξη των κλαδιών. Έβλεπα τη ρωμαλέα συστροφή του, προσανατολισμένη προς το φως, να τείνει προς τον αλμυρό αέρα, κόντρα στον οποίο τυλιγόταν και ξετυλιγόταν ασταμάτητα η ογκώδης σπείρα καθώς μεγάλωνε.
Έμοιαζαν με θαύμα όλα τούτα. Το χάρισμα του Πανόπουλου άγγιζε μια αυθόρμητη τελειότητα, καθώς το παραλήρημα, από μόνο του, ελευθέρωνε αυτά τα οράματα και η σύγχιση μεσα στην οποία γεννιόντουσαν τα έκανε πιο υποβλητικά.
Δεν θυμάμαι πια τις λέξεις που χρησιμοποιούσε ο καημένος ο φίλος μας περιγράφοντας το φυτικό τέρας. Τίποτα σχεδόν δεν έχει μείνει στη μνήμη μου από ό,τι έλεγε. Όμως η φωνή του δεν ήταν αδιάφορη. Αντίθετα, ήταν γεμάτη λυγίσματα όλο παράπονο και εκκλήσεις παράξενης τρυφερότητας, μέσα από τα οποία η εικόνα του δέντρου ξεκαθάριζε όλο και περισσότερο. Νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που ο Πανόπουλος έβαζε στις περιγραφές του μια πραγματική συγκίνηση, μια θλίψη.
Η τρυφερότητα αυτή, έλεγα και ξανάλεγα, τον βοηθούσε να κατακτήσει καλύτερα τη λεία του, ανάγκαζε επίσης το γιγάντιο δέντρο να ανθίζει, να κουνάει μπροστά στα μάτια μου τις φωτεινές καμπύλες του φυλλώματός του.
Γιατί τώρα ήταν ορατό και το φύλλωμά του.
Μετά από λίγο αναγνώρισα την ελιά.
Ο φίλος μου έδειχνε σα να τη βλέπει άλλοτε από μακριά, άλλοτε από κοντά και, κάποιες φορές, η φωνή του θα’λεγε κανείς ότι περνούσε κάτω από το λευκό δέντρο που την κάλυπτε με τη σκιά του.
Να ’λεγε άραγε ότι αυτή η σκιά ήταν κρύα, δροσερή, παγωμένη; Δεν ξέρω πια. Αλλά θυμάμαι την αντίθεση. Σίγουρα μίλησε για την αντίθεση της σκιάς με το φως. Επειδή αυτή η σκιά ήταν κυκλωμένη από φωτιά, μια λευκή φωτιά που πρέπει να ήταν ο ήλιος της Μεσογείου. Η μαγεία δεν χανόταν ούτε στις μακρές παύσεις του Τεό: το αντίθετο. Μου φαινόταν ότι άκουγα τον ανεπαίσθητο τριγμό του φωτός καθώς το περιέγραφε. Η ησυχία ακτινοβολούσε από παντού. Βασίλευε όμως για λίγο διάστημα, αφού η φωνή δεν έπαυε να ξαναζωντανεύει.
Η συνεδρία, το θέαμα διαρκούσε ήδη πάνω από μια ώρα. Η φωνή, αντί να ηρεμήσει γινόταν πιο πιεστική, πιο απαιτητική, αλλά και εξασθενούσε βαθμιαία. Υπήρξε μια κορυφαία στιγμή οπότε νόμισα ότι είδα ολόκληρο το τοπίο, το βράχο, τον θάμνο, την ήρεμη θάλασσα. Το δέντρο ορθωνόταν, σε μια τελευταία επίκληση.
Όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο, το φανταζόμουνα μεσα στο καταμεσήμερο, αλλά και τη νύχτα ταυτόχρονα, φωτισμένο απ’ το λευκό του φαντάσματος, καθώς βούιζαν τα αστέρια και οι μέλισσες, την ίδια στιγμή.
Είχα κλείσει τα μάτια. Εδώ και ώρα έστεκα ακίνητος. Με είχε πιάσει ένας πόνος στη μέση. Ο Πανόπουλος ανάσαινε τώρα βαριά πάνω στο μαξιλάρι. Μετά ζήτησε νερό, τρεις φορές, απόδιωξε με μια αόριστη κίνηση το ποτήρι που του πρόσφερα και βυθίστηκε ήσυχα σε κώμα. Είχε απαλλαγεί από όλο το φύλλωμα, όλες τις ακτίνες, όλα τα κλαδιά και όλες τις επίγειες ρίζες. Σχεδόν είχε πάψει να σαλεύει. Μόνο τα χέρια του έψαυαν μαλακά την άκρη του κρεβατιού. Έλεγα στον εαυτό μου –κάπως ζαλισμένος– ότι είχε πετάξει πολύ έρμα και ήταν τώρα πολύ ελαφρύς ώστε να πιαστεί από τα σεντόνια και να μείνει λίγο ακόμα μαζί μας.
Παρά την προχωρημένη ώρα, πήγα στο τηλέφωνο και δε δίστασα να ειδοποιήσω τον Μπεργκιέν.
Το επόμενο πρωί εξέταζα συνεχώς ασθενείς. Ανταποκρινόμουν όσο μπορούσα καλύτερα, τσακισμένος από την κούραση και μόνο προς το μεσημέρι κατάφερα να συναντήσω τον Μπεργκιέν. Κανονίσαμε μαζί τις λεπτομέρειες της τελετής. Δεν γνωρίζαμε κανένα συγγενή του δύστυχου Τεό και δεν λησμονήσαμε την επιθυμία, που είχε τόσες φορές εκφράσει ο φίλος μας, να ταφεί κοντά στην θάλασσα. Ο Καρλ Μπεργκιέν πήρε τις καλύτερες αποφάσεις για όλα.
Στο σπίτι μου, είδα με έκπληξη τον μικρό Πίτερ να έχει εγκατασταθεί στο γραφείο μου. Με περίμενε εκεί για πάνω από μια ώρα. Γευματίσαμε μαζί και είχα την ευχαρίστηση να ξεκουράσω λίγο τα μάτια μου πάνω στο παιδικό του πρόσωπο. Η επίσκεψή του όμως είχε κάποιο σκοπό. Διέκρινα το τετράδιό του, διπλωμένο στα δύο, κρυμμένο στην τσέπη του. Καλά! Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα διόρθωνα τα μαθήματά του. Δεν τα κατάφερνε μ’ αυτή την παλιοαριθμητική και το πρόβλημα με τους μύλους και τα σακιά αλεύρι τον είχε σαφώς τρομοκρατήσει. Καθόταν αποσβολωμένος, σκυμμένος πάνω στους αριθμούς που αράδιαζα, στην πραγματικότητα όμως κοιτάζοντας το πρες παπιέ, μια βαριά γυάλινη μπάλα που πάντα του κινούσε την περιέργεια.
– Και οι βώλοι, του κάνω ξαφνικά, τσιμπώντας του το αυτί, αυτοί οι περίφημοι βώλοι που κέρδισες τόσο άξια, θα μου τους δείξεις;
Δεν πρόσεχα την απάντησή του, απορροφημένος από το πρόβλημα που ήταν διατυπωμένο με απερίγραπτη ανοησία. Επαναλάμβανα μέσα μου την ακατανόητη φράση: «Εάν οκτακόσιοι μύλοι δεν μπορούν να αλέσουν για επτά εβδομάδες …. κλπ».
Ξάφνου κάτι άκουσα που μου τράβηξε την προσοχή.
Για πρώτη φορά ο Πίτερ ομολογούσε κάτι. Η φωνή του, αίφνης ανεπαίσθητη, με εξέπληξε.
– … ναι, επαναλάμβανε μουρμουρίζοντας, χθες σου είπα ψέματα…
Και, καθώς σήκωσα το κεφάλι, κατέφυγε πάλι στον γνωστό μας διάλογο και συμπλήρωσε στα γρήγορα:
– Το νερό έχασε τα τρία καπέλα του! Τέλος τα καπέλα! Πάνε τα καπέλα! Και κάτι καινούριο όμως: υπάρχει ένα μεγάλο ασημένιο δέντρο ακριβώς στο κέντρο της Νόρεπλαντς. Διέλυσε την κρήνη. Είναι ένα δέντρο καταπληκτικό. Ένα δέντρο που πετάει σέρνοντας τις ρίζες του.
Άφησα το μολύβι μου πάνω στο τραπέζι. Έβαλα το χέρι μου στον ώμο του Πίτερ, χωρίς να τον κοιτάζω. Ένιωθα σα χαζός, όμως αισθανόμουν την περίεργη συγκίνηση που με κυρίευε. Και του είπα ψυχρά:
– Ναι, το είδα καθαρά. Ένα ωραίο γιγάντιο δέντρο, με τον στριφτό κορμό του…
Ο Πίτερ με διέκοψε χωρίς καμία έκπληξη:
– Ναι, συνέχισε, φοβερά στριφτό και πολύ γιγάντιο. Κι όμως, ο Γιένς, ο Όλαφ, με τίποτα δεν παραδέχονται ότι το είδαν. Εγώ έτρεχα πίσω του, το ακολουθούσα στο χιόνι. Τότε που στεκόσουνα στο μπαλκόνι.
Πήρα μαλακά τον Πίτερ στα γόνατά μου και με αβέβαιη φωνή, άρχισα τις ερωτήσεις. Ο διάλογός μας δεν είχε τίποτα το εξωφρενικό. Το παιχνίδι μας, για πρώτη φορά, δεν ήταν παιχνίδι. Μπορούσα, επιτέλους, να του ανταπαντώ.
– Τον είδες το βράχο, ψιθύριζα, και τον ήλιο και τη θάλασσα;
– Όχι, απάντησε ο Πίτερ, μόνο τον ήλιο. Έναν εκθαμβωτικό ήλιο, όχι όμως πάνω στον ουρανό, μόνο πάνω στο δέντρο. Ήταν τόσο περίεργο να το βλέπεις να πετάει, ανάλαφρο, ανάλαφρο, ανάλαφρο! Ο ήλιος ήταν ακόμα εκεί. Έπλεε. Δεν μπορούσα όμως να κατέβω στη Νόρεπλαντς: με πρόσεχε η μαμά μου!
Και μετά μου είπε στ’αυτί, όπως κάνει συχνά:
– Και τα καπέλα του νερού, τα είδες;
Κοιτούσα τον Πίτερ στα μάτια. Τα παρατηρούσα τώρα με σκεπτική ανησυχία. Προσπαθούσα να συνέλθω, να βάλω τα πράγματα σε σειρά. Αλλά ο δαίμονας που με κυρίευε ήταν πιο δυνατός:
– Μικρέ μου Πίτερ, έκανα, για ποια ψέματα μου μιλούσες προηγουμένως; Μου είπες πραγματικά ψέματα;
Ο Πίτερ έσκυψε το κεφάλι.
– Ναι, ομολόγησε, είπα ψέματα… λίγο. Για τον αγώνα μας στη Νόρεπλαντς. Δεν ήθελα να σου πω για το δέντρο με τους βώλους. Γιατί, ξέρεις, έτρεχα πίσω από αυτό το δέντρο. Οι άλλοι δεν έβλεπαν τίποτα. Έφταναν πάντα πολύ αργά. Με βοηθούσε το χιόνι, γιατί, παρ’ όλο που σκοτείνιαζε, μπορούσα να διακρίνω τους καινούριους βώλους.
Η κουβέντα του Πίτερ γινόταν συγκεχυμένη. Ένιωθα ότι χανόταν η συνέχεια. Ήμουνα κάπως ανακουφισμένος. Παρ’ όλα αυτά, προσπάθησα να καθησυχάσω κι άλλο τον εαυτό μου, κάνοντας την επικίνδυνη ερώτηση. Την έκανα με φωνή αδιάφορη, παριστάνοντας ότι διπλώνω το τετράδιό του.
– Μα επιτέλους, ψιθύρισα, πώς έμοιαζαν οι καινούριοι βώλοι σου και γιατί δεν μου τους δείχνεις;
Ο Πίτερ έκανε μια περιφρονητική γκριμάτσα, με ατένισε για λίγο και απάντησε με δασκαλίστικο ύφος :
– Οι βώλοι ενός δέντρου με βώλους δεν μοιάζουν με τίποτε άλλο εκτός από καρπούς! Εξάλλου, πρόσθεσε, κατάλαβα ότι δεν ανήκαν σε μένα, γιατί έμεναν ωοειδείς, σαν αυτούς που είναι ζωγραφισμένοι στο μεγάλο λεξικό… Γι’ αυτό και τους κατέστρεψα… Δεν είμαι κλέφτης!
Μια παρατεταμένη σιωπή σκέπασε το ιατρείο μου. Άκουγα το ρολόι του τοίχου που μετρούσε το λεπτό που περνούσε, τονίζοντάς το.
Η φωνή του Πίτερ ακούστηκε λίγο μετά, αλλά δεν διέλυσε την αληθινή δυσφορία που με είχε καταλάβει εδώ και λίγη ώρα. Τα πολύλογα χείλη του –που ποτέ δεν θέλησαν να μου πουν κάτι παραπάνω– ξανάπιασαν τον ειρμό του μονολόγου του. Έτσι, «το δέντρο με τους βώλους» και οι «πετούμενες ρίζες» του αποτελούν πλέον μέρος του καθημερινού παραληρήματός του, στην ίδια σειρά εικόνων όπου πρωταγωνιστούν οι «τουλίπες», οι «κρήνες» και τα «τρία καπέλα του νερού».
Πρώτη δημοσίευση: Vassily Photiadès, L'Arbre à Billes (Gravures originales de D. Galanis: Με πρωτότυπα χαρακτικά του Δ. Γαλάνη), Λωζάννη 1946. Οριστική (εκδοχή) στο Οι διαφανείς (Les transparents), εκδ. Stock, Παρίσι 1958