Καθόμουν κάτω από την ομπρέλα μου απολαμβάνοντας τη θέα της ήρεμης θάλασσας όταν ξαφνικά μια κοπέλα που περνούσε από μπροστά μου, είπε: «Σας πειράζει να καθίσω πλάι σας; Έχει πολύ ήλιο σήμερα κι όλες οι ξαπλώστρες είναι κατειλημμένες». «Ασφαλώς», είπα. «Πώς σας λένε;» είπε. «Διονύση», είπα. «Χάρηκα», είπε. «Εσάς;» είπα. «Μπρουνχίλντε», είπε. «Παράξενο όνομα», είπα. «Γερμανικό. Η προγιαγιά μου ανήκε στον οίκο των Χοεντσόλερν». «Χοεντσόλερν; Σαν μάρκα μπύρας ακούγεται», είπα. «Πράγματι», είπε. «Και με τι ασχολείστε», είπα. «Προσπαθώ εδώ και μήνες να ξεφορτωθώ τον σύζυγό μου», είπε. «Γιατί;» είπα. «Επειδή είναι ένας τύραννος», είπε. «Και τι ακριβώς κάνατε;» είπα. «Έριξα δηλητήριο στο φαγητό του, επιχείρησα να τον σπρώξω από έναν βράχο στα Μετέωρα· προχθές έριξα το σεσουάρ στη μπανιέρα τη στιγμή που λουζόταν. Τίποτα. Δυστυχώς είναι ακόμη ζωντανός», είπε. «Μήπως θα πρέπει να παραιτηθείτε από την προσπάθεια;» είπα. «Και να παραδοθώ σ’ αυτό το ναζιστικό κτήνος;» είπε. «Ναζιστικό;» είπα. «Γιατί νομίζετε ότι αποφάσισε να είναι μαζί μου;» είπε. «Δεν κατάλαβα», είπα. «Για σκεφτείτε! Μπρουνχίλντε! Βάγκνερ! Φύρερ!», είπε. «Τι δουλειά κάνει;» είπα. «Εκπαιδεύει ροτβάιλερ και ντόμπερμαν», είπε. «Επικίνδυνη δουλειά», είπα. «Θέλω τη βοήθειά σας σε κάτι», είπε. «Τι εννοείτε;» είπα. «Με κρατάει φυλακισμένη. Τα χρήματα και τα χρυσαφικά μου είναι σ’ ένα εντοιχισμένο χρηματοκιβώτιο που είναι κρυμμένο πίσω από ένα πορτρέτο». «Τι πορτρέτο;» είπα. «Καλύτερα να μη σας πω», είπε. «Ντρέπομαι». «Και τι μπορώ να κάνω εγώ;» είπα. «Φαίνεστε δυνατός και αποφασιστικός άντρας», είπε. «Με κολακεύετε», είπα. «Θα ήθελα να έρθετε στο σπίτι, όταν εκείνος θα λείπει, ώστε να πάρω από το χρηματοκιβώτιο όλα όσα μου ανήκουν», είπε. «Και γιατί χρειάζεστε εμένα;» είπα. «Δεν ξέρετε τον συνδυασμό;» «Τον ξέρω, αλλά φοβάμαι να το κάνω μόνη μου», είπε. «Είστε σίγουρη ότι θα λείπει;» είπα. «Ναι. Κάθε πρωί πάει τον Άντολφ και τον Ρούντι βόλτα στον Εθνικό Κήπο», είπε. Με αιφνιδίασε το αίτημα αυτής της άγνωστης ύπαρξης, όμως ήταν πολύ ελκυστική και δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ. Εξ άλλου, η ζωή μου τον τελευταίο καιρό ήταν τόσο πληκτική που μια μικρή περιπέτεια σίγουρα θα με αναζωογονούσε. Το άλλο πρωί στις δέκα ακριβώς, όπως είχαμε συμφωνήσει, βρισκόμουν έξω από το σπίτι της. Σε λίγο είδα τον άντρα της να βγαίνει με τους δύο σκύλους. Περίμενα πέντε λεπτά μέχρι να σιγουρευτώ ότι είχε φύγει και χτύπησα το κουδούνι της πόρτας. Μου άνοιξε αμέσως. Φορούσε μια πράσινη, μεταξωτή ρόμπα στο χρώμα των νυχιών της. Ανεβήκαμε στο γραφείο όπου βρισκόταν το χρηματοκιβώτιο και με γρήγορες κινήσεις το άνοιξε και έβαλε το περιεχόμενό του σε μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα. «Και τώρα τι θα κάνετε;» είπα. «Θα πάτε σε κάποιο εξωτικό νησί ν’ απολαύσετε την ελευθερία σας;» «Όχι. Θα πρέπει να σας σκοτώσω», είπε. «Γιατί;» είπα. «Αφού έκανα ό,τι μου ζητήσατε». «Για να φανεί ως ληστεία» είπε. Θα πω ότι είχατε συνεργό και πρόλαβα να πυροβολήσω μόνο εσάς. «Και γιατί δεν περιμένετε να επιστρέψει ο σύζυγός σας να σκοτώσετε αυτόν;» είπα. «Δεν είπατε ότι είναι ένα κτήνος;» «Ναι. Αλλά εκείνος είναι αθάνατος», είπε.