Ρώμη
Κοιτάζεις τη βροχή που πέφτει
πάνω στο παχύ κυρτό τζάμι του αεροδρομίου
και κατρακυλά
Ρώμη, μια πόλη που δεν είδες ποτέ
κι ας βρέθηκες 9 ώρες αναμονή στο έδαφός της
Πίσω το πιάνο
ένα μαύρο πιάνο
με ουρά
μελωδίες του Γιαν Τίρσεν, κομμάτια από βωβό κινηματογράφο,
τζαζ, μελαγχολικές σονάτες,
ένα κοριτσάκι που παίζει με τα πλήκτρα
Όσοι ξέρουν, σταματούν να παίξουν ένα κομμάτι ή δυο
ώσπου… φεύγει βιαστικά για να μην χάσει την πτήση του
κάποιοι δεν ξεφορτώνουν ούτε το σακίδιό τους
αυτοί που δεν ξέρουν δεν παίζουν
κάθονται, ακούν, περνούν, ή χειροκροτούν
όσο η βροχή πέφτει
(μάλλον σύμφωνα με τη διάθεσή τους και όχι με την ερμηνεία του κομματιού)
και ο ήλιος στέλνει ακόμα τις αχτίδες του στο κυρτό παχύ τζάμι του αεροδρομίου
μιας πόλης που δεν είδες
μιας κατατρεγμένης αγάπης που δεν πρόφτασες να ζήσεις
Μπερδευτήκαμε
Σε μια στροφή του δρόμου μπερδευτήκαμε
κι έγινε η απόλαυση αγώνας
Τρέξαμε να σωθούμε μα χαθήκαμε
κι έγινε η περιπλάνηση ζωή
Ανταύγειες
Όπως οι φιλίες του καλοκαιριού
καταδικασμένες να βρουν καταφύγιο
σε άλλες παρέες
σαν αντικρύσουν τα πρώτα μαύρα σύννεφα βροχής
Σαν αναποφάσιστες ρουτίνες
οι σχέσεις μας
Όπως τα φεστιβάλ δίχως πρόγραμμα
που πάσχουν από ανίατη φοβία
στις κάμερες και τα μικρόφωνα
Συγκινητικές στο ξεκίνημα
μα στο τελείωμά τους
μας αφήνουν άθικτους και απαθείς
με μόνη πανάκεια τις αναμνήσεις
αφού μας επιστρέψουνε τα χέρια μας
κενά
Ή μήπως στον απόηχο ξένων χωρισμών
άλλο τίποτα δεν είμαστε παρά ανταύγειες
Χωράφια σπαρμένα
με ξυπνητήρια και μηχανικές ατζέντες
η ζωή μας
Τόσο δύσκολες να τις συλλάβεις
είναι οι σχέσεις μας
που τις καταλαβαίνεις καλύτερα
σαν τις κοιτάς με σφαλιστά τα μάτια