Τρία ποιήματα

Τρία ποιήματα


Άλαλα τα χείλη

Αποφεύγω να γράφω στο δάσος.
Την τελευταία φορά που το επιχείρησα
μια πεταλούδα εισχώρησε στο ποίημα.
Άρχισε να τρώει τα φωνήεντα.
Αναγκάστηκα
να το πετάξω στα σκουπίδια.
Όχι στα ανθρωπινά.
Σ’ εκείνα των λεπιδόπτερων.
Το έκαναν κι άλλοι πριν από εμένα.
Φεύγοντας μάζεψα ένα άλαλο ποίημα
του Ουράνη
πρόσθεσα μερικά φωνήεντα
και το καρφίτσωσα στο πουκάμισό μου.


Εποχή αυτοχειρίας

Ποια να’ ναι η ιδανικότερη εποχή αυτοχειρίας;
Σίγουρα όχι η άνοιξη
να κρέμεσαι απ’ το σκοινί σαν αρχαίο μνημείο
κι ο αέρας να φέρνει στα ρουθούνια σου
τη βραδινή σονάτα των χαμομηλιών.

Καλύτερα χειμώνα, που η φύση κοιμάται.
Μα πάλι, τι είδους πρωτοτυπία είναι αυτή;
Ποιος θα προσέξει τον θάνατό σου;
Ένα νεκρό λουλούδι ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα.

Ίσως το καλοκαίρι να ‘ναι η λύση
Φορώντας μπεζ κουστούμι
και καπέλο Παναμά με μαλακή ψάθα.
Κι αν από φόβο ή αγωνία ποτίσουν τα υφάσματα ιδρώτα;
Θα ξεχαστεί με μιας το παρελθόν σου.
Το μόνο που θα θυμούνται από εσένα
θα’ ναι οι κηλίδες στο λινό πουκάμισό.

Φθινόπωρο λοιπόν, δεν σου απόμεινε άλλη επιλογή.

Πριν τη θηλιά περάσεις στο λαιμό σου
σκέψου αν είναι ηθικό, την εποχή του τρύγου
που φθίνει μέσα σου –όσο ποτέ– η ιδέα του θανάτου
ν’ αφήσεις έρημους στη γη τους πότες αδερφούς σου.



Ο Πωλ και η μαργαρίτα


Κρατούσε στα χέρια του
μια ντουζίνα κίτρινες μαργαρίτες.
Την περίμενε
στα σκαλοπάτια του διαμερίσματός της.
Πέρασαν ώρες ή μάλλον μέρες
τόσες που ο χρόνος έπαψε να μετρά τον χρόνο.

Μεταμορφώθηκε κι εκείνος σε λουλούδι.
Τα δάχτυλά του έγιναν πέταλα.
Το σώμα του ένα λεπτό κοτσάνι
που έγερνε απ’ το βάρος.
Ο άνεμος απέμεινε μια μοναχική θύελλα
που πάλευε να του χτενίσει τα μαλλιά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: