Πέραν

Πέραν

Μ’ είχανε δώσει ένα παιδάκι, ούτε τρίων χρονών, να το πάω στον Σταθμό, και βιάσου, με προειδοποίησαν, γιατί στη μία ακριβώς, φεύγει το λεωφορείο.
Περνάγαμε, από ένα δρόμο με δεντροστοιχίες που σκορπάγανε ευωδιά από ρετσίνι. Στην αγορά, λιγοστά τα ανοιχτά μαγαζιά. Στις ταμπέλες τους, μάντευες και τί πουλούσαν: στα χασάπικα, ο μπαλτάς καρφωμένος στο κούτσουρο, στα μανάβικα κούτες με ζαρζαβάτια, φαλτσέτες στα μπαρμπέρικα. Σ΄ένα κουρείο, βουλιαγμένος στην πολυθρόνα, τυλιγμένος με μία φαρδιά πετσέτα, ένας γεράκος χειρονομούσε, σα να κουβέντιαζε με τον μακρόστενο καθρέφτη απέναντί του. Παραπέρα στο μπεζεστένι, στα «Ενδύματα ευκαιρίας», δίπλα από τις κούκλες της βιτρίνας, ένα κοριτσάκι έκανε πρόβες με ρετάλια.
«Ελάτε καλέ», άκουσα μία φωνή, «ελάτε να παίξουν τα παιδιά» – και βλέπω την νοσοκόμα που μ’ είχε κάνει το εμβόλιο. Δίνοντας ένα αριθμητήρι στην μικρή, πρόσταζε: από το εκατό, θα κατεβαίνεις ως το δέκα με μία αναπνοή. Κι αυτό, σέρνοντας τις χάντρες στις βεργίτσες, ψέλλιζε τους αριθμούς: γιουζ, ντοκσάν, σεκσέν, γετμίς, αλτμίς...  
Και τώρα, αγρίεψε η φωνή, θ’ ανεβαίνεις απ’ το μηδέν... Σιφίρ! ακούστηκε, μα ήταν κιόλας μία παρά είκοσι και θα μας έτρωγε χρόνο πολύ η σκάλα αυτή των αριθμών.
Βγήκαμε σε μία, δίχως αγάλματα, πλατεία. «Πεινάω», παραπονέθηκε ο μικρός καθώς μας τύλιγε η γαργαλιστική μυρωδιά από το γωνιακό σιμιτσίδικο. Κουλούρια αφράτα, τσατάλια με μαύρο σουσάμι, χαλκαδάκια ξεροψημένα, αραδιασμένα στο τζαμεκιάνι, σα να μας φώναζαν, «αγόρασέ με»... Ναι, άμα με τι παράδες; Καλά που αφαιρέθηκε κοιτώντας στο καμπαναριό τους μακρυλαίμηδες πελεκάνους. Έτσι που αλλάζανε θέση, μία στο ’να και μία στ’ άλλο πόδι, έπεφταν άχερα και φτεράκια από ψηλά. Ξάφνου, ένα σύννεφο, έκοψε σα λεπίδι το ανεμοδαρμένο εκείνο καμπαναριό, που φάνηκε να γέρνει μονόπαντα.
Πήραμε την κατηφόρα με τα χαλκωματάδικα. Σφυροκοπήματα σε πυρωμένα αμόνια, σπινθήρες φωτιάς, εκεί που φτιάχναν τα κουδούνια με μοναδικό ήχο το καθένα του: αλλιώς χτυπάνε όταν τρέχουν τα αρνάκια να γλιτώσουν από τους λύκους, αλλιώς όταν ντιντινίζουν στα γιορτάσια. Κι έτσι που προχωρούσαμε και αραίωναν οι σφυριές, τραγούδια ακουγότανε από τον περιπλανώμενο θίασο. Έξω απ' τις τέντες, δύο θεατρίνες μάλωναν ποια θα πρωτοπάρει νερό από την κρήνη που έσταζε κόμπο-κόμπο.
Η πρώτη, με μία στάμνα που είχε κερί αναμμένο στο άνοιγμά της, δίχως νερό θα σβήσει η φωτιά, έλεγε, και η άλλη, που ήταν και η ομορφότερη, κρατώντας φανταχτερά χάρτινα λουλουδάκια, έσκυβε να τα ραντίσει, φωνάζοντας «και τι μ’ αυτό… τι μ’ αυτό;»
«Αλλιώς σας τα μαθε ο υποβολέας», πετάχτηκε ένας νυχτοφύλακας, και αναποδογυρίζοντας με την σομπανίκα του την ψεύτικη βρυσούλα, άρχισε να τις ξυλοφορτώνει, ενώ απ’ το μουσλουκάκι έτρεχαν αφρίζοντας νερά, πολλά νερά.
Μα η ώρα κυλούσε, αχ, δε θα προλάβουμε των μία... έλεγα, και σφίγγοντας το χεράκι του μικρού, το έσερνα, ανέβα-κατέβα. Μία παρά δέκα, μία παρά πόσο; Μα δεν τολμούσα να ρίξω ούτε ματιά στο ρολόι μου και τρέχοντας σχεδόν, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα αδιέξοδο δρομάκι. Ένας μοναχός, τάιζε στη γουβίτσα της απαλάμης του δύο πουλάκια. Μια καμπουρίτσα, σερνάμενη, αγγίζοντας το τριμμένο ράσο του, ρώταγε, «ένι μετάνοια γιέ μου; Λυχνάρι μισοσβησμένο δεν θα φυσήξει, καλάμι ραγισμένο δεν θα το συντρίψει», ψιθύριζε αυτός. Από τους ξύλινους εξώστες των σπιτιών, έβλεπες απλωμένα ρούχα, από τη μια μεριά του δρόμου ως την άλλη. Τα κουρτινάκια στα καφασωτά παράθυρα, σαλεύανε για λίγο και μορφές αχνοφαίνονταν, αφήνοντας μακρόσυρτα επιφωνήματα. Μια ξυλόπορτα, με μπρούτζινους μεντεσέδες που άστραφταν άνοιξε, και είδαμε τον Σταθμό.  
Αχθοφόροι με χαμαλίκες στην πλάτη, άρπαζαν τις αποσκευές και τις έδεναν με χοντρά λουριά στην σκάρα του λεωφορείου που με αναμμένη την μηχανή του, περίμενε τον κόσμο για να φύγει. Άλλοι με μαντήλια σταμπωτά, ποτισμένα με ορυκτέλαια από τα έγκατα της γης, κι άλλοι με κεφαλόδεσμους, σκέπαζαν τα πρόσωπά τους, μην φανερωθεί το παραμικρό που θα τους έκλεινε στην καραντίνα – στα απολυμαντήρια με τις παράγκες, φραγμένες με συρματοπλέγματα. Κάτι τσακαλάκια, έσερναν τσουβάλια και κοφίνια, που κανείς δεν ήξερε τι έκρυβαν στα σωθικά τους, και τα στοιβάζανε στην σκοτεινή κοιλιά του λεωφορείου, σφυρίζοντας «τσαμπούκ, τσαμπούκ»!    
Μία παρά ένα λεπτό, παρέδωσα το παιδί στον ανυπόμονο οδηγό.

«Πέρνα κι απ’ τον εισπράχτορα», είπε, βγάζοντας ένα χι μακρόσυρτο, κι άρχισε να κάνει μανούβρες, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης – εισιτήρια δεν έκοβαν, τα χαρτιά ήταν προ πολλού δυσεύρετα. Ανάλογα με το ποια στάση θα κατέβαινες, πλήρωνες σε είδος: ένα κιούπι λάδι, μία κανάτα κρασί, κάνα γδαρμένο κουνέλι, τίποτα αγυάλιστα γρόσια. Μα εμείς τι να δίναμε, που ψίχουλο δεν είχα στην τσέπη μου…
«Εσύ ακούμπα τα σχέδιά σου», είπε ο εισπράχτορας. Πού το ξερε ότι ήμουνα ζωγράφος; «Όσο για τον μικρό», συνέχισε, «ας μας αφήσει τα χαρτολούλουδα που άρπαξε απ’ τις χορεύτριες...»
«Φύγαμε!» Ακούστηκε ο οδηγός, και πετάχτηκε έξω. Το λεωφορείο, από μόνο του πήγαινε προς τη γέφυρα του Γαλατά. Γερμένοι στα παραπέτια της ψαράδες κι όχι μόνο ερασιτέχνες, τράβαγαν με καλάμια απ’ τα νερά του χρυσού κέρατος, λέξεις καταποντισμένες.

Και πριν να προλάβει να στεγνώσει η μελάνη απ' την προηγούμενη πρόταση, το λεωφορείο ορμούσε προς το Μπέγιογλου, το ύψωμα αυτό, που «γιος του μπέη» ονομάστηκε – στο περιώνυμο Πέραν.

                                                                                              Μνήμη Γιώργου Γκολομπία (1961-2009)

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιάννη Πατσώνη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: