Όλα τ’ αστέρια σβήστηκαν
σ’ ένα κουβά νερό
ένα κουβά από τσίγκο
που τρύπησε
και χύθηκαν απ’ τις μικρές του
τρύπες σβησμένα
ιριδίζοντα ρινίσματα σιδήρου
που η γη
δεν μπορούσε να πιει
καρφώθηκαν και πια
δεν μπορείς να περπατήσεις
χωρίς να ματώσεις
κι όταν πετάξεις
στις πατούσες σου
τα στίγματα
ιριδίζουν
στον ουρανό
———— ≈ ————
Κανείς δεν είναι πεθαμένος στη βάρκα αυτή
που οργώνει το πηχτό ποτάμι
Οι νεκροί κρύβονται στα δέντρα
σε πυκνές φυλλωσιές ανάμεσα στα μελανά και στα
πολύχρωμα έντομα
κρέμονται δίπλα σε μικρούς πιθήκους υλοβάτες
Είχαν μια αγάπη
ο καθένας
Στη βάρκα κοιτάνε αν είναι
Παίρνονται τα κορίτσια στη σειρά
με το βαρκάρη στο κοίλο του σκάφους
στα σανίδια κάθονται οι άλλες
χτενίζουν τα μαλλιά τους
βάφουν τα νύχια τους
κόκκινα
κι η μια της άλλης τα χέρια δένει
στις σιδεριές
στο κοίλο του σκάφους
που σκίζει το πηχτό ποτάμι
Θα λυθούν στην πέρα όχθη
Δεν θέλουν άλλο τους νεκρούς
Θα λυθούν για τη ζωή και για τον έρωτα
εκεί
στην πέρα όχθη με τους ζωντανούς
θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους
Ο βαρκάρης
αυτός
δεν είναι ζωντανός
ούτε νεκρός
———— ≈ ————
Από μακριά οι μέρες φαίνονταν ακίνδυνες
μέρες ανύποπτες στο δρόμο του ερχομού
αποπλανήθηκαν;
ξεστράτισαν;
πήγα να τις γυρέψω ανήμερος
τις βρήκα μες στο αίμα
το αίμα ποιου;
που νόμιζα αναίμακτες
το αίμα ποιων;
βρήκα δικό μου αίμα
και δικό σου, αγάπη μου
αν πας να τις γυρέψεις
στο παρελθόν, αγάπη μου,
μείνε στο παρελθόν
Μείνε μακριά απ' το λουτρό του αίματος
τις άγριες μέρες γυρισμένες ανάποδα
ριγμένες στο χαντάκι που πρέπει να κατέβω
Μείνε
αγάπη μου
στο σπίτι μας
———— ≈ ————