Έξι ποιήματα

Gustave Doré, χαλκογραφία από την «Κόλαση» του Δάντη (1861)
Gustave Doré, χαλκογραφία από την «Κόλαση» του Δάντη (1861)

Όλα τ’ αστέρια σβήστηκαν
σ’ ένα κουβά νερό
ένα κουβά από τσίγκο
που τρύπησε
και χύθηκαν απ’ τις μικρές του
τρύπες σβησμένα
ιριδίζοντα ρινίσματα σιδήρου
που η γη
δεν μπορούσε να πιει
καρφώθηκαν και πια
δεν μπορείς να περπατήσεις
χωρίς να ματώσεις
κι όταν πετάξεις
στις πατούσες σου
τα στίγματα
ιριδίζουν
στον ουρανό

———— ≈ ————

Κανείς δεν είναι πεθαμένος στη βάρκα αυτή
που οργώνει το πηχτό ποτάμι
Οι νεκροί κρύβονται στα δέντρα
σε πυκνές φυλλωσιές ανάμεσα στα μελανά και στα
πολύχρωμα έντομα
κρέμονται δίπλα σε μικρούς πιθήκους υλοβάτες

Είχαν μια αγάπη
ο καθένας
Στη βάρκα κοιτάνε αν είναι

Παίρνονται τα κορίτσια στη σειρά
με το βαρκάρη στο κοίλο του σκάφους
στα σανίδια κάθονται οι άλλες
χτενίζουν τα μαλλιά τους
βάφουν τα νύχια τους
κόκκινα
κι η μια της άλλης τα χέρια δένει
στις σιδεριές
στο κοίλο του σκάφους
που σκίζει το πηχτό ποτάμι
Θα λυθούν στην πέρα όχθη


Δεν θέλουν άλλο τους νεκρούς
Θα λυθούν για τη ζωή και για τον έρωτα
εκεί
στην πέρα όχθη με τους ζωντανούς
θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους

Ο βαρκάρης
αυτός
δεν είναι ζωντανός
ούτε νεκρός

———— ≈ ————

Από μακριά οι μέρες φαίνονταν ακίνδυνες
μέρες ανύποπτες στο δρόμο του ερχομού
αποπλανήθηκαν;
ξεστράτισαν;
πήγα να τις γυρέψω ανήμερος
τις βρήκα μες στο αίμα
το αίμα ποιου;
που νόμιζα αναίμακτες
το αίμα ποιων;
βρήκα δικό μου αίμα
και δικό σου, αγάπη μου
αν πας να τις γυρέψεις

στο παρελθόν, αγάπη μου,
μείνε στο παρελθόν

Μείνε μακριά απ' το λουτρό του αίματος
τις άγριες μέρες γυρισμένες ανάποδα
ριγμένες στο χαντάκι που πρέπει να κατέβω

Μείνε
αγάπη μου
στο σπίτι μας

———— ≈ ————

Βιαζόμαστε στο δρόμο για το θάνατο με τις βάρκες να περάσουμε τη θάλασσα. Αλλά μετά όταν φτάσουμε μας στοιβάζουν πίσω από τα σύρματα και καθόμαστε και δεν υπάρχει χρόνος μετά το θάνατο.

Και σηκωνόμαστε όταν ο χρόνος παλινδρομεί σε κύματα σαν με σπασμούς ξεσπώντας όπως συμβαίνει μετά το θάνατο. Και καθόμαστε χωρίς μέρα και νύχτα. Και μας λένε σήκω ήρθε χρόνος και πες ποιος είσαι και από πού έρχεσαι ένας-ένας και οι άλλοι κάθονται και δεν υπάρχει χρόνος μετά το θάνατο.

Έχουμε γυναίκες και παιδιά αφήσει πίσω ή μπροστά μας έχουν φύγει με βάρκες. Και δεν πηγαίνουμε ούτε γυρνάμε.

Σήκω ήρθε χρόνος και πες ποιος είσαι. Εναλλάξ είμαστε όλοι νεκροί εκτός αυτός που ρωτάνε. Και κάθεται αυτός και δεν υπάρχει χρόνος μετά το θάνατο.

———— ≈ ————

Το χειμώνι στο ρείθρο του υγρού πεζοδρομίου
ήταν σχεδόν νεκρό. Ανάμεσα στα χέρια μου
οι χτύποι της καρδιάς του αυξήθηκαν.
Του μεταδόθηκε θερμότητα,
αυξήθηκε ο τρόμος του.
Όταν η ζέστη–τρόμος το κατέλαβε απ’ άκρου εις άκρο
εκσφενδονίστηκε στον ουρανό.
Πετούσε
μ’ ομαλή καρδιά και δίχως φόβο.

Ανάμεσα στα χέρια σου
οι χτύποι της καρδιάς μου αυξάνονται.
Ζεσταίνομαι και με κατακλύζει ο τρόμος
γιατί το είδος σου μού είναι ξένο
και περιμένω ο τρόμος
(η ζέστη–τρόμος της οικειότητας)
να μ’ εκτινάξει στη φύση μου.

———— ≈ ————

Τρομαγμένα πετάξαν τα πουλιά
το παράπονο έμεινε στο δέντρο
σκοτείνιαζε νύχτα μοναχική.

Σκοτείνιαζε στη σιωπή, ώσπου
ήρθε ο άνεμος για συντροφιά
στο δέντρο. Θρόιζε όλη νύχτα.

Σταμάτησε με την αυγή.
Τότε γυρίσαν τα πουλιά.
Πού ήσαν όλη νύχτα;

Κανείς δεν ξέρει.
Στο πουθενά ταξίδεψαν.
Τη νύχτα δεν υπήρχαν.

Στο πουθενά και στο ποτέ.
Ήταν γλυκιά η μέρα.
Ο άνεμος κατέβηκε στον κάμπο.

Όλη την μέρα ο άνεμος
χωρίζει το χορτάρι
και το ενώνει πάλι.

Έρχετ’ η νύχτα.
Μ’ ανήκουστες φωνές θα σηκωθεί
και θα τρομάξει τα πουλιά.

Ο άνεμος αγάπησε το δέντρο.
Το δέντρο αγάπησε τον άνεμο.
‘Ολη τη νύχτα θρόιζε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: