«Τούτο δεν ονομάζουνε μαρτύριο της ελπίδας;» ———— Κοσμάς Πολίτης, Eroica
Βαθιά νυχτωμένος είναι όποιος πιστεύει πως η ζωή των εργαζομένων μιας εταιρείας είναι δύσκολη, όταν το αφεντικό είναι αυταρχικό, απαιτητικό και αγενές. Η δική μας περίπτωση είναι εντελώς διαφορετική. Μετά το συμβάν, το ΔΣ της ΕΜΔ Α.Ε. (όπου ΕΜΔ, Ελληνικά Μάρμαρα Διονύσου) μάς ανακοίνωσε ότι από τούδε και στο εξής, τα ινία της επιχείρησης αναλαμβάνει ο εικοσιτετράχρονος γιος του αφεντικού. Η έκπληξή μας ήταν τεράστια, αλλά, όπως καταλαβαίνετε, όταν μιλά το ΔΣ, όλοι σιωπούν και προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα.
Στην αρχή χαρήκαμε κάπως, γιατί πλέον είχαμε ένα αφεντικό που δεν έπαιρνε καμία απόφαση, δεν φώναζε και δεν θα απέλυε κανέναν. Γρήγορα, όμως, άρχισαν τα προβλήματα, καθότι η σχεδόν ακυβέρνητη Α.Ε. μετατράπηκε σε έναν απέραντο λαβύρινθο άλυτων θεμάτων, όπου ο κάθε εργαζόμενος χάραζε την δική του ατέρμονη και αδιέξοδη πορεία. Στο τμήμα πωλήσεων οι προσφορές ταξίδευαν ανά τον κόσμο κατά βούληση του κάθε πωλητή. Στο διαφημιστικό, οι δημιουργοί-καλλιτέχνες μας είχαν τόσες ιδέες να αναλύσουν και να ανταλλάξουν, που όλα τα μερόνυχτα του Πικάσο στο Παρίσι δεν τους ήταν αρκετά για να καταλήξουν σε μια καμπάνια. Στο λογιστήριο, ευτυχώς λόγω νομοθεσίας, είχαμε πιο συγκεκριμένες και άνωθεν ορισμένες γραμμές να ακολουθήσουμε, οπότε το χάος ήταν πιο περιορισμένο. Αλλά και πάλι, ο καθένας αποφάσιζε βάσει της δικής του, προσωπικής λογικής.
Φυσικά δεν ήμασταν και τόσο αθώοι – μικρές αυξησούλες και μεγάλες άδειες ήταν ήδη στα πλάνα μας. Κυρίως λόγω του ότι το νέο αφεντικό δεν έβαζε υπογραφές, ενώ, αντίθετα, ο πατέρας του υπέγραφε ό,τι έγγραφο του δίναμε χωρίς καν να το κοιτάξει. Για την ακρίβεια, έδειχνε πως το διάβαζε, ξεφύλλιζε κι έκανε πως σκέπτεται, όμως πολύ αμφιβάλλω πως κάποιος είναι ικανός να διαβάσει χωρίς να κουνήσει τις κόρες των ματιών του από αριστερά προς τα δεξιά.
Αν μιλήσω, δε, για τα τμήματα εκτός του κτιρίου μας, δηλαδή της εξόρυξης, επεξεργασίας και μεταφοράς μαρμάρου, η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Μετά το συμβάν και την αλλαγή διοίκησης, τα λατομεία μας και όλη η εφοδιαστική αλυσίδα είχαν τέτοιες καθυστερήσεις, που καθημερινά έπρεπε να ηρεμούμε εξαγριωμένους πελάτες στα τηλέφωνα. Ευτυχώς, αυτή η πίεση από την αγορά αφύπνισε πολλούς μες στην εταιρεία. Οι πιο δυναμικοί συνειδητοποιήσαμε πως δουλειά δεν θα υπάρχει, αν συνεχιστεί αυτή η πορεία, και αλλάξαμε τακτική μέσα σε ένα μικρό διάστημα περίπου τριών μηνών. Μετά το συμβάν. Αποφασίσαμε πως θα αποφασίζουμε εμείς.
Η διαδικασία είχε ως εξής: Όποιος είχε το θάρρος, και ολίγον θράσος, και νοιαζόταν για το καλό της εταιρείας, πήγαινε στο γραφείο του νέου διευθυντή, έμενε μέσα για σχεδόν πέντε λεπτά. Δεν ξέρω πώς περνούσαν αυτά τα πέντε λεπτά για άλλους. Εγώ κοιτούσα το παράθυρο, το ρολόι μου, άκουγα την αναπνοή μου να αντηχεί στα αυτιά μου, μερικές φορές άσθμαινα, δεν το άντεχα αυτό το πράγμα. Παράθυρο, ρολόι, καμιά φορά τραγουδούσα από μέσα μου το «Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε», σε γρήγορη ταχύτητα, δυο φορές απανωτά, μα πάντα στο «ακουμπώ στα δυο μου χέρια και σηκώνομαι» κάτι μ’ έπιανε και λύγιζα και δάκρυζα και κοιτούσα το ρολόι μου κι είχε περάσει αυτό το φρικτό πεντάλεπτο. Λοιπόν, δεν ξέρω πώς τα κατάφερναν οι άλλοι, όμως όταν βγαίναμε, ανακοινώναμε πως «το αφεντικό αποφάσισε ετούτο κι εκείνο» κι ας ήταν μόνο δικές μας αποφάσεις. Αυτές δηλαδή, που σπουδάσαμε και μάθαμε στην πράξη πως ήταν οι σωστές.
Κάπως έτσι πέρασαν δυο μήνες ακόμη, πέντε συνολικά μετά το συμβάν. Το πρώην αφεντικό συνέχισε να περιφέρεται σαν φάντασμα μεταξύ εισόδου και γραφείου, να μιλάει χαμηλόφωνα και να μας δείχνει την πόρτα του νυν αφεντικού, όταν επρόκειτο για κάτι σημαντικό πέραν των υπογραφών. Εμείς, οι πιο αποφασιστικοί ανά τμήμα, συνεχίσαμε να κρυφο-διοικούμε την εταιρεία κι έτσι σιγά σιγά η κατάσταση συνέκλινε σε μια ισορροπία που κανείς δεν ανέμενε. Μέχρι κι η τιμή της μετοχής μας ανέβηκε. Έφτασε αρκετά κοντά στην προ-συμβάντος τιμή της, αλλά δεν θα κινούσαμε καμία υποψία για το τι συνέβαινε μετά το συμβάν, αν δεν καταπιανόταν με «το φαινόμενο ΕΜΔ» ένας αρθρογράφος της Ναυτεμπορικής.
Η σύζυγος του αφεντικού άρχισε τα τηλέφωνα. Προφανώς το ζεύγος ήταν συνδρομητές της Ναυτεμπορικής. Η κυρία Μαρία ήταν νοικοκυρά στο επάγγελμα, αλλά καταρτισμένη μηχανικός του Πολυτεχνείου. Πανέξυπνη, γρήγορη και πνευματώδης. Κάτι στο άρθρο τής φάνηκε ύποπτο και έσπευσε να κάνει αιφνιδιαστική επίσκεψη στην εταιρεία, όπου είχε πολλά χρόνια να πατήσει. Μόλις την αντιληφθήκαμε στην είσοδο, σταθήκαμε όλοι όρθιοι με σεβασμό, σε δύο σειρές εκατέρωθέν της και χαιρετήσαμε κλίνοντας τα κεφάλια μας. Άχνα. Αμήχανοι και άνανδροι, την αφήσαμε μόνη να γλιστρά με το αργό της βήμα στο μαρμάρινο πάτωμα προς το γραφείο του αφεντικού. Τα παπούτσια της ήταν φθαρμένα, τα μαλλιά της λυτά και απεριποίητα. Την είχαμε ξαναδεί έτσι αμέσως μετά το συμβάν, μα είχα γρήγορα απωθήσει αυτή την εικόνα από το μυαλό μου. Και τώρα, σα να την έβλεπα εκ νέου, τρόμαξα. Κοιτούσε γύρω της. Το ασανσέρ, τους επάνω ορόφους, την βαριά πόρτα του διευθυντικού. Είχε ένα βλέμμα εμφανώς θολωμένο από ηρεμιστικά και οτιδήποτε άλλο κατέστειλε τις αντιδράσεις της. Όμως το πνεύμα της, αυτό το πνεύμα που αιωρούνταν κάπου ψηλότερα από το εγκαταλελειμμένο σώμα της, παρέμενε οξύ όπως παλιά, όπως την θυμόμουν. Έφτασε στα μισά, εκεί όπου στεκόμουν εγώ κι άνοιξε το στόμα της. Μια έξαρση του μυαλού. Έτρεμα τι θα πει κι έτρεμα τι θα απαντούσα εγώ.
«Ποιος είναι μέσα;» μου ψιθύρισε συνωμοτικά στο αυτί, σα να μοιραζόμασταν μόνο οι δυο μας ένα μεγάλο μυστικό. Ένα μυστικό τόσο απίθανο και μαγικό, που δεν θα μας πίστευε κανείς αν τού το εκμυστηρευόμασταν. Τα μάτια της τέντωσαν μπροστά στα δικά μου, σε αναμονή, σε ελπίδα και για μια στιγμή χαμογέλασαν. Ξεροκατάπια, ο ηλίθιος, δε μίλησα, δεν την αγκάλιασα, δεν την συνόδευσα, δεν. Γύρισε προς την πόρτα πάλι.
«Ποιον έχετε εκεί μέσα για αφεντικό σας;» φώναξε τώρα βραχνά, αλλάζοντας ύφος, και κουνώντας το δάχτυλο προς τον ουρανό σα να μας μάλωνε. Εμάς, ή εκείνον εκεί πάνω.
Κιοτέψαμε όλοι. Ο ένας πιο άχρηστος από τον άλλον. Κι εκείνη, ο πιο μοναχικός και θαρραλέος άνθρωπος που έχω δει ποτέ. Μια Εκάβη, μια Αντιγόνη, με τα γυμνά τους πέλματα στον ασβεστόλιθο της Επιδαύρου, ήρεμες διασχίζουν την τραγωδία τους με θεατές σιωπηλούς. Τόσο δυνατές και στέρεες, θαρρείς αντλούν ενέργεια από το έδαφος. Το θερμό, του Αυγούστου. Μόνες περπατούν με στήθος προτεταμένο κι ας έχουν χάσει τόσες ανάσες οι πνεύμονες και τόσους χτύπους οι καρδιές τους. Ανάμεσά τους η κυρία Μαρία, με τα χαμηλά παπούτσια της, στο παγωμένο, λευκό μάρμαρο της ΕΜΔ, με τρεις ορόφους τοίχους γύρω της να σχηματίζουν ένα τεράστιο, κλειστό μνημείο. Διασχίζει τον διάδρομο, που της ανοίξαμε, χωρίς να ξέρει πού θα φτάσει η δική της τραγωδία. Μόνη της.
Προχωράει κι άλλο, κι όσο προχωράει γέρνει προς το έδαφος (εδώ δεν είναι θέατρο). Τα γκρίζα μαλλιά της πέφτουν στο πρόσωπο καλύπτοντας το μισό. Στην πλάτη ενώνονται σαν ξεθωριασμένο μαφόριο με το μαύρο φουστάνι της. Ίσως ακούω την δική της καρδιά, που κροτά από την αγωνία. Ή ίσως είναι η δική μου. Είναι έτοιμη η Μαρία, να σκύψει να του φιλήσει τα πόδια. Κι εγώ καταλαβαίνω ποια δύναμη μας ταπεινώνει τόσο, ώστε να προσκυνάμε. «Άρατε τον λίθον». Δεν καταλαβαίνει η γραμματέας του αφεντικού. Ωστόσο, τής ανοίγει την πόρτα να περάσει.
Εδώ και πέντε μήνες, δεν είχε μείνει ποτέ τόση ώρα ανοιχτή η πόρτα. Το λιβάνι πλημμυρίζει το κτήριο από μέσα προς τα έξω, από κάτω ως επάνω. Κι αντικρύζοντας η μάνα τα νομιζόμενα, μια δεύτερη φορά τον θρηνεί με πόνο και οργή και άλλη λέξη από το «ουρλιαχτό» δεν μπορώ να σκεφτώ όσο ακούω την γυναίκα. Την παρατηρούμε από τον διάδρομο, αντιμέτωπη με την φωτογραφία που στέκεται πάνω στο γραφείο και παριστάνει το αφεντικό. Έφηβος ο γιος της τότε, σε εκδρομή. Το καντηλάκι πιο δίπλα καίει αδιάκοπα μια φλόγα-ελπίδα από αυτές που συντηρούμε με το ζόρι, γιατί αυτό έχει μείνει στο χέρι μας. Η Μαρία πέφτει μπροστά στο γραφείο, στα γόνατα, και κλαίει ξανά εκεί χτυπώντας το μέτωπό της με την παλάμη. Μαλώνει τον εαυτό της, που σκέφτηκε το απίθανο και μαγικό μας μυστικό. Μετά, στην άκρη του γραφείου, ακουμπά τα δυο της χέρια και σηκώνεται και δακρύζω, γιατί να ‘τος πάλι αυτός ο στίχος, που δεν ήξερα γιατί...
Ο σύζυγός της την περιμένει στην πόρτα, σκυφτός, την αγκαλιάζει και φεύγουν μαζί.
Την επόμενη μέρα το παλιό αφεντικό μάς παρακάλεσε να τον επαναφέρουμε ως διοικητή της εταιρείας και να μην τον αφήσουμε σε ησυχία. Πήρε την φωτογραφία στο γραφείο του. Το διευθυντικό παρέμεινε κενό, χωρίς κεριά και χωρίς τίποτε άλλο από το προϋπάρχον μνημείο. Η ΕΜΔ πουλήθηκε μέσα σε δυο μήνες, μιας και το αφεντικό αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα.