Ασκήσεις παντός καιρού



Μία σταγόνα κι ακόμα μία, κάνουν μια μεγαλύτερη σταγόνα — όχι δύο ( Αντρέι Ταρκόφσκι, Νοσταλγία)


Ανοίγοντας τα μάτια του είδε στην περιστρεφόμενη οθόνη της οροφής το μήνυμα : EXEAT! (Εξέλθετε! ). Οι δακρυικοί αδένες είχαν προ πολλού σταματήσει να λειτουργούν, αφού το κλάμα ήταν κολάσιμο , και καθώς οι επιπεφυκότες των βλεφάρων έμεναν στεγνοί, όλοι , στην ιεροτελεστία της αφύπνισης, έτριβαν τα μάτια τους με μανία, κι όχι επειδή ακόμα νύσταζαν, γιατί τον ύπνο - δίχως όνειρα βέβαια- τον ρύθμιζαν αμύελοι νευρώνες μεταφέροντας σήματα από το Κέντρο συνάψεων. Σε άλλους υποδοχείς ενστάλλαζαν ενδοφρίνη, σε αλλους, που απέφευγαν και να ονομάσουν( υποθυμικούς ή αλλοφρονούντες) αρκούσαν μυοκλονικές συσπάσεις με προκατακλυσμιαίους συνειρμούς- λοιμοί, λιμοί, καταποντισμοί. Το μήνυμα από το Ηχοστάσιο επαναλάμβανε ρυθμικά: ασκήσεις in vitro et in vivo ( και ζωντανά στο Πεδίο και κάτω από κυλιόμενους κώδωνες ). Πάτησε στον εντολέα παραγγελιών το εικονίδιο με τον φλεγόμενο ήλιο. Πόσες; ρωτήσανε. Μία απάντησε. Ένας δίαυλος παραβίασε την θύρα ελέγχου —διαπερατή άλλωστε σε ιοντικά δίκτυα—, αφήνοντας στα πόδια του για την άσκηση "καύσων απρόσμενος» μια φόρμα από φυλλώματα που παγίδευαν δροσοσταλίδες, κι αυτές, με το που εφάρμοσε πάνω του την στολή εκείνη, άρχισαν να στερεοποιούνται σε παγοθήκες. Βγήκε έξω. Καλά που δεν είχαν αποσύρει ακόμα τα υδροφόρα πέλματα. Οι οπαδοί της Ευθείας και αντίπαλοι κάθε τεθλασμένης, τα είχαν ενοχοποιήσει για παράπλευρες απώλειες στις εκσκαφές του Ανυπόστατου — έτσι χαρακτήριζαν το παρελθόν. Το Αυτόνομο όμως νευρικό σύστημα, που λειτουργούσε, —ακόμη—,ανεξάρτητα από την βούληση και την συνείδηση, μια που οι ρυθμίσεις του παρατηρούνται και στα φυτά —για αυτό, και δεν μπορούσαν να αλλάξουν και την άλλη ονομασία των ειδικών, που εξακολουθούσαν να το λένε Φυτικό— άφησε μία διέξοδο στους λάτρεις της ταχύτητος με την πανάρχαια εξίσωση: S=V.t. Όσο μεγαλύτερη είναι, ισχυρίστηκε το σύστημα εκείνο η V (ταχύτης), πολλαπλασιαζομένη με τον χρόνο (t), τόσο εκτείνονται στο άπειρο ( in infinitum!)τα ανύσματά μας. Κι αυτό δεν είναι και ο προορισμός μας;-ώ, ναι ! in infinitum !. Κι έτσι έμεναν τα πέλματα εκείνα, γεμάτα με δροσερό νερό, κι ας τα μυκτήριζαν ως λείψανα απαγορευμένων μουσείων. Κατά καιρούς ,συνέβαιναν και απώλειες ερεθισμάτων —φυγοκέντρων εννοείται— αφού τα αισθητικά, τα κεντρομόλα ερεθίσματα, που έφταναν από την περιφέρεια προς το Κεντρικό Αντλιοστάσιο, είχαν εξοβελιστεί: σύμφωνα με τους συντάκτες του Index απαγορευμένων αισθημάτων, δημιουργούσαν τον τρόμο του κενού. Έφτασε στο πεδίο ασκήσεων. Προχώρησε in vivo από το συν 25 έως τους 30 βαθμούς υπό σκιάν, και συνεχίζοντας in vitro στους 35, στους ιδρωτοποιούς αδένες σημειώθηκε έκκριση ιδρώτα, κι αφού μετρήθηκε η απώλεια θερμότητος με την εξάτμιση, προχώρησε στους 40, ενώ δεχόταν στάγδην νάτριο, γιατί με τον ιδρώτα χάνονται ηλεκτρολύτες . Συνάμα, οι δροσοσταλίδες παγίδευαν στρώματα θερμού αέρα. Μέχρι τους 45, οι νευροδιαβιβαστές δέχονταν μηνύματα, μετά σταμάτησε η έκκριση ιδρώτα, οι δροσοσταλίδες άρχισαν να λυώνουν, τα ψυχρά άκρα απειλούνταν με κυάνωση . Οι ανιχνευτές απολήξεων έστειλαν σήμα κινδύνου για collapsus-αιφνίδια κατάρρευση, και ακούστηκε το πρόσταγμα στις απωθητικές κλίμακες, που τον έσυραν εκτός πεδίου. Αψηφώντας τις οργίλες οδηγίες, πάτησε τον εικονοστάτη και βρέθηκε στο Εναέριο Βήμα, από όπου, με τους δενδρίτες της παραίσθησης, ταξίδεψε στην μετασυναπτική Ράχη. Οι εντολείς για να λυγίσουν την αντίστασή του, ερέθισαν το τρίδυμο νεύρο, μα ο ανυπόφορος πόνος στην μια πλευρά του προσώπου του, τον έσπρωξε ακόμα πιο ψηλά, κι εκεί, έκλαψε, επειδή ο πόνος εκείνος ήταν κάτι το αληθινό. «Ο άνεμος πνέει όπου θέλει και την βουή του την ακούς, αλλάδεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει»,* ψιθύρισε, καθώς ένα ευφρόσυνο αεράκι τού χάιδευε την πονεμένη του πλευρά. «Ο καθείς με το ιδίωμά του, φύλαγε μυστικό το γονιδίωμά σου», τόνιζαν οι παλμογράφοι, στην προηγούμενη άσκηση του ψύχους. Και το δικό του γονιδίωμα, που το είχαν χαρτογραφήσει στο Lab. Magna, είχε έξι δισεκατομμύρια γράμματα... Πού να έρριχνε τώρα το βλέμμα του; Βύθισε τα χέρια στον θώρακά του, από όπου ανέσυρε το ξίφος τού στέρνου του για να φανεί το κάτοπτρο. Με την βιάση που δίνει η λαχτάρα για πτήσεις, ξεκόλλησε από την λαβή του στέρνου τα ημικύκλια της κλείδας, τράβηξε από τις εντομές στα πλάγια του χείλους τα ζεύγη από τις δώδεκα πλευρές (οι 7 πρώτες γνήσιες, 3 νόθες, οι 2 τελευταίες ασύντακτες), και έφερε ευλαβικά το κάτοπτρο στο ύψος των ματιών του. Με την αγωνία της ελπίδας, είδε πως χτύπαγε, ναι, χτύπαγε, αν και με άρρυθμους παλμούς, θαμπό από τις στάλες του ιδρώτα , που είχαν κυλήσει επάνω του. Και τότε ξεχώρισε να καθρεφτίζεται στο βάθος του μια μορφή, που ίσως να ήταν κι η δική του.

* Ιωάννης 3:8.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: