Χάρτης 2 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-2/moysikh/ma-poios-akoyei-akoma-moysikh-b-meros
[Πύρινος ήλιος νεφοστόλιστος βυθίζεται. Άχνη της μέρας που πνίγεται στο πέλαγος. Βαδίζεις μονοπάτια του βουνού λοξοκοιτώντας προς την πόλη. Κάθε αστοχία διορθώνεται καθώς στριφογυρνάς στον ουρανίσκο καραμέλες προπατορικές: «Όσοι το χάλκεον χέρι/ βαρύ του φόβου αισθάνονται…» Απ’ την κορφή, με μάτια μισόκλειστα, αναρωτιέσαι αν φάνηκε στη Σαλαμίνα ο στόλος. Τώρα τα βήματά σου κινούνται προς το μοναστήρι.]
Στο προηγούμενο αναγνωρίσαμε το κάποτε καπρίτσιο της αλήθειας να προσφέρεται εξ αποκαλύψεως στον προετοιμασμένο μύστη, κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας μάγευσης (κατακυρίευσης, να πεις, κατά το «ωραία και μόνη η Ζάκυνθος / με κυριεύει»). Είναι τότε που η ψυχή αναγνωρίζει εκεί έξω ένα κομμάτι του δίδυμου αδερφού της. Μιλώντας για τη μουσική ως γλώσσα που απαιτεί την ακουστική θεώρηση του κόσμου, αναρωτηθήκαμε αν μες στους αιώνες κάτι άλλαξε στον τρόπο που αυτή μας πολιορκεί. Σημειώσαμε πως εκείνη είναι που αναζητά τον ήδη εγκατεστημένο μέσα μας μύθο, κι αν δεν τον βρει δοκιμάζει να τον εγκαταστήσει. Αποστρέψαμε το πρόσωπό μας από την εικόνα του σύγχρονου αστέρα των μέσων, του φτωχοδιαβόλου που αναπαράγει θραύσματα ψεύδους ως ευπώλητα αντίγραφα ζωής, τα οποία κατακλύζουν χώρους προορισμένους για διαλογισμό πάνω στο νόημα μιας ύπαρξης ολοένα και λιγότερο νοηματοδοτημένης. Τότε αναρωτηθήκαμε γιατί ο κόσμος μας στερήθηκε την ευλογία της μουσικής, το θεραπευτικό της άγγιγμα.
Προσπαθώντας να γίνουμε κάπως πιο συγκεκριμένοι (κάτι που αποδεικνύεται δύσκολο, αφού για να κρατήσεις φρέσκες τις λέξεις –σαν ψάρι μόλις τραβηγμένο απ’ τον αφρό–, πρέπει να τις πετάς στη βάρκα τη στιγμή που σπαρταράνε, όσο είναι στο μεταίχμιο των κόσμων, λίγο πριν παγιωθεί το οριστικό τους νόημα. Αυτό το νόημα δεν έχει πατέρα άλλον από την τυχαιότητα ή, κάποτε, την ιερότητα του ήχου μιας λέξης. Κατά τα λοιπά, φαίνεται πως στο μέλλον μας θα καταναλώνουμε κατεψυγμένα):
Η τέχνη, το είπαμε, είναι ένας οπλισμένος εκρηκτικός μηχανισμός, μια ζωοποιός νάρκη που περιμένει στωικά το θύμα να την προσεγγίσει. Μετά την έκρηξη, αυτό θα ’ναι νεκρό σ’ ετούτον τον κόσμο, νεογέννητο σ’ ένα καινούργιο ακατάλυτο σύμπαν, το οποίο μόνον οι μύστες μπορούν να περιγράψουν, κι αυτό στους μυστικούς χώρους.
Τα ερωτήματα:
1. Πώς να βρεθείς στη θέση του θύματος;
2. Άραγε, θα ενεργοποιηθεί ο πυροκροτητής;
Ας το πούμε: Η μουσική εισχωρεί σε μιαν αδιόρατη ρωγμή στο δέρμα της παρουσίας μας και τη μετατρέπει σε διαρκές ρήγμα. Έτσι μπορείς να ισχυριστείς πως η μουσική είναι παντελώς άχρηστη σε έναν υποψήφιο δίχως ίχνος ρωγμής, παρότι κάποιοι λένε πως αυτή η κυρία διαθέτει ισχυρότατες διατρητικές ικανότητες, ενώ ταυτόχρονα παραμένει ολισθηρή στην περίπτωση που θες να την κρατήσεις στην παλάμη σου, εξ ου και σταματώ.
Στην συνέχεια: Τι είναι εκείνο που δημιουργεί την πρωταρχική ρωγμή;
Απαντώ: Η ίδια η ζωή, εφόσον. Έτσι κι αλλιώς, όμως, αυτή θα βρει, αργά ή γρήγορα, τον τρόπο να εισέλθει, καθώς νερό που αναζητά υπόγειους διαδρόμους για να οδηγηθεί στις εκβολές, στο πιο ταπεινό δηλαδή σημείο όπως διατείνονται οι Ανατολίτες. Εκείνο που θα κάνει εδώ τη διαφορά (θα εξηγήσω παρακάτω το γιατί) είναι η προσωπική μας συναίσθηση της ρωγμής, η εναργής βεβαιότητα πως η θηλυκή πλευρά στρώνει μέσα μας το νυφικό της κρεβάτι για να γονιμοποιηθεί. Από ποιον πατέρα; Από την ίδια τη νοηματοδότηση αυτού του σύμπαντος, από το καθησυχαστικό ψιλόβροχο που ρίχνει στην ψυχή μας η ηχώ του υπαρξιακού ερωτήματος που ξάφνου, ενώ κοιμόμασταν, άνθισε.
Ως Ανατολίτης, διατηρώ μια καθαρή γωνιά για τους μουσαφίρηδες με τις απαντήσεις. Λένε, λοιπόν, κάποιοι μουσαφίρηδες πως τα της τέχνης είναι ο μόνος λόγος ύπαρξης (άντε, αν πούμε πως και η ζωή κάποτε μεταμορφώνεται σε έργο τέχνης, θα άρουμε τις μισές αντιρρήσεις – μα όχι εκείνες των μοναχών).
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι βαθύτερη επιθυμία μας είναι η αποτύπωση μιας διάρκειας που ο θάνατος δεν επιτρέπει. Τότε η σφραγίδα που μπορούμε να πατήσουμε στο σώμα της ζωής είναι η τέχνη ή η τεκνοποίηση. Μόνο που η δεύτερη παραπέμπει σε ένα διαρκές μέλλον, αναβάλλοντας την αποτύπωση, αφού μόνη της η παρουσία του ανθρώπου δεν συνιστά αποτύπωση, παρά μόνον δυνατότητα.
(Σε ένα επόμενο, να θυμηθούμε τον τρόπο που οι Θιβετιανοί φτιάχνουν τα μάντρα τους από άμμο που θα σκορπίσει ο άνεμος και τι σημαίνει αυτό το ακριβό πράγμα.)
Την στιγμή, λοιπόν, που στην αρχαία σπηλιά χαράχτηκε το ζώο που ο πρωτόγονος έβλεπε εκεί έξω (εκεί, μέσα του), οπλίστηκε η νάρκη που θα ξυπνούσε από τη νάρκη τους τα θύματα με την προϋπάρχουσα ρωγμή. Αυτή ήταν η πρώτη στιγμή αθανασίας, τότε ήταν που για πρώτη φορά στην οροφή της Καπέλα Σιστίνα το δάχτυλο του Αδάμ ακούμπησε το δάχτυλο του Πατέρα.
Να γιατί όλοι νοιαζόμαστε για το λίγο μιας μελωδίας, για μια γραμμή πάνω σε πανί που ξεφεύγει από τη μίμηση και δοκιμάζει κάτι σε γλώσσα αμετάφραστη, κάτι από εκείνα που η ψυχή κρατάει από το παρελθόν των κατακλυσμών, τότε που ήταν κουλουριασμένη με εμπιστοσύνη στην κοιλιά ενός σύμπαντος που για λιγάκι θα την βύζαινε. Ίσως ο μύθος της Πτώσης (έτσι που οι γραφές δοκίμασαν να πουν) υπενθυμίζει πως στο εξής η Τέχνη θα ’ναι ο μόνος αγγελιαφόρος, το μόνο κατάλοιπο Παραδείσου μέσα μας. Απόδειξη, ο τρόπος που οι αγιογραφίες ξυπνούν στις εκκλησιές όταν τις ψέλνουν, τις θυμιατίζουν, τις ευλογούν με τον ιδρώτα τους τα σώματα που προσεύχονται.
Είναι αυτό τέχνη; Ναι. Μυστική, δηλαδή η μόνη.
Αν όλα έχουν έτσι, τότε ο «προσευχόμενος», ο αποδέκτης της μουσικής, είναι μέρος του καλλιτεχνήματος, αφού, χωρίς την παρουσία του, η νάρκη είναι άχρηστη. Έτσι, ο αποδέκτης γίνεται τμήμα του αριστουργήματος, και δη το πιο σημαντικό: η είσοδός του. Κι έτσι ίσως έχει λίγη σημασία ποιος θα φτιάξει το έργο, κάτι που ξέρανε καλά οι λαϊκοί μαστόροι με το ήθος της ανωνυμίας τους. Αυτά τα ισοπέδωσε ο οδοστρωτήρας της Αναγέννησης, αυτής που μας την είπαν ευλογία – μακριά από μας.
Για τους υπόλοιπους, το καίριο σημείο είναι η Στιγμή, τότε που το θείο, μέσα από το αλεξικέραυνο του τεχνίτη, βρίσκει τον δρόμο προς το έδαφος, τότε που η μακρινή μας μνήμη γειώνει τον κεραυνό, και η αστραπή του Θαύματος ζυγιάζεται πάνω από τη ζωή.
[Ήσυχα, ήσυχα, έτσι που πρέπει, πάλι να επιστρέψουμε στους τόπους που γνωρίζουμε καλά. Μη μένεις για πολύ Εκεί.]
Και πώς να σταθούμε στη σωστή πλευρά; Πώς να κοιτάξουμε προς τα κει που θα φωτίσει ο κεραυνός;
Εδώ θα θυμηθώ τη διαρκή ψυχική μας μοίρα, που είναι η αέναη μετανάστευση. Ένα κατ’ εξακολούθηση πέρασμα των συνόρων, και πάλι πίσω, μια περιδίνηση στη γαλάζια λωρίδα της «μη χλιαρότητας» από τη μια, της αποφυγής της ολικής καταστροφής από την άλλη. Αν αποστρέψει το πρόσωπό Του επειδή υπήρξαμε χλιαροί, θα το αποστρέψει επίσης επειδή υπήρξαμε χωρίς διάκριση. Η ποθητή τεχνική συνίσταται στο να περπατάς την κορυφογραμμή λικνίζοντας το βάρος σου αμφίπλευρα, χωρίς να ξέρεις ούτε στιγμή πού θέλεις να κατηφορίσεις. Να γεύεσαι θεία οράματα ανάκατα με ματωμένα σφάγια το Μεγαλοβδόμαδο, να ’σαι ερωτευμένος κι όμως έτοιμος να ζήσεις με το κάθε σου κύτταρο το τραγικό μεγαλείο της σάρκας που αγκαλιάζεται με την πιο υψηλή πνευματικότητα. Η ταλάντευση ανάμεσα στα άκρα θα κρατήσει σώμα και πνεύμα γυμνασμένα, και την ψυχή έτοιμη να συλλάβει τη χάρη του χρησμού. Τότε είναι που η φλόγα πυροδοτείται στο μεγάλο καζάνι.
(Μήπως αυτό το διαρκές πέρασμα των συνόρων δεν υπήρξε η ευλογία, η κατάρα και το πιο ακριβό μάθημα του Σολωμού στη γλώσσα, όσο και στον διαρκή μας χρόνο;)
Επιστρέφοντας στην αρχική σκέψη: Πώς η μελωδία, η γραμμή, ο έρωτας θα μετασχηματίσουν τη ρωγμή σε ρήγμα, όταν έχει χαθεί ο τρόπος να μπαίνουν από την μπροστά πόρτα στην καθημερινότητά μας;
Η ερώτηση κρύβει ατόφια την απάντηση: «Πάντα απ’ την πίσω πόρτα».
Η μουσική –το ξέρουμε– υπήρχε πάντα γύρω μας. Να πούμε πως δεν είχαμε «αυτιά» να την ακούσουμε;
Και τι σημαίνει απ’ την πίσω πόρτα;
Εδώ βρίσκουμε τον τρόπο χρήσης της μουσικής που άλλαξε μες στους αιώνες.
Κάποτε ο ήχος (και ο οργανωμένος ήχος τη στιγμή που για πρώτη φορά τον πιάσανε τα χέρια του τεχνίτη) διατηρούσε την πρωτογενή του λειτουργία να ξυπνά τη μνήμη του παρελθόντος και να τη φέρνει στο παρόν της ακρόασης (της γιορτής, να το πω έτσι). Η πρωταρχική εκείνη λειτουργία ήταν κοινό κτήμα του ψυχισμού μας, λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα έμψυχα, γι’ αυτό και η μουσική είχε τη δύναμη να ξεστρατίσει ή να κρατήσει σε σταθερή τροχιά ολόκληρη την κοινότητα. Έτσι, τα προνόμιά της δίνονταν μοναχά στους μάγους. Με κάποιον τρόπο –και σωστά– ο μουσικός ήταν ένας μάγος. Δεν ήταν η τεχνική του που έφτιαχνε τη μουσική, μα η βαθιά του γνώση πώς ο κάθε ήχος (όπως θα έλεγε κανείς: το κάθε βότανο) επιδρά στην κρυφή μας περιοχή και τη γονιμοποιεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο που, ενστικτωδώς ή από παράδοση, ο μάγος ήξερε.
Αυτή την ιερή σχέση τη χάσαμε με την έλευση της «ειδίκευσης» και την ταυτόχρονη ρηχότητα της οπτικής που συμπαρέσυρε. Κάποια απομεινάρια παρέμειναν στη λαϊκή μουσική, στα πανηγύρια, στη ζωντανή ακόμα επαρχία που ήξερε να σνομπάρει τους χαρτογιακάδες και να βάζει στη θέση του κάθε κουτόφραγκο. Σήμερα που αυτό δεν είναι πια της μόδας (το αντίθετο, είναι ασέβεια, έλλειψη πολιτικής ορθότητας, μεγίστη αμαρτία για τα ιερά και τα όσια των συμμάχων μας, με το συμπάθιο), η μουσική κυκλοφορεί στην αγορά με την ασφαλή και απαραίτητη στείρωση, χωρίς την παραμικρή πιθανότητα να γονιμοποιήσει ή να γονιμοποιηθεί.
Πώς να επιστρέψουμε στην αφετηρία έτσι λάθος δρόμο που πήραμε για τόσους αιώνες; Ίσως να είναι αργά ή ίσως να γίνεται μόνο με τις τεχνικές για τις οποίες ήδη μιλήσαμε.
Όμως εκείνη τη σημαδιακή στιγμή που η «Λέσχη του Δίσκου» –συμβολικά μιλώντας, κι ας μου συγχωρεθεί η κουβέντα για έναν τόπο με τις πιο αγαθές προθέσεις– έκανε must την ακρόαση των «καλύτερων» εκτελέσεων, δημιούργησε ένα είδος ακροατή που δεν ακούει αλλά «ακούει», παρότι ξέρει απ’ έξω όλες τις εκδόσεις. Στη συνέχεια, αυτό το είδος ακροατή εισήγαγε την ανάγκη των Μεγάρων Μουσικής και των αντίστοιχων πρόσφατων ναών στο απυρόβλητο της δημόσιας κριτικής, που το μόνο για τα οποία αποδείχτηκαν επαρκώς ικανά ήταν το να παγιώσουν την κωφότητα των υποψηφίων και να αποκλείσουν μέσω του πληθωρισμού της πληροφορίας την πιθανότητα κατάλληλου περιβάλλοντος ώστε να γονιμοποιηθεί το μέσα πεινασμένο μας κομμάτι. Αλλά στην ομοιομορφία ουδέν γονιμοποιείται. Η ζωή θα παρέμενε υπεροπτική στον τρόπο και τον τόπο των μεγάρων. Η μόνη ελπίδα μας ήταν να προτιμήσει και πάλι τα χαμαιτυπεία, κάτι που έγινε, εν μέρει, επιτυχέστατα.
Και να που οι «εκπαιδευμένοι» ακροατές (και κωφοί στην ψυχή) αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο με την έλευση των σύγχρονων μέσων. Ακούμε ό,τι θέλουμε και όποτε. Τη Φιλαρμονική του Βερολίνου στο μπάνιο, μια ινδική σάγκα ενώ περιμένουμε στην ουρά του σούπερ μάρκετ, τον Λυκούργο Αγγελόπουλο μες σ’ ένα τούρκικο χαμάμ. Αυτό –θα συμφωνήσετε;– δεν είναι δυνατότητα αλλά αποκλεισμός. Σαν να επιχειρούσες νηστεία το Μεγαλοβδόμαδο κρατώντας στη δεξιά σου τσέπη τον θερμιδομετρητή, σαν να μεταλάμβανες τρέμοντας τις ιώσεις του δισκοπότηρου. Μα μια ζωή απονευρωμένη από το μαγικό της στοιχείο, δίχως επαφή με το αεί, είναι ζωή στραγγαλισμένη στην κούνια της, παραδομένη στους παγετώνες μιας ηθικής που λερώνει την κοίτη κάθε συγκίνησης.
Το ερώτημα «Ποιος ακούει ακόμα μουσική;» τίθεται και ως «Ποιος μπορεί να αφήσει ανοιχτή τη ρωγμή του ώστε να εισέλθει η δίδυμή του μουσική;» Γιατί δεν είναι όλες οι μουσικές που ανοίγουν κάθε ρήγμα, κι ας βαυκαλίζονται πως η κλασική μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Ναι, όσο και το σχολείο προσφέρει αυτομάτως παιδεία, και να η μικρόνοια κάθε μεγάρου. Δεν χρειαζόμαστε το αριστούργημα (και ποιος θα το κρίνει άλλωστε;), μα την ατομική μας νάρκη, αυτή που θα διεγείρει το σεισμογενές ρήγμα, που με τη σειρά του θα προκαλέσει τη λυτρωτική κατολίσθηση. Μέσα από τα ερείπια του παλαιού κόσμου θα αναδυθούν θραύσματα ναών. Με αυτά να χτίσουμε μια πνευματικότητα που να μας αξίζει.
Τα άλλα ας είναι για τους νοικοκυραίους του θεάματος –χαλάλι τους–, για κάθε βρικόλακα του χρόνου μας, από συμφέρον ή από ανοησία.
[Ας σταθούμε για λίγο στο ξέφωτο.]
Εδώ ήρθαν τα δύσκολα. Ιδού, ο κανόνας του προσωπικού δρόμου.
Η αξία του αυτεξούσιου, όπως μας παραδόθηκε, κρύβεται στο ότι, επωμιζόμενοι ατομικά την ευθύνη του δρόμου, στην πράξη τον κατασκευάζουμε από την αρχή, επειδή εκείνη τη στιγμή τον έχουμε ήδη ονειρευτεί. Γιατί δεν υπάρχει δεύτερος για μας σωστός στο σύμπαν δρόμος, κι ας είπα μόλις μια ακόμα «αναπόδεικτη βεβαιότητα».
Γι’ αυτό και η μουσική ως ιερή, παραμένει πεισματικά ερμητική, δεν σου χαρίζει παρά μεταφορές και σύμβολα (ό,τι πιο ακριβό και ακονισμένο δηλαδή), σπανίως έναν χάρτη για να κινηθείς σε μια θάλασσα γεμάτη ξέρες και ναυάγια, τη μόνη όμως με ελπίδα τόπων ελευθερίας.
[Προσοχή! Τους βλέπω! Έρχονται οι διαφημιστές! Μας ανακάλυψαν και στέλνουν στην οθόνη νεύματα multiple choice. Τίποτα δεν θα κάνω εγώ, θα κατεβάσω από το ράφι το σύμπαν των πολυεθνικών – πού να τρέχεις τώρα… Κοίτα τα, απαστράπτοντα, και όλα σε καλή τιμή, μισή ζωή και πάλι πουλημένη – πού ’σαι Άγιε Διονύσιε και πού ’σαι Άγιε μου Κανάρη να μας μεταλάβεις; Κι αν είναι να με φάει ο λυρισμός, ας είναι από τούτη τη μεριά.]
Ο τρόπος που έχουμε να κινηθούμε σαν Εμείς, γλιστρώντας πρόσκαιρα από την κατάρα και την ευλογία του εγωτισμού, είναι μια όξυνση της όρασης, της όσφρησης και της αφής, μια στάση αποστροφής προς την αποφορά των σκουπιδιών που κατάκλυσαν την αυλή μας, και η πρόθεση να σηκώσουμε τα μανίκια μας τώρα αμέσως.
Η ψυχοκινητική ευλογία των ήχων υπήρξε το ακονισμένο δόρυ της κάποτε μουσικής. Η κάθε λέσχη, το κάθε μέγαρο, η κάθε λαμπερή παράγκα του λογιοτατισμού έβγαλε τον τεχνίτη από τη εκκλησία κι από τη συλλογική γιορτή που ήταν ο πραγματικός λειτουργικός του χώρος. Αυτό πληρώνουμε σήμερα, και όχι μόνον μουσικά, αν με καταλαβαίνετε, μα ως δουλεία απεχθή στον τρόπο της μηχανής. Κι ετούτη η μηχανή δεν είναι πλέον μαλακή.
Μια Ακροκόρινθος θα ’ναι οι προσπάθειές μας κι αύριο. Μια Ακρόπολη ιδιωτική που την κρατάμε στην αριστερή παλάμη, για να δοθεί στην ώρα του βαρκάρη. Για μια μετάβαση που κάποιοι λένε συντελεσμένη. Θα ’χει αξία τη σωστή στιγμή; Θα ’ναι ωραίο το νόμισμα; Ας είναι αυτή η μόνη έγνοια μας.
[Τώρα που ξέφυγες απ’ την κατάρα της τυφλότητας, σου δόθηκε η κατάρα της γνώσης. Μα εκεί που έφτασες δεν έχει επιστροφή, κι αν φτάσαμε μαζί σε τούτο το σημείο, ίσως μιλάμε ακόμα την ίδια γλώσσα.]
18 Ιανουαρίου 2019