Caritas Hellenica

Για το βι­βλίο της Έρ­σης Σω­τη­ρο­πού­λου, Άν­θρω­πος στη θά­λασ­σα
(Πα­τά­κης, 2018) – Πα­ρου­σί­α­ση στον Ια­νό, 18.12.2018.

Ζή­τη­σα επι­τα­κτι­κά από τους διορ­γα­νω­τές της απο­ψι­νής εκ­δή­λω­σης να μη σας πα­ρα­πλα­νή­σουν και σας κα­λέ­σουν να μ’ ακού­σε­τε να ομι­λώ για το βι­βλίο της Έρ­σης, αλ­λά να με πα­ρου­σιά­σουν ως συ­ζη­τη­τή, μα­ζί με την πά­ντα ευ­φρό­συ­νη, πλη­θω­ρι­κή και χυ­μώ­δη Λί­να Νι­κο­λα­κο­πού­λου. Ο λό­γος εί­ναι ότι, έστω και για όσο διαρ­κέ­σει αυ­τή η βρα­διά, δε θ’ απο­φεύ­γα­τε τη σπει­ροει­δή, σχε­δόν κορ­τα­σα­ρια­νή δια­πί­στω­ση ότι ο άν­θρω­πος στη θά­λασ­σα δεν ήταν άλ­λος από τον ομι­λη­τή για το βι­βλίο Άν­θρω­πος στη θά­λασ­σα.
Προς τι­μήν της Έρ­σης Σω­τη­ρο­πού­λου, όπως θα πρό­σε­ξαν οι πα­ροι­κού­ντες τον κό­σμο της, ντύ­θη­κα μεν κόκ­κι­να, αλ­λά κα­τά πό­σον θα συ­νε­χί­σω να νιώ­θω μπλε (ή bleu, όπως θα το έλε­γε η Εγ­σί), εξαρ­τά­ται από το αν, με­τά απ’ αυ­τή τη βρα­διά, εξα­κο­λου­θή­σω να επι­πλέω στη θά­λασ­σα, έστω σαν ανά­λα­φρο ναυά­γιο, ή αρ­χί­σω να νιώ­θω χαλ­κο­πρά­σι­να, σαν κά­τι βυ­θι­σμέ­να υπε­ρή­λι­κα νο­μί­σμα­τα.
Πα­ρ’ όλα αυ­τά, και λί­γο πριν ο ομι­λών μα­ζο­χι­στής σας με­τα­τρα­πεί σε σα­δι­στή που θ’ απευ­θύ­νει ερω­τή­σεις σ’ ένα άλ­λο πα­νι­κό­βλη­το μέ­λος του πά­νελ, ας μη λέ­με ονό­μα­τα, επι­τρέψ­τε του να σας απα­σχο­λή­σει με πέντ’-έξι σκέ­ψεις του που του γεν­νή­θη­καν ενώ διέ­πλεε αυ­τό το κα­τ’ όψιν από­μι­κρο αλ­λά κα­τ’ ου­σί­αν ογκω­δέ­στα­το κεί­με­νο.
Και το λέω «κεί­με­νο» αυ­τό το δια­βο­λι­κής χω­ρη­τι­κό­τη­τας μι­κρο­τσίπ που εκρή­γνυ­ται στο νου του ανα­γνώ­στη σε δε­κά­δες ακα­ριαί­ες ιδέ­ες και συ­ναι­σθή­μα­τα και μα­κα­ρί­ως αιω­ρού­με­να ανα­πά­ντη­τα ερω­τή­μα­τα, και το λέω, λοι­πόν, «κεί­με­νο», απο­φεύ­γο­ντας ευ­σχή­μως (και, ελ­πί­ζω, ευ­φυώς) να το χα­ρα­κτη­ρί­σω ει­δο­λο­γι­κά, για­τί πι­στεύω ότι με­τά την «κα­τα­γω­γή των ει­δών» ζού­με, στην τέ­χνη του­λά­χι­στον, την επο­χή της πλή­ρους «συγ­χύ­σε­ως των ει­δών», ζού­με υπό τον μα­κρό­θυ­μο αστε­ρι­σμό τού «Εν εί­δος ότι ου­δέν εί­δος».
Αν, όμως, έπρε­πε σώ­νει και κα­λά, εν ονό­μα­τι μιας διε­στραμ­μέ­νης βι­βλιο­θη­κο­νο­μι­κής τά­ξης, να του δώ­σω ένα χα­ρα­κτη­ρι­σμό, το επί­θε­το με το οποίο έχει στα­μπα­ρι­στεί στο μυα­λό μου αυ­τό το βι­βλίο δε θα μπο­ρού­σε πα­ρά να με οδη­γή­σει στο λε­ξι­κό, κι από κει, στο ανα­ζη­τού­με­νο.
Δια­βά­ζω τους τρεις ορι­σμούς του λε­ξι­κού στον όρο όπου προ­σέ­φυ­γα ικέ­της: α) βί­αιη και από­το­μη σπα­σμω­δι­κή κί­νη­ση του σώ­μα­τος, που εκ­δη­λώ­νε­ται ως απο­τέ­λε­σμα ψυ­χι­κού πό­νου ή θλί­ψης, β) κομ­μά­τι πα­λαιού χει­ρο­γρά­φου ή περ­γα­μη­νής που πε­ριέ­χει μι­κρό και κο­λο­βό από­σπα­σμα κει­μέ­νου, γ) απο­σπα­σμα­τι­κή, μη ολο­κλη­ρω­μέ­νη έκ­φρα­ση λο­γο­τε­χνι­κής έμπνευ­σης.

Εδώ όμως, ή, καλύτερα, εδώ λοιπόν, η Έρση Σωτηροπούλου επιλέγει να μιλήσει αποσπασματικά – είναι φορές που αυτή η συγκοπή του λόγου (δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη ενέχει και μια θανάσιμη συνυποδήλωση) δίνει στο όλο κείμενο έναν αγωνιώδη, ασθματικό ρυθμό και στους επιμέρους στίχους (ας τους πω έτσι, κι ας μην έχουμε καλό ρώτημα) τη βαρύτητα, την κρισιμότητα και, κάπου κάπου, την απόγνωση ενός σήματος κινδύνου.

Αν κά­τι λεί­πει απ’ τους πιο πά­νω ορι­σμούς για να ται­ριά­ζουν από­λυ­τα σ’ αυ­τά τα σπα­ράγ­μα­τα της Έρ­σης Σω­τη­ρο­πού­λου εί­ναι το ότι το σπα­σμω­δι­κό, το δια­κο­πτό­με­νο, το απο­σπα­σμα­τι­κό δεν οφεί­λο­νται σε μια αιφ­νί­δια επέ­λα­ση ανω­τέ­ρας βί­ας, αλ­λά σε μιαν από­λυ­τα εν­συ­νεί­δη­τη επι­λο­γή ύφους, ενός ύφους χρη­σμι­κής χροιάς, αλ­λά χρω­μα­τι­σμέ­νου με όλα αυ­τά που αγά­πη­σαν στην Έρ­ση Σω­τη­ρο­πού­λου όσοι αγα­πούν την Έρ­ση Σω­τη­ρο­πού­λου: την κα­θα­ρή μα­τιά, το φαρ­μα­κε­ρό χιού­μορ που κά­ποιες φο­ρές ερω­το­τρο­πεί μ’ έναν ανε­πί­βου­λο σαρ­κα­σμό, τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ει­λι­κρί­νεια προς τους χα­ρα­κτή­ρες της, το δή­θεν ανε­πί­πλα­στο μιας ολωσ­διό­λου στι­βα­ρής γρα­φής που μό­νο η συγ­γρα­φέ­ας ξέ­ρει πό­σο σύν­θε­τος ήταν ο δρό­μος για να φτά­σει σ’ αυ­τή την κα­θα­ρά δι­κή της, έρ­σεια απλό­τη­τα. Κι όλα αυ­τά μα­ζί συν­θέ­τουν το απα­ρά­μιλ­λο ποιόν της γρα­φής της, που, όσο κι αν έψα­ξα σε Μπαρτ και Ντε­ρι­ντά, δεν βρή­κα πιο κα­τάλ­λη­λο όρο για να το χα­ρα­κτη­ρί­σω απ’ αυ­τόν εδώ ο οποί­ος ελ­πί­ζω να κα­θιε­ρω­θεί στα ιε­ρα­τεία της λο­γο­τε­χνι­κής θε­ω­ρί­ας. Μι­λώ για το απα­ρά­μιλ­λο συγ­γρα­φι­κό τσα­γα­νό της Έρ­σης Σω­τη­ρο­πού­λου, που από πο­λύ νω­ρίς μας έμα­θε να βλέ­που­με με δια­φο­ρε­τι­κό μά­τι τις δια­κο­πές μας απ’ τη μα­κα­ριό­τη­τα, με ή χω­ρίς πτώ­μα, και κά­θε εορ­τα­στι­κό τρι­ή­με­ρο στο Με­ξι­κό.
Εδώ όμως, ή, κα­λύ­τε­ρα, εδώ λοι­πόν, η Έρ­ση Σω­τη­ρο­πού­λου επι­λέ­γει να μι­λή­σει απο­σπα­σμα­τι­κά – εί­ναι φο­ρές που αυ­τή η συ­γκο­πή του λό­γου (δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι η λέ­ξη ενέ­χει και μια θα­νά­σι­μη συ­νυ­πο­δή­λω­ση) δί­νει στο όλο κεί­με­νο έναν αγω­νιώ­δη, ασθμα­τι­κό ρυθ­μό και στους επι­μέ­ρους στί­χους (ας τους πω έτσι, κι ας μην έχου­με κα­λό ρώ­τη­μα) τη βα­ρύ­τη­τα, την κρι­σι­μό­τη­τα και, κά­που κά­που, την από­γνω­ση ενός σή­μα­τος κιν­δύ­νου. Δε θα μπο­ρού­σα να βρω κα­λύ­τε­ρο συ­νή­γο­ρο της σκέ­ψης μου απ’ αυ­τό το από­σπα­σμα ενός δο­κι­μί­ου του Γιώρ­γη Αρι­στη­νού για τα… απο­σπά­σμα­τα, κι ας ανα­φέ­ρε­ται σε όλες τις τέ­χνες και, κα­τά με­γά­λο μέ­ρος, σε άλ­λες επο­χές: «Ο αυ­θορ­μη­τι­σμός, ο αυ­το­σχε­δια­σμός, το προ­σχέ­διο, το ακα­ριαίο σκί­τσο, το κα­πρί­τσιο, το τραύ­λι­σμα της σμί­λης από τον τρα­χύ αλ­λά οι­στρη­λα­τη­μέ­νο τε­χνί­τη, η συ­μπυ­κνω­μέ­νη και βρα­χύ­λο­γη δια­τύ­πω­ση ενός αφο­ρι­σμού ή μιας ποι­η­τι­κής έλ­λαμ­ψης, το ημι­τε­λές που βιώ­νει την από­γνω­ση της εκ­κρε­μό­τη­τάς του, όλα αυ­τά τεί­νουν να αντι­κα­τα­στή­σουν την αι­σθη­τι­κή σύμ­βα­ση ή την κοι­νο­το­πία του ολο­κλη­ρω­μέ­νου». Και, λί­γο πιο κά­τω, βοη­θώ­ντας με να κλεί­σω αυ­τό το κομ­μά­τι των ση­μειώ­σε­ών μου για το βι­βλίο της Έρ­σης: «Αφού μια συ­στη­μα­τι­κή και αρ­χι­τε­κτο­νη­μέ­νη γνώ­ση του κό­σμου εί­ναι ανέ­φι­κτη, τό­τε μό­νο μια απο­σπα­σμα­τι­κή μορ­φή μπο­ρεί να την απο­δώ­σει».

Κά­ποιος με τον οποίο δια­φω­νού­με συ­χνά, έχει γρά­ψει: «Το τρί­το πρό­σω­πο της αφή­γη­σης πο­τέ δε στά­θη­κε άξιο της απο­στο­λής του: να πε­ρι­σώ­σει το προ­σω­πείο του πα­ρα­τη­ρη­τή, να τη­ρή­σει το υπέρ­τα­το πρό­σχη­μα». Δεν μπο­ρώ να δια­φω­νή­σω εδώ. Διό­τι αυ­τός ο αφο­ρι­σμός οδη­γεί μοι­ραία στο συλ­λο­γι­σμό ότι κά­θε αφή­γη­ση εί­ναι αυ­το­βιο­γρα­φι­κή και, επο­μέ­νως, όχι μό­νο πα­ρέλ­κει να ανα­ρω­τη­θού­με, εν προ­κει­μέ­νω, αν η Έρ­ση του βι­βλί­ου εί­ναι η Έρ­ση Σω­τη­ρο­πού­λου και αν η μη­τέ­ρα του βι­βλιου εί­ναι η μη­τέ­ρα της ‘Ερ­σης Σω­τη­ρο­πού­λου, αλ­λά και, από ένα ση­μείο και με­τά, κα­τα­ντά­ει και αδια­κρι­σία. Η πρω­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση δί­νει στον συγ­γρα­φέα το δι­καί­ω­μα και την ευ­χέ­ρεια να βά­ζει στον ανα­γνώ­στη με­γα­λειώ­δεις τρι­κλο­πο­διές, σαν αυ­τές, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, που μας σκά­νε η μεν Άγκα­θα Κρί­στι όταν απο­κα­λύ­πτει στην τε­λευ­ταία αρά­δα του πρώ­του της βι­βλί­ου ότι ο δο­λο­φό­νος του Ρό­τζερ Ακρόιντ δεν εί­ναι άλ­λος από τον αφη­γη­τή, οι δε σε­να­ριο­γρά­φοι του Sunset Boulevard όταν βά­ζουν ν’ αφη­γεί­ται off την ιστο­ρία ένα πτώ­μα που, στην πρώ­τη πρώ­τη σκη­νή της ται­νί­ας, επι­πλέ­ει σε μια πι­σί­να.
Πι­σί­να (αχ, το υγρό στοι­χείο που δια­πο­τί­ζει κά­θε κεί­με­νο της Έρ­σης) και σι­νε­μά με ξα­να­φέρ­νουν στο βι­βλίο για το οποίο μι­λά­με σή­με­ρα. Κα­τά μια πα­ρά­ξε­νη σύμ­πτω­ση (και ποια δεν εί­ναι…), κε­ντρι­κό θέ­μα του φε­τι­νού Φε­στι­βάλ Κι­νη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης με το οποίο η Έρ­ση Σω­τη­ρο­πού­λου εί­ναι εξ αγ­χι­στεί­ας συν­δε­δε­μέ­νη, ήταν η Caritas Romana («Ρω­μαϊ­κή Ευ­σπλα­χνία»), η ιστο­ρία την οποία πα­ρα­δί­δει ο ρω­μαί­ος ιστο­ρι­κός Βα­λέ­ριος Μά­ξι­μος, το 31 μ.Χ., και κα­τά την οποία μια γυ­ναί­κα μπαί­νει κρυ­φά στη φυ­λα­κή όπου ο πα­τέ­ρας της εκτί­ει ποι­νή θα­νά­τω­σης  από ασι­τία, και τον θη­λά­ζει. Και στο βι­βλίο της Έρ­σης η κό­ρη επι­στρέ­φει στον μη­τρι­κό κόρ­φο («Πή­γαι­νε στη μη­τέ­ρα σου, κοι­μή­σου ένα βρά­δυ μα­ζί της» της συ­νι­στά επί­μο­να ο για­τρός), αυ­τή τη φο­ρά για να τη θη­λά­σει εκεί­νη θαλ­πω­ρή, στορ­γή και μνή­μες έρω­τα και γο­νι­μό­τη­τας, δη­λα­δή ζω­ής. «Κι ύστε­ρα χά­δια φι­λιά κι ένα ζε­στό τσάι στις έξι.»
Μου εί­ναι αδύ­να­τον να κλεί­σω αυ­τή την ακρο­θι­γή ανα­φο­ρά μου απ’ την ανά­γνω­ση του πο­λύ ση­μα­ντι­κού βι­βλί­ου που πα­ρου­σιά­ζου­με σή­με­ρα, αν δεν μνη­μο­νεύ­σω ένα συγ­γε­νι­κό κεί­με­νο της Έρ­σης που τυ­χαί­νει όχι μό­νο να εί­ναι και το πιο αγα­πη­μέ­νο μου, αλ­λά και να το θε­ω­ρώ ένα από τα κα­λύ­τε­ρα αφη­γή­μα­τα της με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας μας: το δι­ή­γη­μα «Κυ­ρια­κή Θε­ού στο Άμ­στερ­νταμ», από τη συλ­λο­γή Να νιώ­θεις μπλε, να ντύ­νε­σαι κόκ­κι­να. Και το μνη­μο­νεύω όχι μό­νο γι’ αυ­τούς τους λό­γους, αλ­λά και για­τί σ’ αυ­τό το δι­ή­γη­μα μπο­ρεί μεν τα πράγ­μα­τα να λει­τουρ­γούν αντί­στρο­φα (η μη­τέ­ρα προ­σπα­θεί να σώ­σει τον γιο της που η ζωή του της γλι­στρά­ει από τα χέ­ρια), αλ­λά κι εδώ η αγω­νία κλι­μα­κώ­νε­ται όσο πιο δύ­σκο­λη γί­νε­ται η τυ­πι­κή και ου­σια­στι­κή επι­κοι­νω­νία, αλ­λά κι εδώ, στο πρώ­το μέ­ρος του αφη­γή­μα­τος, η μη­τέ­ρα προ­σπα­θεί ν’ απο­κα­τα­στή­σει αυ­τή την επι­κοι­νω­νία με τον γιο της ραί­νο­ντάς τον με ανα­μνή­σεις απ’ τα παι­δι­κά τους, ναι: τα παι­δι­κά τους, χρό­νια.

Αν σας κού­ρα­σα, συγ­χω­ρέ­στε με. Αλ­λά κι εγώ, για να πα­ρα­φρά­σω μια κου­βέ­ντα της μη­τέ­ρας από το βι­βλίο, «δεν ήθε­λα να γί­νω ομι­λη­τής, ήθε­λα να φλερ­τά­ρω».

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
Άν­θρω­πος στη θά­λασ­σα
της Έρ­σης Σω­τη­ρο­πού­λου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: