Μοναχικοί και εικονοκλάστες

Μοναχικοί και εικονοκλάστες

Χά­ρη στον αμε­ρι­κα­νό μου φί­λο, κρι­τι­κό λο­γο­τε­χνί­ας στο Village Voice, Harry Shine, έπε­σε στα χέ­ρια μου ένας ανε­κτί­μη­τος θη­σαυ­ρός: τα έρ­γα τού ώς τώ­ρα αγνώ­στου μου (ναι, ντρέ­πο­μαι) αρ­γε­ντι­νού συγ­γρα­φέα Juan Rodolfo Wilcock (Χουάν Ρο­δόλ­φο Ουίλ­κοκ). Ο Ουίλ­κοκ, γιος του Άγ­γλου Charles Leonard Wilcock και της Ιτα­λο­αρ­γε­ντι­νής Ida Romegialli, γεν­νή­θη­κε στο Μπου­έ­νος Άι­ρες, το 1919, σπού­δα­σε πο­λι­τι­κός μη­χα­νι­κός και συ­γκοι­νω­νιο­λό­γος, ερ­γά­στη­κε στους αρ­γε­ντι­νούς σι­δη­ρο­δρό­μους, έγρα­ψε και εξέ­δω­σε ποί­η­ση, συν­δέ­θη­κε φι­λι­κά με τον κύ­κλο Silvina Ocampo-Adolfo Bioy Casares-Jorge Luis Borges, το 1957 αυ­το­ε­ξο­ρί­στη­κε και εγκα­τα­στά­θη­κε στην Ιτα­λία, με­τέ­φρα­σε Borges και άλ­λους ισπα­νό­φω­νους στα ιτα­λι­κά, έγρα­ψε πε­ζά (πρώ­τα στα ισπα­νι­κά, με­τά –τα πε­ρισ­σό­τε­ρα– στα ιτα­λι­κά), δη­μο­σί­ευ­σε επω­νύ­μως και ψευ­δω­νύ­μως άρ­θρα και κρι­τι­κές θε­ά­τρου σε πε­ριο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες, κυ­ρί­ως στην Mondo (θρυ­λι­κή η πύ­ρι­νη αρ­θρο­γρα­φι­κή πο­λε­μι­κή με­τα­ξύ του Ουίλ­κοκ και του ψευ­δω­νύ­μου του), έπαι­ξε ένα ρο­λά­κο στο Κα­τά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιο του Pasolini, τα δε κυ­ριό­τε­ρα έρ­γα του [με εξαί­ρε­ση τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των El caos (Το χά­ος)] εκ­δό­θη­καν με­τά θά­να­τον (1978), οπό­τε και του δό­θη­κε η κα­τά τη γνώ­μη μου εντε­λώς άχρη­στη πλέ­ον ιτα­λι­κή υπη­κο­ό­τη­τα.
Αμί­μη­τος μι­μη­τής του Borges [η αν­θο­λο­γία του Il libro dei mostri (Το βι­βλίο των τε­ρά­των, 1978) συ­νε­χί­ζει, βε­βαί­ως, τη φα­ντα­στι­κή οντο­λο­γία του φί­λου του], ακραιφ­νής ιτα­λο­καλ­βι­νι­στής, ευ­φυ­ής, σαρ­κα­στι­κός, πνευ­μα­τώ­δης, με­λαγ­χο­λι­κός, γκρο­τέ­σκος, τρυ­φε­ρός, πα­ρα­μυ­θάς, αστεί­ος, ο Χουάν Ρο­δόλ­φο Ουίλ­κοκ άφη­σε, με­τα­ξύ άλ­λων, και ένα ευ­ρη­μα­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα όπου οι κά­τοι­κοι ενός φτω­χού ιτα­λι­κού χω­ριού που δεν έχει το πα­ρα­μι­κρό ιστο­ρι­κό αξιο­θέ­α­το απο­φα­σί­ζουν να ανε­γεί­ρουν έναν αρ­χαίο ετρου­σκι­κό ναό χω­ρίς να ξέ­ρουν πώς διά­ο­λο ήταν οι αρ­χαί­οι ετρου­σκι­κοί να­οί [Il tempio Etrusco (Ο ετρου­σκι­κός να­ός), εκδ. 2004], κα­θώς και δύο συλ­λο­γές μι­κρών πε­ζών που ερω­το­τρο­πούν μ’ έναν με­λαγ­χο­λι­κό σου­ρε­α­λι­σμό και το μαύ­ρο χιού­μορ: La sinagoga degli iconoclasti (Η συ­να­γω­γή των ει­κο­νο­κλα­στών, εκδ. 1981) και Lo stereoscopio dei solitari (Το στε­ρε­ο­σκό­πιο των μο­να­χι­κών, εκδ. 1989) – αμ­φό­τε­ρα θα κυ­κλο­φο­ρή­σουν, σε με­τά­φρα­ση του υπο­γρά­φο­ντος, από τις εκ­δό­σεις Οpera. Aκο­λου­θούν δύο στε­ρε­ο­σκο­πι­κά δείγ­μα­τα απ’ το δεύ­τε­ρο.

Α. Κ.

Μοναχικοί και εικονοκλάστες

Χουάν Ροδόλφο Ουίλκοκ

Το άγαλ­μα

Ο πα­γε­ρός αέ­ρας έχει ερη­μώ­σει τους δρό­μους˙ τη νύ­χτα, οι σκο­τει­νοί κή­ποι δεί­χνουν δυ­σά­λω­τα κα­τα­φύ­για για όποιον έχει κά­τι να κρύ­ψει, το σώ­μα του ή τη συ­νεί­δη­σή του. Ο Μπρά­σκο βλέ­πει μια κα­γκε­λό­πορ­τα ανοι­χτή˙ μπαί­νει σ’ έναν κή­πο με πι­κρο­δάφ­νες, με φοί­νι­κες και ψη­λό­κορ­μα δέ­ντρα. Ανά­με­σα στους φοί­νι­κες δια­κρί­νει ένα γκρί­ζο άγαλ­μα˙ εί­ναι μια γυ­ναί­κα γι­γα­ντιαί­ων δια­στά­σε­ων, κα­θι­στή, με το κε­φά­λι της μι­σο­κρυμ­μέ­νο απ’ τα κλα­διά μιας ιπ­πο­κα­στα­νιάς. Μα­γνη­τι­σμέ­νος απ’ τη ζέ­στη που εκλύ­ει το άγαλ­μα, ο Μπρά­σκο σκαρ­φα­λώ­νει και κά­θε­ται στα γό­να­τα της γυ­ναί­κας. Το έν­δυ­μά της εί­ναι από πραγ­μα­τι­κό ύφα­σμα, τα μέ­λη της εί­ναι απα­λά και ανα­δί­δουν μια μυ­ρω­διά που του εί­ναι οι­κεία˙ στο τέ­λος, ο Μπρά­σκο κα­τα­λα­βαί­νει ότι εί­ναι η μυ­ρω­διά της μη­τέ­ρας του. Συ­γκι­νη­μέ­νος, όπως συ­νή­θι­ζε να κά­νει όταν ήταν παι­δί, ψά­χνει τον ζε­στό κόρ­φο και κου­λου­ριά­ζε­ται˙ με το αρι­στε­ρό του χέ­ρι γρα­πώ­νε­ται στο ύφα­σμα, κι από κά­τω του ξα­να­βρί­σκει τη μα­λα­κή κοι­λιά, που σφύ­ζει από ζωή γεν­ναιό­δω­ρη. Έτσι φω­λια­σμέ­νος, ο Μπρά­σκο δεν αι­σθά­νε­ται πια τον πα­γε­ρό αέ­ρα που σεί­ει τα φοι­νι­κό­κλα­δα˙ με το κε­φά­λι ακου­μπι­σμέ­νο σ’ εκεί­νη την κοι­λιά που πάλ­λε­ται ανε­παί­σθη­τα από μια κα­νο­νι­κή ανα­πνοή, νιώ­θει συγ­χω­ρε­μέ­νος. Η γλυ­κύ­τη­τα της συγ­γνώ­μης τού φέρ­νει κλά­μα, ένα κλά­μα που απε­λευ­θε­ρώ­νει χρό­νια και χρό­νια απελ­πι­σία, τα­πεί­νω­ση και μο­να­ξιά. Λυ­τρω­μέ­νος, προ­στα­τευ­μέ­νος, κλαί­γο­ντας κά­που κά­που, απο­κοι­μιέ­ται. Όμως, με το που τον παίρ­νει ο ύπνος, ονει­ρεύ­ε­ται, και στ’ όνει­ρό του επι­στρέ­φει στη φτω­χι­κή του κα­μα­ρού­λα˙ πα­ραι­τη­μέ­νος, τρώ­ει το κρύο φα­γη­τό που του ’χουν αφή­σει πά­νω στο τρα­πέ­ζι, και με­τά πλα­γιά­ζει στο στε­νό του κρε­βά­τι, σαν κά­ποιος που πλα­γιά­ζει σε τά­φο.

Οι Βαλ­κυ­ρί­ες

Ο Βα­ρούχ εί­ναι φί­λος των Βαλ­κυ­ριών, αλ­λά η φι­λία τους δεν εί­ναι κα­μιά συ­νη­θι­σμέ­νη φι­λία, δεν εί­ναι σαν αυ­τές ανά­με­σα σε πρό­σω­πα που συ­να­ντιού­νται κά­που κά­που και πά­νε μα­ζί σι­νε­μά ή να φά­νε πα­γω­τό σε κα­νέ­να μα­γα­ζί όχι απ’ τα πο­λυ­σύ­χνα­στα, για να κου­τσο­μπο­λέ­ψουν και ν’ απο­κα­λύ­ψουν προ­σω­πι­κά στοι­χεία κά­ποιου κοι­νού γνω­στού. Όχι˙ η φι­λία τους έχει κά­τι βαρ­βα­ρι­κό. Ο Βα­ρούχ δια­θέ­τει ένα μι­κρό κτή­μα στο βά­θος της κοι­λά­δας, στην πρά­σι­νη πλα­γιά που κα­τε­βαί­νει ώς το χεί­μαρ­ρο, η μι­σή καλ­λιερ­γη­μέ­νη και καρ­πε­ρή, και η άλ­λη μι­σή σκε­πα­σμέ­νη με δα­σά­κια˙ εκεί συ­να­ντιού­νται ο ρο­λο­γάς και οι Βαλ­κυ­ρί­ες. Οι οποί­ες κα­τα­φθά­νουν πά­ντα έφιπ­πες, μ’ έναν εκ­κω­φα­ντι­κό πά­τα­γο που δο­νεί όλη την κοι­λά­δα, θω­ρα­κι­σμέ­νες, ανα­μαλ­λια­σμέ­νες, μάλ­λον γε­ρα­σμέ­νες αλ­λά ακό­μα ευ­κί­νη­τες και ζω­η­ρές σαν κο­ρι­τσά­κια. Ο ρο­λο­γάς τις πε­ρι­μέ­νει στη μέ­ση ενός λι­βα­διού, και οι Βαλ­κυ­ρί­ες τον γυ­ρο­φέρ­νουν με τ’ άλο­γά τους, όπως οι ερυ­θρό­δερ­μοι του Νέ­ου Κό­σμου, κρα­δαί­νο­ντας τις λόγ­χες τους και κραυ­γά­ζο­ντας σαν μα­νια­σμέ­νες: «Χο χάι! Χο χο χάι! Γεια σου, Βα­ρούχ! Χόιο το­χόιο χο χο χάι!». Τον αγα­πούν πο­λύ, τον έχουν δει να με­γα­λώ­νει.
Εδώ που τα λέ­με, οι Βαλ­κυ­ρί­ες δεν έχουν πια δου­λειά να κά­νουν, οπό­τε κά­νουν επι­σκέ­ψεις στους φί­λους τους. Εί­ναι επτά τον αριθ­μό, όλες ανύ­πα­ντρες, και τρώ­νε μό­νο ψω­μί, αλ­λά μπα­γιά­τι­κο ψω­μί. Γι’ αυ­τό και ο Βα­ρούχ, όταν τις βλέ­πει να ’ρ­χο­νται, παίρ­νει τη σα­κού­λα με το μπα­γιά­τι­κο ψω­μί και τη βγά­ζει έξω. Κι όσην ώρα οι Βαλ­κυ­ρί­ες χα­λά­νε γύ­ρω του τον κό­σμο, με τ’ άσπρα τους μαλ­λιά ξέ­πλε­κα στον αέ­ρα, εκεί­νος κομ­μα­τιά­ζει το ψω­μί και το πε­τά­ει λί­γα μέ­τρα μα­κριά, όπως κά­νου­με με τις κό­τες, κι εκεί­νες τσι­μπά­νε τα θρύμ­μα­τα με την αιχ­μή της λόγ­χης τους. Έτσι οι Βαλ­κυ­ρί­ες χορ­ταί­νουν την αρ­χαία τους πεί­να, με τον τρό­πο που αρ­μό­ζει πιο πο­λύ στην ημί­θεη συν­θή­κη τους.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: