Ω του θαύματος! Επιτέλους

{9 λεπτά}

[ Μια ανακούφιση ]

Ω του θαύματος! Επιτέλους

Eι­κο­σι­δύο χρό­νια τώ­ρα, κά­θε κα­λο­καί­ρι, από την άνοι­ξη κιό­λας μέ­χρι αρ­γά το φθι­νό­πω­ρο, κα­τοι­κο­ε­δρεύ­ου­με με­τά μα­νί­ας, επι­μο­νής και φα­να­τι­σμού, με τις αλε­ξή­λιες ομπρέ­λες μας και τα συ­μπα­ρο­μαρ­τού­ντα συ­μπρά­γκα­λα, απλώ­νο­ντας πα­ρα­τε­ταμ­μέ­να την αρί­δα μας στα εκ Τύ­νι­δος πε­σκί­ρια του χα­μάμ ή, για τη δι­κή μου πε­ρί­πτω­ση, νω­χε­λι­κά αρά­ζο­ντας το κα­τά τα λοι­πά αρ­κού­ντως στιφ λό­γω αγκυ­λω­τι­κής σπον­δυ­λί­τι­δας αγύ­μνα­στο δέ­μας μου στο προ­σω­πι­κό μου ανα­δι­πλού­με­νο κα­ρε­κλά­κι, με τα χρεια­ζού­με­να ανα­γνώ­σμα­τα ανά χεί­ρας και τα design πρε­σβυω­πι­κά γυα­λιά ηλί­ου προ­σο­φθαλ­μί­ως, με το κι­νη­τό σε επι­φυ­λα­κή στην εσω­τε­ρι­κή θή­κη της τσά­ντας πα­ρέα με το φε­νι­στίλ για τα τσι­μπή­μα­τα σφή­κας που δεν έλ­λει­ψαν όβερ δε γί­αρζ, με τον ήχο του φλοί­σβου να μας θω­πεύ­ει τα ώτα ή τη σι­γή της μπου­νά­τσας να μας ημι­βυ­θί­ζει σε γλυ­κειά νάρ­κη, με το θρόι­σμα των πεύ­κων και των σκί­νων να ανα­πέ­μπει υπαι­νι­κτι­κά το άρω­μά τους που κα­τά πε­ρί­πτω­ση σμί­γει με το ιν­δο­κά­ρυ­δο του Coppertone, με τις με­τρη­μέ­νες στα δά­χτυ­λα φω­νές των επί­σης συ­νέ­νο­χα ξε­βρά­κω­των γει­τό­νων, τρα­γου­δι­στές ιτα­λι­κές, ευ­θυ­τε­νείς τευ­το­νι­κές, ή, δυ­στυ­χώς συ­χνό­τε­ρα τε­λευ­ταία, τρα­χύ­τε­ρες βαλ­κά­νιες να δια­τρα­νώ­νουν την ευα­ρέ­σκεια για την πα­ρα­δει­σια­κής τά­ξε­ως επι­τό­πια εμπει­ρία, σε ελά­χι­στη δε από­στα­ση από τον πλει­στο­καί­νου κα­τα­γω­γής εύ­θρι­πτο πα­ρα­θα­λάσ­σιο βρά­χο εν εί­δει τε­τρα­ό­ρο­φου τερ­μα­τι­κού με­τώ­που της εν λό­γω πα­ρα­λί­ας, κα­τοι­κο­ε­δρεύ­ου­με λέω, επί δύο και πλέ­ον δε­κα­ε­τί­ες, σε τού­τη την ακτή του νη­σιού που προ­σφέρ­θη­κε να μας φι­λο­ξε­νεί με όρους, για κά­ποιον ανε­ξή­γη­το λό­γο, απο­λύ­τως συμ­βα­τούς με τις απαι­τή­σεις μας, την εξής μία: να μην κα­τα­κλύ­ζε­ται από του­ρι­στι­κά στί­φη, να μην δια­θέ­τει μπητσ­μπάρ, ξα­πλώ­στρες, χορ­τα­ρέ­νιες ομπρέ­λες και χύ­μα ντε­σι­μπέλ αλ­λά και να μην τρι­γυρ­νού­νε αδέ­σπο­τοι μπά­τσοι για να σε τσι­μπή­σουν ως αναί­σχυ­ντο φυ­σιο­λά­τρη.
Και όμως. Πώς ήταν δυ­να­τόν τό­σα χρό­νια, έρ­μαια, φευ, αναι­σθη­σί­ας, άγνοιας, ανο­χής, τα­ρα­χής, να αι­θε­ρο­βα­τού­με πτω­χοί τω πνεύ­μα­τι, πι­στεύ­ο­ντας πως ο τό­πος, αυ­τός ο τό­πος, εί­ναι πα­ρά­δει­σος. Να μας δια­φεύ­γει ―διε­ρω­τώ­μαι, μή­πως εθε­λο­τυ­φλώ­ντας― η εξό­φθαλ­μη, επαί­σχυ­ντη και εγκλη­μα­τι­κή τολ­μώ να ανα­κρά­ξω, απου­σία γκρα­φί­τι πά­νω στην, αναι­δώς κα­θώς απο­δει­κνύ­ε­ται, παρ­θέ­να όψη του θα­λασ­σο­δαρ­μέ­νου βρά­χου. Πώς ήταν δυ­να­τόν, χα­ζο­μα­κά­ριοι στην κο­σμά­ρα μας, να μην έχου­με ψυ­λια­στεί καν τη θε­με­λιώ­δη έλ­λει­ψη αυ­τού του απα­ρά­καμ­πτου και ακρο­γω­νιαί­ας ση­μα­σί­ας στοι­χεί­ου για την αρ­μο­νία του σύγ­χρο­νου ελ­λη­νι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος αλ­λά και, ένο­χα αδρα­νείς, να μην έχου­με σύσ­σω­μοι συσ­στρα­τευ­τεί υπέρ της απο­κα­τά­στα­σης μιας ευ­γε­νούς αρ­μο­νί­ας, μιας ευ­πρε­πούς ισορ­ρο­πί­ας, μιας επι­κού­ρειας ατα­ρα­ξί­ας.

Ω του θαύ­μα­τος ! Επι­τέ­λους.

Ημέ­ρα απο­κά­λυ­ψης, επι­φοί­τη­σης, λύ­τρω­σης. Πρώ­τη Δε­κεμ­βρί­ου, αρ­γά το φθι­νό­πω­ρο, αρ­χές του χει­μώ­να. Πε­ρι­πα­τη­τι­κή αυ­το­ψία στην ακτή που έχει υπο­στεί τις συ­νέ­πειες βι­βλι­κής κα­ται­γί­δας, με μυ­ριά­δες για­λό­ξυ­λα, κλα­διά ολό­κλη­ρα, πλα­στι­κά, ελα­στι­κά, πού ’χει ξε­βρά­σει η μα­νια­σμέ­νη θά­λασ­σα, με διά­σπαρ­τα τα μπά­ζα που ’χουν κα­τε­βά­σει τα ρέ­μα­τα, ακό­μη και ολό­κλη­ρα κομ­μά­τια τοί­χων, τσι­με­ντό­λι­θα, σο­βά­δες, κε­ρα­μει­κά πλα­κά­κια, πλα­στι­κά κου­κλά­κια, τσου­βά­λια τσου­βα­λέ­νια, σα­νί­δια ξυ­λέ­νια, σι­δε­ρι­κά σι­δε­ρέ­νια, με τα ίχνη των κα­λο­και­ρι­νών πα­τη­μά­των στην άμ­μο να έχουν υπο­χω­ρή­σει ή εξα­φα­νι­στεί υπό την μή­νιν Αιό­λου, Πο­σει­δώ­νος και Διός συ­να­σπι­σμέ­νων. Η ζώ­νη του γα­λά­ζιου ου­ρα­νού στο βά­θος κα­τά­σπαρ­τη από ευ­προ­σή­γο­ρα πλέ­ον σύν­νε­φα, ο πα­λιός δια­μή­κης βρά­χος της με­τα­παγ­γαί­ας προϊ­στο­ρί­ας διά­σπαρ­τος από κα­τα­πρά­σι­να πεύ­κα και απα­στρά­πτο­ντα σκί­να μας προ­σκα­λεί για μια τε­λευ­ταία επί­σκε­ψη πριν από την επα­νά­καμ­ψη της άνοι­ξης. Σέρ­νου­με το βή­μα στο λε­πτό χα­λί­κι κι ο ήχος της βύ­θι­σης των πο­διών στην αμ­μου­διά συ­να­ντιέ­ται στον αέ­ρα με τον συ­ριγ­μό της θά­λασ­σας και το σπο­ρα­δι­κό κρώ­ξι­μο κά­ποιου αλη­τεύ­ο­ντος γλά­ρου κα­θώς πλη­σιά­ζου­με στο κε­νό δι­πό­δων όντων κα­τα­φύ­γιο της ευ­δαί­μο­νος θε­ρι­νής μας ασυ­δο­σί­ας. Οι μορ­φές πά­νω στον βρά­χο παίρ­νουν κα­θα­ρό­τε­ρο σχή­μα, τα κοί­λα και τα κυρ­τά εμ­φα­νί­ζουν την ιζη­μα­το­γε­νή τους σύ­στα­ση, ρί­ζες ανυ­πό­τα­κτες δια­γκω­νί­ζο­νται χα­ο­τι­κά μέ­σα στα γαιώ­δη φυ­σι­κά κο­νιά­μα­τα κι όλα αυ­τά μα­ζί κά­στρο ολό­κλη­ρο που ανα­βλύ­ζει από την ίδια την προ­αιώ­νια αμ­μου­διά. Στην άκρη, εκεί που ο αι­για­λός πά­ει να σμί­ξει με το σύ­νο­ρο του χει­με­ρί­ου κύ­μα­τος, εκεί που ξε­κι­νά­ει και η πα­ρά­κτια βλά­στη­ση, να 'τες που κά­θο­νται μό­νες τους, σφαι­ρι­κές σχε­δόν, δυο μπά­λες πέ­τρας, μι­κρή η μια, η άλ­λη με­γά­λη αδερ­φή, θυ­γα­τέ­ρες κα­θώς φαί­νε­ται του γεν­νή­το­ρα με­γά­λου βρά­χου που τις επι­σκιά­ζει κι από όπου, σε μιαν άλ­λη θε­ο­μη­νία, απο­σπά­στη­καν και κα­τρα­κύ­λι­σαν, δεν πά­νε πολ­λά χρό­νια, αλ­λά ήρ­θαν κι έδε­σαν και δώ­σα­νε το μέ­τρο τους ανά­με­σα στην άμ­μο, στον βρά­χο και στον θά­μνο με τα κρί­τα­μα που τρυ­γού­με κά­θε Ιού­νιο. Ή του­λά­χι­στον έτσι μας φαι­νό­ταν μέ­σα στην αφε­λή μας πλά­νη. Ανί­κα­νοι να εντο­πί­σου­με και να συ­ναι­σθαν­θού­με τη δυ­σαρ­μο­νία ― δυ­στο­πία θα το 'λε­γαν κά­ποιοι πια στη γλώσ­σα των ημε­ρών μας. Και, εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, την ανορ­θο­γρα­φία.
Που ευ­τυ­χώς, ω του θαύ­μα­τος, βρέ­θη­κε (εκ του απο­τε­λέ­σμα­τος ει­κά­ζου­με ή μάλ­λον βε­βαιώ­νου­με) ο άγιος άν­θρω­πος εκεί­νος, διό­τι ού­τε ζώ­ον (κα­θώς γνω­ρί­ζου­με τέ­τοια ικα­νό­τη­τα δεν θα εί­χε), ού­τε άγ­γε­λος (κα­θώς γνω­ρί­ζου­με άγ­γε­λοι και ξω­τι­κά δεν υπάρ­χουν), θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο δρά­στης, ο άγιος άν­θρω­πος λέω, που επι­τέ­λους επε­νέ­βη απο­φα­σι­στι­κά, καί­ρια και δρα­στι­κά για να απο­κα­τα­στή­σει με μια χει­ρουρ­γι­κή χει­ρο­νο­μία την Τά­ξη το έλ­λει­μα της οποί­ας, δυ­στυ­χώς η Φύ­ση από μό­νη της χω­ρίς συ­νέρ­γεια με τον Πο­λι­τι­σμό, δεν θα εί­χε μπο­ρέ­σει να ανα­πλη­ρώ­σει.

Εί­ναι αυ­το­νό­η­το πως το ευ­ερ­γέ­τη­μα του οποί­ου εμείς, και μά­λι­στα εντε­λώς ανέ­ξο­δα, εί­μα­στε απο­δέ­κτες, που πλεί­στα άλ­λα ση­μεία της χώ­ρας μας (και άλ­λων ανε­πτυγ­μέ­νων χω­ρών βε­βαί­ως, δυ­στυ­χώς πά­ντως με­ρι­κές πα­ρα­μέ­νουν ανε­ξέ­λι­κτες) εί­χαν ήδη την τύ­χη να απο­λαμ­βά­νουν (πα­ρα­δείγ­μα­τα των οποί­ων πε­ριτ­τεύ­ει να ανα­φέ­ρου­με εκτός ίσως από ένα πρό­σφα­το όπου εθε­ά­θη­σαν ―αλί­μο­νο όχι αρ­κού­ντως εκτε­τα­μέ­να― γκρα­φί­τι πά­νω στα φυλ­λώ­μα­τα δέ­ντρων και θά­μνων σε κε­ντρι­κό πάρ­κο της Αθή­νας), το ευ­ερ­γέ­τη­μα, λέω, του οποί­ου επω­φε­λού­μα­στε χά­ρη στο στο­χευ­μέ­νο ενέρ­γη­μα του εμπνευ­σμέ­νου αυ­τού άν­θρω­που (κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα νε­α­ρού, συ­μπε­ραί­νω) που έτυ­χε να δια­θέ­τει το κα­τάλ­λη­λο σπρέυ κα­θώς περ­νού­σε κο­ντά στην ακτή, ο οποί­ος εξάλ­λου ίσως πή­ρε επί τού­του το λε­ω­φο­ρείο ή ίσως και να έκα­νε ωτο-στοπ προ­κει­μέ­νου να φτά­σει στον προ­ο­ρι­σμό του, μπο­ρεί και με το μη­χα­νά­κι ενός φί­λου του, και μά­λι­στα θαρ­ρα­λέα χω­ρίς κρά­νος, για­τί όχι και να περ­πά­τη­σε με αυ­τα­πάρ­νη­ση μό­νος επί ένα δι­ή­με­ρο ή και τρι­ή­με­ρο, κα­νείς δεν ξέ­ρει, και να κοι­μή­θη­κε νη­στι­κός και τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος ανά­με­σα στα σκί­να, Νο­έμ­βρη μή­να με το κρύο, προ­κει­μέ­νου να επι­τε­λέ­σει το έρ­γο του, το ευ­ερ­γέ­τη­μα ξα­να­λέω, συ­νί­στα­ται στο γε­γο­νός πως επι­τέ­λους, για εμάς τους ανυ­πο­ψί­α­στους, κού­νια που μας κού­να­γε, με τη δι­κή του ευ­γε­νή πρά­ξη, έρ­χε­ται επι­τέ­λους για πρώ­τη φο­ρά στον συ­γκε­κρι­μέ­νο τό­πο το πε­ρι­βάλ­λον στα γρά­δα του, στα σω­στά του γρά­δα. Πλη­σιά­ζει στο όπτι­μουμ, αγ­γί­ζει το τέ­λειο. Το απο­τύ­πω­μα του ψε­κα­σμού πά­νω στη μά­ζα του ογκό­λι­θου εί­ναι γε­γο­νός.

Ας επι­τρέ­ψει ωστό­σο η εν­θου­σιώ­δης και πα­ρορ­μη­τι­κή μας ικα­νο­ποί­η­ση να πα­ρεισ­ρεύ­σει και ένα ίχνος ελ­πί­δας για βελ­τι­στο­ποί­η­ση. Ας ευ­χη­θού­με ο αφα­νής και ανι­διο­τε­λής μας ήρω­ας να βρεί μι­μη­τές να συ­νε­χί­σουν το έρ­γο του ή, ακό­μη και ο ίδιος να τύ­χει να δια­βά­σει τού­τη εδώ την ευ­γνώ­μο­να ανα­γνώ­ρι­ση της προ­σφο­ράς του και να κα­τα­δε­χτεί την τα­πει­νή μας πα­ραί­νε­ση να επε­κτεί­νει, έστω ανώ­νυ­μα αφού έτσι δεί­χνει να προ­τι­μά­ει, τη δη­μιουρ­γι­κή του πα­ρέμ­βα­ση, και πά­λι για δι­κό μας όφε­λος, στο σύ­νο­λο του βρά­χου που, όπως μό­λις εκεί­νος με δια­κρι­τι­κό­τη­τα μας βο­ή­θη­σε να αντι­λη­φθού­με, προ­σφέ­ρει πλή­θος αναι­δείς επι­φά­νειες προς συμ­μόρ­φω­ση και κα­θυ­πό­τα­ξη στους κα­νό­νες μιας αν­θρώ­πι­να και πο­λι­τι­σμέ­να εκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νης Φύ­σης.
Αν, κα­θώς κα­τα­λα­βαί­νου­με, το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο όφε­λος υπήρ­ξε όντως η ως άνω απο­κα­τά­στα­ση της οπτι­κής, αι­σθη­τι­κής, πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κής ισορ­ρο­πί­ας, δεν θα ήταν άτο­πο να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με και ένα πα­ρά­πλευ­ρο αλ­λά κα­θό­λου ευ­κα­τα­φρό­νη­το ωφέ­λη­μα που ίσως δεν ήταν πρώ­τη προ­τε­ραιό­τη­τα της πρό­θε­σης του ευ­ερ­γέ­τη μας. Όλοι ξέ­ρου­με εγκυ­κλο­παι­δι­κά (και όσοι δεν ξέ­ρουν να ψά­ξουν να μά­θουν) σε ποια θε­με­λια­κή σκέ­ψη και φι­λο­σο­φία ανά­γει το σύμ­βο­λο ένος «Άλ­φα» μέ­σα σε ένα κύ­κλο που επέ­λε­ξε να μας προ­σφέ­ρει δι­δα­κτι­κά ο σο­φός ήρω­ας της εν λό­γω πρω­το­βου­λί­ας. «Εί­ναι και­ρός ίσως», δεί­χνει χα­λα­ρά να μας υπο­δει­κνύ­ει, «να αντλή­σε­τε κι εσείς ολί­γη από τη δι­κή μου σο­φία». Και γι αυ­τήν επί­σης την γεν­ναιο­δω­ρία του τον ευ­χα­ρι­στού­με.

Ω του θαύματος! Επιτέλους
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: