Μιαν Άλλη Άνοιξη - Ο Χορός των Γερόντων

Η άνοιξη άργησε να φθάσει φέτος. Στα τέλη Μαρτίου, άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς και το κακό κράτησε τρεις ολόκληρες βδομάδες. Ο τόπος είχε μουλιάσει, το έδαφος είχε φουσκώσει, βλάσταιναν ώς και τα καυσόξυλα. Πολλοί από εμάς, επηρεασμένοι και από την τηλεόραση, άρχισαν να συζητούν στα σοβαρά για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της στη γεωργική παραγωγή. Λίγο βέβαια μας αγγίζουν τα σενάρια για άλλα τριακόσια εκατομμύρια πρόσφυγες από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, για τον πλημμυρισμό της Μπαγκλαντές και νησιών του Ειρηνικού ή για το λιώσιμο των πάγων στους Πόλους. Αυτό που μας απασχολεί είναι τι προϊόντα θα βγάλουμε αν γίνουμε Σαχάρα ή αν σκεπαστούμε από πάγους ή αν βρέχει το μισό χρόνο. Και με τον τουρισμό τι θα γίνει αν μας τσακίσουν τα καλοκαιρινά μπουρίνια ή αν, αντίθετα, λιγοστέψει κι άλλο το νερό; Κουβεντιάζαμε πια στα σοβαρά αυτά τα ενδεχόμενα και το μόνο που μας καθησύχαζε ήταν τα επιχειρήματα των αισιόδοξων: πως δεν επρόκειτο παρά για σενάρια που ξεφούρνιζαν τα κανάλια, κι εμείς είχαμε πάψει πια να ’χουμε και πολλή εμπιστοσύνη στα δελτία ειδήσεων των οχτώ και στους «πρωινούς καφέδες».

*

Η φύση έχει θεριέψει απ’ το πολύ νερό. Με ανοιχτούς τους κρουνούς του ουρανού, τα νεαρά φύλλα είναι πιο φρέσκα και ανοιχτόχρωμα από κάθε άλλη φορά, ενώ ποτάμια λάσπης από τα ορεινά θρέφουν τα χωράφια. Το χορτάρι έχει γίνει ένα μέτρο ψηλό και η αγριάδα πνίγει τις ελιές και τους ανθισμένους κότσικες. Έπειτα, οι βροχές σταματούν απότομα σαν να σφραγίστηκαν οι κρουνοί του ουρανού. Όλα μοιάζουν ξανά με τον εαυτό τους και ο άσεμνος βόμβος της αναπαραγωγής καλύπτει το τοπίο. Τα πουλιά επιστρέφουν – ανάμεσά τους, ύστερα από δεκαετίες, κι ένα ζευγάρι κιρκινέζια, που φωλιάζει στην ερειπωμένη αποθήκη του συνεταιρισμού. Ο άνεμος ανηφορίζει από τον κόλπο κουβαλώντας γύρη και αποκαλύπτοντας τις θαμμένες οσμές. Το Πάσχα είναι μαγιάτικο φέτος. Προετοιμαζόμαστε εντατικά για την εισβολή των αστών. Θα επιστρέψουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας, θά ’ρθουν και οι ιδιοκτήτες των σπιτιών που πουλήσαμε μετά τον Πόλεμο για ένα κομμάτι ψωμί, θα καταφθάσουν οι εργολάβοι και οι Αλβανοί μαστόροι, θ’ ανοίξουν οι ψησταριές και το μπαράκι. Θα πουλήσουμε γραφικότητα και αγνή αμόλυντη φύση σ’ όλους εκείνους τους υπαλλήλους του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που επείγονται για την επανανακάλυψη του πρωτογονισμού και της αθωότητας, για μια φέτα απαστράπτουσας θάλασσας και για ένα γυμνό ορεινό όγκο που κουλουριάζεται βαριά πάνω στα βαθύσκιωτα δάση – γι’ αυτές τις μικρές γεύσεις αιωνιότητας που δικαιούνται οι εορτάζοντες και οι ταξιδιώτες και όσοι επιμένουν να πιστεύουν πως είναι ζωντανοί. Είμαστε έτοιμοι πια και είμαστε χαρούμενοι, καθώς σαν έφηβοι πετάμε από πάνω μας τα χειμερινά φιδοπουκάμισα, σκαρφαλώνουμε στις στέγες, χωνόμαστε στα κελάρια, κατευθύνουμε τους Αλβανούς σοβατζήδες, δίνουμε οδηγίες στις Ουκρανές σερβιτόρες και κερνάμε ένα τσίπουρο τα συνεργεία της Νομαρχίας.

Έπειτα, αργά ένα πρωί, εμφανίζεται στο καφενείο ο Απόστολος Κάλφας και μας καλημερίζει. Μοιάζει λίγο γερασμένος στο ατόφιο ανοιξιάτικο φως, αλλά χαμογελάει. Έχουμε να τον δούμε καιρό και δείχνει άλλος άνθρωπος – σαν να τον γνωρίζουμε καλύτερα ή ίσως αλλιώτικα τώρα που τον είδαμε και τον ξανάδαμε στην τηλεόραση. Κάτι σαν φωτοστέφανο τον περιβάλλει, μια αντανάκλαση που δεν έχει σχέση με την ιστορία αλλά με την εικόνα του – σαν μια κάμερα να ’ναι στημένη πίσω του και οι εκτυφλωτικοί της προβολείς να τον λούζουν. Κάθεται μόνος του κάτω από το μεγάλο πλατάνι, στο διπλανό τραπέζι, και πριν προλάβει να παραγγείλει, του έχουμε στείλει ένα καραφάκι τσίπουρο και τον ανάλογο μεζέ. Σηκώνει το ποτήρι νεύοντας «στην υγειά σας». Δείχνει ν’ απολαμβάνει την υγρή λιακάδα, τις αστραφτερές σχιστόπλακες, το παιχνίδι των ηλιαχτίδων μέσ’ από τα ανοιχτοπράσινα φρέσκα φυλλώματα. Όταν ο Μπάμπης στέκεται αναποφάσιστος από πάνω του σαν να θέλει να τον ρωτήσει κάτι, ο Απόστολος Κάλφας τού λέει χωρίς να τον κοιτάζει:

«Πριν από αιώνες, είχα καθίσει σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, αν και σε μιαν άλλη καρέκλα. Μια οικογενειακή φίλη, θαμμένη τώρα στον Κισσό, ήλθε και κάθισε απέναντί μου. Δε θυμάμαι τι είχαμε πιει, αλλά θυμάμαι καθαρά το πρασινωπό φως της μέρας εκείνης – ήταν σαν το σημερινό. Αυτό μπορεί να ονομαστεί “αναδρομική αποκάλυψη του μέλλοντος”».

Ο Μπάμπης τον κοιτάζει απορημένος, ταλαντεύεται για λίγο και λέει λίγο στο άσχετο:

«Δεν έχουν σημασία τα χρόνια που περνάνε, κύριε Απόστολε, η καρδιά μετράει».

«Κυριολεκτικά και μεταφορικά», σπεύδει να συμφωνήσει ο Απόστολος Κάλφας με την μπάσα φωνή του. Ξαναϋψώνει το ποτήρι του και πίνει στην υγειά μας.

Απόλυτη ησυχία επικρατεί τώρα στην πλατεία, καθώς τεντώνουμε περίεργοι τα αυτιά μας, με εξαίρεση ένα περιστασιακό αμήχανο βήξιμο ή το βόμβο του αίματος που πάλλεται στις φλέβες μας.

«Κάτσε», λέει στον Μπάμπη και αυτός τραβάει μια καρέκλα διστακτικά, κάνοντας από μακριά νόημα στο γιο του ν’ αναλάβει τις παραγγελίες. «Θα σου πω γιατί έχεις δίκιο για τα χρόνια. Έχουν, βέβαια, τη σημασία τους, αν και μικρή μόνο σημασία. Κάποτε ο χρόνος ήταν λίγος, τώρα είναι τρομακτικά πολύς. Διαστέλλεται, μαζί με το σύμπαν. Για παράδειγμα, κοίτα τον παπά», λέει και όλοι στρέφουμε μηχανικά το βλέμμα στο απέναντι –το αντίπαλο– καφενείο, που άνοιξε με το που μπήκε ο Μάης. «Κάποτε έψαχνε στη γωνιά του δρόμου για σημάδια της Θείας Πρόνοιας και απειλούσε τους πιστούς ότι, όπου να ’ναι, οι σκελετοί των νεκρών θα έβγαιναν τσάρκα ζητώντας, μέσ’ από οδοντοστοιχίες που κροτάλιζαν, την ανταμοιβή τους. Αυτός και οι όμοιοί του έψαχναν για ενδείξεις της Δευτέρας Παρουσίας ψηλά, εκεί όπου τα φυλλώματα κάτι σιγοψιθυρίζουν στον ουρανό. Ο άλλος κόσμος ήταν δυο τσιγάρα δρόμος από το σπίτι μας. Πάνε τώρα όλα τούτα. Η εγκοσμιότητα, αντί να μας προσγειώσει, μας εκτόξευσε στο άπειρο του σύμπαντος. Τώρα πια, δε δικαιούμαστε να καταφεύγουμε στη βολή του υπερφυσικού. Ας το διασκεδάσουμε, λοιπόν, φίλε μου. Ας απολαύσουμε την ελευθερία μας, ας αφήσουμε τη φαντασία μας αχαλίνωτη». Υψώνουμε όλοι τα ποτήρια, κι ας μην έχουμε πολυκαταλάβει τα λόγια του, σαν πρώην κατάδικοι που τους αφαίρεσαν τη σιδερένια μπάλα από το πόδι. «Στην υγειά σας, παιδιά. Μπάμπη, κέρνα την παρέα και όποιον περάσει από ’δω ώς τις δώδεκα το βράδυ. Είμαι ξανά ζωντανός, αν δεν το έχετε καταλάβει», λέει ο Απόστολος Κάλφας.
Η πλατεία έχει ζωντανέψει πια. Από παντού ακούγονται σφυριές και αναμμένες τηλεοράσεις και το συριστικό σκούπισμα των ξερών φύλλων από την Αλίσια και το γάβγισμα ενός σκυλιού, στο οποίο ανταποκρίνεται αμέσως ο Μάγκας. Μια μακρινή οξυγονοκόλληση φθάνει στα αυτιά μας.

«Ήσυχα Μάγκα, ήσυχα», λέει ο Απόστολος και ο ανήσυχος σκύλος κάθεται στα πίσω πόδια του, αν και πάντα σε εγρήγορση. Η δασκάλα τού δίνει μισό κεφτέ και αυτός τον αρπάζει στον αέρα λαίμαργα.
«Παραλίγο να μου φάει τα δάχτυλα», λέει εκείνη με μια δόση υστερίας και ακουμπάει το μπράτσο του Απόστολου ζητώντας, τάχα μου, προστασία.
«Θέλω μια χάρη», λέει τότε εκείνος στο γιο του Μπάμπη, που κουβαλάει επιδέξια ένα φορτωμένο δίσκο. «Σβήσε την τηλεόραση». Κάνει μια κίνηση προς τα μηνίγγια του σαν να δείχνει το σφυροκόπημά τους. «Την Κυριακή του Θωμά είστε όλοι καλεσμένοι στις “Καστανιές”», λέει έπειτα από μια παύση στρεφόμενος προς εμάς. «Να γλεντήσουμε λίγο μαζί. Ο Μπάμπης θ’ αναλάβει, ελπίζω, τις σούβλες και τα κλαρίνα».
«Γιορτάζουμε κάτι, κύριε Απόστολε;» ρωτάει ο καφετζής.
«Την άνοιξη», λέει κάποιος που δεν έχουμε ξαναδεί στο χωριό, και όλοι συγκατανεύουν.
«Και άλλα πράγματα γιορτάζουμε», λέει ο ταχυδρόμος με νόημα και τον κοιτάζουμε όλοι με απορία, αλλά κανείς δεν το βρίσκει αρμόζον να ρωτήσει.

Έπειτα, αργά το απόγευμα, ο Απόστολος Κάλφας μάς αφήνει να συνεχίσουμε μόνοι μας. Προχωράει αργά διασχίζοντας την πλατεία – ένας άνθρωπος κυρτωμένος από το βάρος του χρόνου, που στηρίζεται σ’ εκείνο το αρχαϊκό μπαστούνι από έβενο κι ελεφαντόδοντο και τινάζει περήφανα το κεφάλι του προς τα πίσω σαν ν’ αποδιώχνει ενοχλητικές μύγες. Για μια στιγμή μοιάζει να γέρνει ανεπαίσθητα το κεφάλι του σαν ν’ αφουγκράζεται ένα μακρινό βουητό που πλησιάζει προς το μέρος του. Έπειτα, χώνεται στα σοκάκια και κατευθύνεται προς τις «Καστανιές» από το μακρύτερο δυνατό δρόμο, με το σκύλο ανήσυχο να παίζει με τις ράβδους των ηλιαχτίδων που θερμαίνουν το νοτισμένο χωριό. Καθώς τον χάνουμε από τα μάτια μας, μας φαίνεται πως οι στρατιωτικές του μπότες σηκώνουν τολύπες από στάχτη και σκόνη· όμως, δεν υπάρχει στάχτη ούτε σκόνη στο υγρό λιθόστρωτο. Αίφνης, οι θόρυβοι ξαναζωντανεύουν στην πλατεία καθώς ξανασκύβουμε πάνω από τους μεζέδες, και τα πιρούνια χτυπούν τα πλαστικά πιάτα μ’ ένα φτηνιάρικο ήχο και όλοι κάτι θέλουμε να πούμε, αλλά δε λέμε τίποτα, έτσι μπουκωμένοι και λίγο μεθυσμένοι όπως είμαστε, σαν τα πάντα να έχουν ειπωθεί.

*

Τώρα οι φήμες τρέχουν γρήγορα στο χωριό, αν και είμαστε υποχρεωμένοι να βάλουμε για λίγο σε παρένθεση τον Απόστολο Κάλφα, καθώς οι δρόμοι πλημμυρίζουν από αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, οι σούβλες καθαρίζονται με οινόπνευμα, τα παιδιά δοκιμάζουν τα πυροτεχνήματα και τις στρακαστρούκες, και οι ψάλτες προβάρουν το ρεπερτόριο της Μεγάλης Εβδομάδας σαν να καθαρίζουν το λαρύγγι τους απ’ τα ξεραμένα φλέματα. Η Αθήνα εισβάλλει βίαια και αδηφάγα, φέρνοντας ζωντανά μηνύματα από τον έξω κόσμο και δίνοντας γραμμή. Φοράμε τη μάσκα της φιλοξενίας και της αγνότητας, αποφασίζουμε να ’μαστε χαρωποί και σοφοί, ενώ κρυφοκοιτάμε με φθόνο τα ντυσίματα και τα φερσίματα των νιόφερτων ξέροντας πως, ακόμα κι αν θέλουμε να τους μιμηθούμε, αυτοί θα ’ναι πάντα δυο βήματα μπρος. Έπειτα αδιαφορούμε, γιατί στο κάτω κάτω όλοι τούτοι δεν είναι παρά εμείς οι ίδιοι μεταμφιεσμένοι σε ανθρώπους της πόλης. Πού και πού, βρίσκουμε το χρόνο να γείρουμε το κεφάλι και ν’ αφουγκραστούμε τις φήμες: ο Απόστολος Κάλφας επισκέφτηκε την Άλμα στο Ανήλιο, η γυναίκα δε θα ξαναδουλέψει στο Μυλοπόταμο, οι δυο τους εθεάθησαν στο «Anaconda» στις Μηλιές, κάτω στο ρέμα, να δειπνούν ρομαντικά στο φως των κεριών, με τον Απόστολο να φοράει άσπρο πουκάμισο και γραβάτα και την Άλμα ένα κρεμ ταγέρ και μαργαριτάρια στα αυτιά και καφετιές ψηλές γόβες που την μεταμόρφωναν αναδεικνύοντας τις στέρεες καμπύλες και τα περήφανα χαρακτηριστικά της. Κάποιος είπε πως της κρατούσε το χέρι, κάποιος άλλος ότι η γυναίκα έδειχνε βουρκωμένη, ένας τρίτος ότι οδήγησαν στη συνέχεια νυχτιάτικα ώς το νεκροταφείο του Κισσού και άναψαν ένα κερί σ’ έναν ξεχασμένο από Θεό και ανθρώπους, μουχλιασμένο τάφο. Ο γιατρός μάς εμπιστεύεται υπομειδιώντας πως ο Απόστολος του τηλεφώνησε προχθές ρωτώντας τον για τις επιπτώσεις του «Βιάγκρα». Η Ασημίνα ισχυρίζεται πως, όταν καλοντύνεται, η Άλμα είναι φτυστή η κυρία Ελεονόρα, μια πραγματική κυρία που παραθέριζε στο χωριό πριν από μισό αιώνα. Μας δείχνει μάλιστα μια πολυκαιρισμένη φωτογραφία της εποχής εκείνης τραβηγμένη μπροστά στο μισογκρεμισμένο τώρα πια «Πύργο των Ψαθάδων», με πρόσωπα άγνωστα, εκτός από το συνοφρυωμένο έφηβο Απόστολο Κάλφα –ολόιδιος, αν του προσθέσεις μισό αιώνα–, που τον κρατάει από τον ώμο λίγο αδιάφορα, λίγο περιπαικτικά μια χυμώδης κυρία με μεγάλη όντως ομοιότητα προς την Άλμα, και τον “Γέρο” στη γωνία της φωτογραφίας, μισό βήμα μπροστά από τους άλλους, με το γνωστό παναμά στο κεφάλι του και το υψωμένο εβένινο μπαστούνι στο χέρι, να τους δείχνει γελώντας κάτι. Μια πολύ νέα κοπέλα στο κέντρο της φωτογραφίας στραβοκοιτάζει την κυρία Ελεονόρα –πρέπει να ’ναι η κόρη–, μ’ εκείνο το επιτιμητικό, μελαγχολικό βλέμμα που εκφράζει την ανασφάλεια της θηλυκής νεότητας και ίσως τη δυσοίωνη πεποίθηση πως δεν πρόκειται να μοιάσει ποτέ στη μητέρα. Η Ασημίνα σταυροκοπιέται για την ψυχή όλων αυτών των νεκρών – «αλλά και όσων είναι ακόμα ζωντανοί», σπεύδει να προσθέσει. Κι έπειτα, μας αφηγείται πώς μάζεψαν τις προάλλες όλα τα χαλιά και τα ’πλυναν και προετοίμασαν το σπίτι για το καλοκαίρι, μαζί με την Κατερίνα και την Άλμα και την κόρη της Άλμας –αυτήν που δούλευε σε μπαρ στην Αχαρνών και που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο χωριό– και ο Απόστολος τις πείραζε λέγοντας πως απ’ όλο το χαρέμι του προτιμούσε την Ασημίνα.
Έπειτα, έκανε κάτι παράξενο: κλείστηκε στο γραφείο του και για ώρες δεν έκανε τίποτα, παρά μόνο χάζευε από το ανοιχτό παράθυρο τη μακρινή θάλασσα και σε πρώτο πλάνο τα αμαρτωλά χρώματα της άνοιξης, το τρυφερό δειλό χρώμα των πρώτων ανοιξιάτικων φύλλων κι έναν ασημόγλαρο που είχε καθίσει στο περβάζι και τον κοίταζε με το θολό του μάτι σαν κάτι να περίμενε. Οι γυναίκες τού πήγαιναν πού και πού νερό και τον ρωτούσαν αν χρειάζεται κάτι άλλο, αλλά εκείνος τις απομάκρυνε μ’ ένα νεύμα, σαν να μην έπρεπε να τον διακόψουν, μια και ποτέ δεν τον είχε απασχολήσει κάτι τόσο σημαντικό. Έπειτα, την ώρα που η Κατερίνα, αργά το απόγευμα, του πήγε με το έτσι θέλω έναν καφέ κι ένα κομμάτι πίτα, της είπε:

«Είσαι η νεότερη εδώ μέσα, γι’ αυτό να θυμάσαι πως η αυτοκτονία είναι απαράδεκτη ως πράξη αλλά ανακουφιστική ως δυνατότητα. Καταλαβαίνεις;»

Η κοπέλα τού έγνεψε ότι πιστεύει πως ναι και προσέθεσε ότι είχε διαβάσει σ’ ένα περιοδικό πως η προοπτική της αυτοκτονίας μάς απελευθερώνει και μας κάνει τολμηρούς, και τότε ο Απόστολος της είπε πως ένας Γάλλος συγγραφέας θεωρούσε πως είναι τα εσωτερικά αδιέξοδα και όχι οι εξωτερικές πιέσεις που οδηγούν κατά κανόνα σ’ αυτήν, και ότι, αν διαθέτεις εσωτερικό χρόνο, ξεπερνάς ακόμα και τη σκέψη της δυνατότητας ν’ αυτοκτονήσεις. Αυτή η παράλογη συζήτηση –όπως τουλάχιστον την αποκωδικοποιήσαμε– συνεχίστηκε για ώρα. Τότε ο Απόστολος Κάλφας σηκώθηκε επιτέλους, τεντώθηκε, πήρε από το τραπέζι τη μεγάλη στοίβα με τα χειρόγραφα που μουντζούρωνε όλο τον χειμώνα και την στρίμωξε στο μεγάλο ψάθινο κάλαθο αχρήστων που ο «Γέρος» είχε φέρει από το Τζιμπουτί πριν από κάτι δεκαετίες, λέγοντας στην αποσβολωμένη Κατερίνα:

«Η περιπέτεια του ανθρώπου δε χωράει σ’ ένα βιβλίο, βοήθησέ με να τα κάψουμε στο τζάκι τα ρημάδια. Έχασα πολύ χρόνο διαβάζοντας βιβλία, όπως έλεγε και ο Σωκράτης», προσέθεσε διακρίνοντας την έκπληξή της. «Ο ίδιος ο Πλάτωνας έφθασε να πει πως η γραφή δεν είναι παρά το είδωλο του Λόγου, καταλαβαίνεις;»

Όχι, σίγουρα η κοπέλα δεν καταλάβαινε, τον βοήθησε ωστόσο να μεταφέρει το καλάθι ώς το τζάκι.

*

Παρακάμψαμε λοιπόν το φετινό Πάσχα σαν να μην ήταν παρά ένα ακόμα καθήκον και γέμισαν οι τσέπες μας λεφτά και οι ορδές των εισβολέων πιάσανε ξανά τις εθνικές οδούς και η τηλεόραση πλημμύρισε από ρεπόρτερ στα διόδια, που έμοιαζαν σαν να εξέδιδαν πολεμικά ανακοινωθέντα, ενώ το γυαλί έδειχνε τις ατέλειωτες, μελαγχολικές ουρές των αυτοκινήτων που επέστρεφαν. Εμείς είχαμε πια στο νου μας στην Κυριακή του Θωμά.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Μιχάλη Μοδινού ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: