Φόβος

Έλεγε, που λες, ο προφήτης απ’ όσο θυμάμαι: «...λάσπη. Παχύρρευστη. Το χρώμα της καφέ σκούρο. Ενίοτε πρασινωπό ή και κίτρινο. Θα κυλάει αργά και θα καλύπτει ό,τι χαμηλότερο από την επιφάνειά της συναντά», έλεγε. «Σκύλοι που θα βρεθούν στο δρόμο της θα αγωνίζονται να σταθούν στα πόδια τους αλλά δεν θα τα καταφέρνουν, αλλά δεν θα τα καταφέρνουν«, έλεγε «θα παρασύρονται γαβγίζοντας απελπισμένα και θα χάνονται μέσα στη λασπόμαζα μαζί με ανθρώπους που θα τρέχουν αλλόφρονες να γλιτώσουν, μακάβριοι επιβάτες της λασπόμαζας και δε θα ξεχωρίζουν οι ανθρώπινες κραυγές από τα ουρλιαχτά των σκύλων, από τα πνιχτά τσιρίγματα των αρουραίων και από εξαγριωμένα νιαουρίσματα γάτων και γατών τίποτα δεν θα είναι ικανό να ανακόψει τον ρου της λάσπης που ο όγκος της θα αυξάνεται σιγά σιγά και η ορμή της θα δυναμώνει και ασυγκράτητη θα πέφτει πάνω στις πόρτες και θα τις πιέζει μέχρι να τις συνθλίψει για να συρθεί μέσα σε σπίτια, σε καταστήματα και να κατακλύσει όλους τους χώρους της. Και δεν θα υπάρξει έλεος, ματαίως θα αναπέμπονται οι ικεσίες σας προς θεούς, αγίους και προγόνους εγγύς και απώτερους – θεοί, άγιοι, πρόγονοι εγγύς και απώτεροι θα απολαμβάνουν μακάριοι και άπραγοι τη λάσπη να καταπίνει τα πάντα, θα σας έχει σκεπάσει όλους η λάσπη».
Και που λες, σταματούσε ο προφήτης για να ξαναρχίσει ευθύς αμέσως, ολόκληρη τη μέρα, μέρες ολόκληρες το ίδιο και το ίδιο, ανεβασμένος επάνω σ’ έναν στύλο στην άκρη της πόλης, η ζωή μας είχε απορυθμιστεί, κυριαρχούσε ο φόβος και μόνη μας έγνοια ήταν να παρακολουθούμε τα σημάδια του καιρού, πότε θα συννεφιάσει, πότε θ’ αρχίσει να βρέχει, κλεισμένοι μέσα στα σπίτια μας ώσπου τρέξαμε κι εμείς, όπως αποφάσισαν οι δημογέροντες, και αρχίσαμε να κουνάμε πέρα δώθε τον στύλο, για να γκρεμίσουμε τον προφήτη που καθόταν στην κορυφή του στύλου και ευαγγελιζόταν την καταστροφή μας αλλά αυτός δεν έπεφτε και πήγαν στα σπίτια τους μερικοί και έφεραν πριόνια, γράτσα-γρούτσα πριονίσαμε τον στύλο, έγειρε ο στύλος, κόπηκε στα δύο, πάρ’ τον κάτω τον προφήτη, τον δέσαμε χειροπόδαρα βρίζοντάς τον με λόγια που δεν λέγονται και τον σύραμε ως το μέγαρο της Δημογεροντίας κραυγάζοντας συνθήματα που απαιτούσαν την αδιαπραγμάτευτη εξόντωσή του, γιατί τα λες αυτά, τον ερώτησαν οι δημογέροντες, γιατί δεν λες κάτι πιο ευχάριστο, πιο αισιόδοξο, αυτός όμως δεν απαντούσε και χρειάστηκε να καλέσουν οι δημογέροντες τους βασανιστές που ήρθαν τρέχοντας εν μέσω των αλαλαγμών μας και έπιασαν αμέσως δουλειά. Ώρες τον βασάνιζαν χωρίς να καταφέρνουν να του αποσπάσουν κάτι πιο ευχάριστο, μέχρι που αυτός λίγο πριν ξεψυχήσει αναστέναξε και ψέλλισε «δεν μπορώ να πω ψέμματα».

Και, που λες, πριν προλάβουμε να χαρούμε που τον ξεφορτωθήκαμε νέος φόβος άρχισε να μας κυριεύει, κι αν λέει αλήθεια; και μετά ενέσκηψε κι άλλος φόβος πιο βασανιστικός, ωραία –σκεφτόμαστε κατά μόνας– μ’ αυτόν τον άτιμο ξεμπερδέψαμε τι γίνεται όμως αν ξεφυτρώσουν κι άλλοι, αν έχει αφήσει μαθητές πίσω του που καραδοκούν, και βγάλαμε περιπολίες για να παρατηρούν μήπως υψώνονται κι άλλοι στύλοι, με τ’ αυτιά μας τεντωμένα για ν’ ακούσουμε κάποια περίεργη φωνή, μακρόσυρτη και μιξοκλαίουσα να προφητεύει την καταστροφή μας, δεν πάει άλλο, η μόνη λύση είναι να βρούμε εθελοντές προφήτες, σκέφτηκαν οι πιο ψύχραιμοι, και πήγαν αμέσως στη Δημογεροντία, να βρούμε εθελοντές προφήτες –φώναζαν– που θα τους αναγκάσουμε να ανεβαίνουν πάνω σε στύλους και να λένε όμορφα πράγματα, χαρούμενα και αισιόδοξα και δι’ αυτού του τρόπου θα αντιπαρατεθούν σε όσους, ενδεχομένως, επιχειρήσουν να συνεχίσουν το έργο του δασκάλου τους – αν υποθέσουμε ότι ο γρουσούζης προφήτης άφησε πίσω του συνεχιστές.
Και που λες, εθελοντές βρέθηκαν πολλοί, υπολόγιζαν και σε κάποιο χαρτζηλίκι είναι αλήθεια, και τους μαθαίναμε να λένε «όλα θα πάνε καλά, οι άνθρωποι θ’ αγαπηθούν και θα βοηθούν ο ένας τον άλλο, ειρήνη θα βασιλέψει στον κόσμο», ό,τι ήθελε ο καθένας έλεγε και ανακατεύτηκαν τα χίλια καλά και έγιναν μυριάδες και μπερδευτήκαμε κάποια στιγμή και ήρθε η ώρα που πιαστήκαμε στα χέρια, βγήκαν μαχαίρια και μαχαιρώθηκαν άνθρωποι και σαν από το πουθενά εμφανίστηκαν οι φύλακες της τάξεως και μας χτυπούσαν με ρόπαλα και ουρλιάζαμε και ξαφνικά –ως εκ θαύματος– έγινε σιωπή. Ένας ένας ή και σε μερικές ομάδες αρχίσαμε να επιστρέφουμε στα σπίτια μας, υπακούοντας σε κάποια ανείπωτη εντολή, με σκυμμένο κεφάλι, ανέκφραστοι, σκιές του πρότερου εαυτού μας, υποταγμένοι σε κάποια άγνωστη μοίρα. Λύση όμως δεν είχε βρεθεί κι ο φόβος είχε καταχωνιαστεί σε κρυφές και άγνωστες κρύπτες της σκέψης μας.

Το σπίτι που μέναμε η γυναίκα μου κι εγώ δεν ήταν δικό μας. Μου το είχε παραχωρήσει η αδελφή της μητέρας του πατέρα μου, με τον όρο να της αφήσουμε ένα μικρό δωμάτιο εφ’ όρου ζωής, πράγμα που αποδέχτηκα, προσφέροντάς της και τα προς το ζην αναγκαία, χωρίς την παραμικρή επιβάρυνσή της, η αλήθεια όμως είναι ότι μας είχε πιει το αίμα. Μεταξύ των αναρίθμητων αιτημάτων της, απαίτησε και να μην φωτίζεται αυτό το δωμάτιο από μια λάμπα στο ταβάνι αλλά από ένα μικρό πορτατίφ με αμυδρό φως σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα της, στην κουνιστή της πολυθρόνα. Δεν το έσβηνε ποτέ, καθόταν εκεί και πήγαινε μπρος πίσω φυλλομετρώντας τον Θουκυδίδη και άλλα βιβλία μεταξύ των οποίων και το περίφημο, όπως έλεγε, Ο Βρικόλακας του Μπραμ Στόκερ. Λέω ότι φυλλομετρούσε τα βιβλία και έμοιαζε ότι τα διαβάζει γιατί στην πραγματικότητα δεν έβλεπε λόγω προχωρημένης εκφύλισης της ωχράς κηλίδας, προφανώς τα είχε διαβάσει νέα ακόμα και τα θυμόταν. Ούτε άκουγε, δεν μπορούσε να κινηθεί επιπλέον, μας φώναζε και την μετακινούσαμε σ’ ένα αυτοσχέδιο αναπηρικό αμαξίδιο που έφτιαξα με ρόδες από ένα παλιό ποδήλατο και μια ξύλινη καρέκλα που στο κέντρο της είχα πριονίσει το ξύλο για να χωράει ένα πορσελάνινο καθίκι.
Με τις ταραχές, την είχαμε λίγο ξεχάσει και όταν επιτέλους επιστρέψαμε σπίτι διαπιστώσαμε κατάπληκτοι ότι εξακολουθούσε να λικνίζεται στην κουνιστή της πολυθρόνα και να ξεφυλλίζει τα βιβλία της στο ημίφως του μικρού πορτατίφ, αδιαφορώντας για τις δυσάρεστες οσμές που αναπέμπονταν από το γεμάτο πλέον δοχείο νυκτός που σπεύσαμε να το αδειάσουμε και να αερίσουμε το δωμάτιό της. Δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν είπε λέξη. Και που λες, μου λέει σε λίγο η γυναίκα μου «Σου θύμισε κάτι το πρόσωπό της;» Στην ερώτησή της μόρφασα με απορία τι να μου θυμίζει; εννοούσα, ανήσυχος γιατί το ύφος της ήταν κάπως τρομαγμένο. Έτρεξα λοιπόν στον δωμάτιο της γιαγιάς που συμπλήρωνε αισίως τα 103 έτη και στάθηκα απέναντί της για να τη δω προσεκτικά. Τρομοκρατήθηκα. Το πρόσωπό της ήταν ολόιδιο με το πρόσωπο του προφήτη. Τα ίδια βαθουλωτά μάτια, η ίδια γαμψή μύτη, τα ίδια πεταχτά και μυτερά αυτιά. Για πρώτη φορά χαμογελούσε αλλά αυτό δεν ήταν χαμόγελο, ήταν του σατανά μορφασμός. Στο στόμα της, που έχασκε ορθάνοιχτο, διέκρινες δυο μυτερούς κυνόδοντες. Ήταν ο προφήτης που είχε βρικολακιάσει; Μπροστά μου έβλεπα έναν βρικόλακα που δραπέτευσε από τον τάφο του – αλλά ποιον τάφο; Πού βρισκόταν αυτός ο τάφος, αν υποθέσουμε ότι τον είχαν ενταφιάσει κάπου και δεν τον είχαν πετάξει σε κάποια χωματερή; Γιατί αν ξέραμε τον τάφο του, θα λαμβάναμε και τα αναγκαία μέτρα για να τον καρφώσουμε εκεί, όπως θυμόμουν ότι γινόταν στα παραμύθια που μου έλεγε για να κοιμηθώ, όταν ήμουν παιδί. Επίσης θυμόμουν από παιδί ότι οι βρικόλακες επιστρέφουν στον τάφο τους με το πρώτο φως του ήλιου, η δική τους μέρα είναι η νύχτα. Συμφώνησα με τη γυναίκα μου να περιμένουμε να ξημερώσει για να δούμε αν θα εξαφανιζόταν και μείναμε εκεί, στο δωμάτιο της κόλασης αγκαλιασμένοι σφιχτά, παρατηρώντας τον χωρίς να το καταλάβει. Γρήγορα όμως αποφασίσαμε να βγούμε γιατί δεν αντέχαμε και, βγαίνοντας, τον ακούσαμε να λέει με τη φωνή της γιαγιάς «Θα βρέξει». «Τι είπες γιαγιά;» ρωτάω εγώ, στρέφοντας το κεφάλι μου προς τον βρικόλακα αλλά απάντηση δεν πήρα. Παραμείναμε έξω από το δωμάτιό της, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη. Ούτε που καταλάβαμε πότε εξαφανίστηκε, πρέπει να μας είχε πάρει και ο ύπνος, όπως καθίσαμε στο πάτωμα, γερμένοι στον τοίχο. Άρα, συμπεράναμε, ήταν βρικόλακας. «Και τι κάνουμε τώρα;» μου ψιθυρίζει η γυναίκα μου. «Δεν ξέρω» της απαντώ «θα ρωτήσω και θα μάθω». Ρώτησα και έμαθα ότι έπρεπε να γεμίσουμε το δωμάτιο με σκόρδα που οι βρικόλακες δεν αντέχουν τη μυρωδιά τους και ότι φοβούνται τα Θεία, αν δουν για παράδειγμα έναν σταυρό – κατά προτίμηση ασημένιο. Τέτοιον σταυρό δε διαθέταμε, φτωχοί άνθρωποι, και η γυναίκα μου δεν άντεχε τη μυρωδιά των σκόρδων. Αν σου πω, όπως σου έχω πει ήδη, ότι δεν ξέραμε και πού είναι ο τάφος του καταλαβαίνεις το αδιέξοδο στο οποίο βρεθήκαμε. Κατόπιν όλων αυτών ο φόβος επανήλθε δριμύτερος.
Την ίδια μέρα, μόλις άρχισε να νυχτώνει, κρυφοκοιτάζοντας από την κλειδαρότρυπα του δωματίου, είδα να κάθεται στην κουνιστή πολυθρόνα πάλι η γιαγιά, όχι ο βρικολακιασμένος προφήτης όπως μου είχαν πει. Η γυναίκα μου περιέργως απουσίαζε. Δεν είναι ώρα να κάνεις το κορόιδο και δειλά δειλά ρώτησα τη γιαγιά, πολύ γενικόλογα, αν είναι όλα εντάξει, αν είναι ευχαριστημένη, αν θέλει κάτι και τα παρόμοια. «Ναι, παιδί μου, θέλω» μου απάντησε γλυκά, «θέλω να μου φέρεις ένα ποτηράκι κρασί, αν έχουμε κόκκινο, καλύτερα, άντε μπράβο να ’χεις την ευχή μου». Έσπευσα στην κουζίνα και βρήκα ένα μισογεμάτο μπουκάλι κόκκινο κρασί, γέμισα ένα ποτήρι και της το πήγα. Εκείνη έβαλε μια γουλιά στο στόμα της και την πιπίλαγε, σαν έμπειρος δοκιμαστής κρασιών. Τότε συνειδητοποίησα ότι στην πόρτα του ντουλαπιού βρισκόταν καρφιτσωμένο ένα χαρτί με μια ιδιόχειρη σημείωση, γραμμένη με κόκκινα γράμματα. Έτρεξα στην κουζίνα και διάβασα:

Δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζωή, θα πάω να κλειστώ
σ’ ένα μοναστήρι, μη με αναζητήσεις. Η μπουχτισμένη γυναίκα σου.

Αποσβολώθηκα, δεν περίμενα να καταλήξουμε έτσι, η αλήθεια είναι ότι η ζωή μας είχε προ πολλού καταντήσει μαρτύριο. Δεν πρόλαβα να συνέλθω και ακούω τη γιαγιά(;) να φωνάζει, όπως δεν είχε φωνάξει ποτέ «Αυτό το κρασί δεν μ’ αρέσει, δεν έχει τη γεύση που θέλω». Δεν είχε ξινίσει το κρασί, επ’ αυτού είμαι απολύτως βέβαιος. Τότε; Τότε λοιπόν πήρα κι εγώ την απόφαση να παραμείνω και ν’ αντιμετωπίσω την κατάσταση σαν άντρας. «À la guerre comme à la guerre!», ούρλιαξα πολλές φορές και φούσκωσα το στήθος μου με το κορμί ολόισιο, σαν στρατηγός που απευθύνεται στους καταπτοημένους στρατιώτες του για να τους εμψυχώσει (σιγά μην τους εμψυχώσει). Σε λίγες μέρες η πατρίδα θα με καλούσε στα όπλα, τι στο διάολο είχε γίνει, μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν πήρα χαμπάρι. Και να ‘μαι τώρα βουλιαγμένος μέσα στη λάσπη που έχει πλημμυρίσει το χαράκωμα και γύρω μου να σφυρίζουν οι οβίδες και να σκάνε οι εμπρηστικές μπόμπες, κουβαλώντας μαζί και τους φόβους μου που βλάσταιναν στον κορμό του δέντρου του πρώτου φόβου που είχε ριζώσει για τα καλά στην ψυχή μου.
Γράφω αυτά τα συμβάντα και βιάζομαι να τελειώσω (πριν οι απέναντι ξαναρχίσουν να σαλπίζουν νέα επίθεση) για να ξέρει ο κόσμος ότι ο φόβος είναι τέρας ακαταμάχητο, είναι δηλητήριο χωρίς αντίδοτο – αν τύχει και σκοτωθώ από βόλι του εχθρού που μακάρι να τύχει για να γλιτώσω άπαξ διαπαντός απ’ αυτή την πουτάνα τη ζωή και τί βλέπω ξαφνικά δίπλα μου; αντί του συμπολεμιστή μου συμπατριώτη από το ίδιο χωριό, βλέπω τη γιαγιά (;) μου να μου λέει «είσαι χέστης, είσαι προδότης, βγες απ’ το χαράκωμα και στάσου όρθιος σαν άντρας». Τρόμαξα αλλά, σαν υπνωτισμένος, υπάκουσα και σηκώθηκα, έκθετος στις σφαίρες του εχθρού – ολαρία ολαλάααααα

*

Το αφήγημα αυτό γραμμένο από άγνωστο στρατιώτη που έπεσε στη μάχη υπέρ πίστεως και πατρίδος, βρέθηκε σ’ ένα χαράκωμα στην τσέπη της χιλιοτρυπημένης από σφαίρες τσέπης της χλαίνης του, διπλωμένο σε έξι και φυλαγμένο σ’ ένα μικρό μεταλλικό κουτί σε σχήμα φακέλου αλληλογραφίας. Υπεύθυνος για τη μεταγραφή, κατόπιν σχετικής αδείας, χωρίς διαγραφές, προσθήκες ή άλλες παρεμβάσεις πλην του τίτλου του αφηγήματος, o M.Π.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: