Βάλτος

Η ώρα κοντεύει έντεκα το πρωί, τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1949. Ο καιρός είναι χιονιάς, και πυκνή καταχνιά έχει πέσει χαμηλά πάνω από τα νερά και τα καλάμια του Βάλτου. Ο Χρήστος Παπαδόντας, σωριασμένος στην πρύμη της πλάβας, τρέμει σύγκορμος. Πριν λίγο σκότωσε με το Στάγιερ τον Θοδωρή Αστρεινό. Καθώς ήταν σκυμμένος στην πλώρη και σήκωνε το δίχτυ, πλησίασε πίσω του, σήκωσε την κάννη και του έριξε στον αυχένα σχεδόν εξ επαφής. Κοιτώντας το κορμί του Θοδωρή που σφάδαζε, πισωπάτησε, το όπλο γλίστρησε απ’ το χέρι του και τον έκοψε ψιλό ίδρωτο. Σωριάστηκε στην πρύμη και ξέρασε. Όταν κάπως συνήλθε, πήρε με τη χούφτα λίγο νερό και έριξε στο πρόσωπό του. Τώρα, κοιτάζοντας επίμονα τον νεκρό, που ο μισός κρέμεται έξω από τη βάρκα, νιώθει ένα μούδιασμα να απλώνεται σε όλο το σώμα του και νομίζει πως σιγά σιγά αρχίζει να αιωρείται σε πρηνή θέση, να ανεβαίνει αργά με ανοιχτά χέρια λίγα μέτρα πάνω από το νερό και από κει ψηλά να κοιτάζει αυτόν που είναι σωριασμένος στην πρύμη σαν να μην είναι ο ίδιος, αλλά κάποιος άλλος. Μια τουφεκιά, που ακούστηκε στην ακρολιμνιά, τον συνέφερε. Τρόμαξε τόσο, που προς στιγμήν νόμισε πως αυτό που ακούστηκε δεν ήταν όπλο αλλά το δικό του σώμα που ξαφνικά, από κει ψηλά που μετεωριζόταν, έπεσε με πάταγο στον πάτο της βάρκας.
Κρύωνε· μάζεψε τα γόνατα φέρνοντάς τα κοντά στο στήθος, ακούμπησε πάνω τους τις παλάμες και μέσα εκεί έκρυψε το πρόσωπό του. Δεν ήθελε να βλέπει άλλο το άψυχο σώμα. Μέσα στη σιγαλιά άκουγε μόνο τα δυο τυλινάρια και το χέλι που είχαν πιαστεί στο δίχτυ και πότε πότε σπαρταρούσαν όλο και πιο αδύναμα. Σκεφτόταν πώς ήρθαν τα πάνω κάτω στη ζωή του από την ώρα που στρατολογήθηκε με τη βία και βρέθηκε στις τάξεις των ανταρτών παρά τη θέλησή του…
Την προηγούμενη χρονιά, μόλις είχε μπει στα δεκαοχτώ, παραμονή της Παναγίας, τον είχε στείλει η μάνα του στο αμπέλι μαζί με τον μικρό αδελφό του να μαζέψουν σύκα. Καθώς ήταν ανεβασμένοι στη συκιά και γέμιζαν το καλάθι, άκουσε κάποιον να τον καλεί να κατέβει. Παρά τη μακριά γενειάδα και τα ζωσμένα φυσεκλίκια, αναγνώρισε αμέσως τον συγχωριανό του, τον καπετάν-Γράγκα, που είχε βγει από καιρό στο βουνό. Τον συνόδευε ένας αντάρτης ξενομερίτης. Τον οδήγησαν κατευθείαν στα έμπεδα, στον Όλυμπο. Από τις πρώτες κιόλας μέρες, παρά την καθοδήγηση, ο νους του ήταν συνεχώς στο φευγιό. Το προσπάθησε δυο φορές ανεπιτυχώς. Τη μία έπεσε πάνω στο περίπολο και την άλλη τον αντιλήφθηκε ο σκοπός. Τον κάλεσε στη σκηνή του ο πολιτικός επίτροπος και του το ξέκοψε: την επόμενη φορά που θα επιχειρούσε να λιποτακτήσει θα τον «καθάριζαν» επιτόπου. Δεν το ξανατόλμησε. Τελειώνοντας ο Εμφύλιος, τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, βρέθηκε με τρεις Λιτοχωρινούς –Θοδωρή Αστρεινό, Ζάχο Δαφνιά και Νίκο Τσιατάλη– να βολοδέρνουν αποκομμένοι στον Όλυμπο, μην ξέροντας πού να στραφούν και πώς να επιστρέψουν στα σπίτια τους, γιατί οι ΜΑΥδες, εξαχρειωμένοι και ανεξέλεγκτοι, έστηναν ενέδρες παντού. Μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα, με προτροπή του Θοδωρή Αστρεινού, κρύφτηκαν μέσα στον βάλτο, στην καλύβα που είχε φτιάξει προπολεμικά ο ίδιος πάνω σε κορμούς δέντρων και του χρησίμευε στο ψάρεμα. Ο Θοδωρής πριν την Κατοχή ήταν βαχτσεβάνος. Μαζί με τον πατέρα του καλλιεργούσαν κηπευτικά στο κτήμα που είχαν στον Παλιόπορο, στην άκρη του βάλτου, αλλά συγχρόνως, για να συμπληρώνει το εισόδημά του, ασχολούνταν και με την αλιεία χελιών και κέφαλων ρίχνοντας νταούλια, δίχτυα ειδικά καμωμένα γι’ αυτά τα ψάρια.
Ο Βάλτος ήταν ένα έλος που κάλυπτε επιφάνεια τεσσάρων χιλιάδων στρεμμάτων περίπου –αποξηράνθηκε την δεκαετία του ’50–, δυτικά της εθνικής οδού Λιτοχώρου-Κατερίνης. Έφτανε ως τις παρυφές του αρχαίου Δίου, διασχιζόμενος από τον Βήφυρο (σημερινό Χελοπόταμο), τον ποταμό στον οποίο, κατά τη μυθολογία, έπλυναν τα χέρια τους οι Μαινάδες όταν σκότωσαν τον Ορφέα. Αυτός ο υδροβιότοπος ήταν κατάφυτος από ψηλές καλαμιές, βούρλα, ραγάζι, πλατύφυλλες νυμφαίες και υδροχαρή δέντρα: καβάκια, ρείκια, ιτιές και σκλήθρα, που ξεπερνούσαν σε ύψος τα είκοσι μέτρα, σχηματίζοντας ένα πυκνό δάσος, με στενούς πολυδαίδαλους διαδρόμους, όπου κυκλοφορούσαν οι ψαράδες με τις πλάβες τους. Λόγω του ύψους των καλαμιών που έκρυβαν τον ορίζοντα και της ομοιομορφίας του τοπίου, σε αυτόν τον λαβύρινθο ήταν αδύνατον να προσανατολιστεί κανείς αν δεν ήταν καλά εξοικειωμένος. Λύκοι, αγριογούρουνα, τσακάλια, αγριόγατοι και βίδρες, νερόκοτες, παπιά και χηνάρια διαβιούσαν στις όχθες και στις διάσπαρτες νησίδες ξηράς μέσα σ’ εκείνη την απέραντη υγρή έκταση.
Από την πρώτη στιγμή που οι τέσσερίς τους κρύφτηκαν στον βάλτο, ο Θοδωρής αποτέλεσε στην κυριολεξία την ψυχή της ομάδας. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να κινείται και να προσανατολίζεται με την πλάβα μέσα στα δαιδαλώδη στενούρια, ακόμη και τη νύχτα. Έριχνε μέρα παρά μέρα το νταούλι για ψάρια και πότε πότε σκότωνε καμιά αγριόπαπια ή νερόκοτα, εξασφαλίζοντας το καθημερινό τους γεύμα. Η αδελφή του Ολυμπία, όποτε ήταν μπορετό, τους τροφοδοτούσε με ψωμί κρύβοντάς το σε κάποια συστάδα καλαμιών στην ακρολιμνιά, όπου τη νύχτα πήγαινε ο Θοδωρής και το έπαιρνε. Εξαιρετικός κυνηγός, άριστος σκοπευτής και ιχνηλάτης, κατά την περίοδο της Κατοχής υπήρξε πολύτιμος οδηγός των Άγγλων σαμποτέρ στις ανατινάξεις του σιδηροδρομικού δικτύου από τον Πλαταμώνα ως το Αιγίνιο, καθώς και στην ανατίναξη της γέφυρας του Χελοπόταμου. Ήταν η ψυχή των ανταρτοομάδων που δρούσαν στον Βάλτο, τόσο κατά τη διάρκεια της Κατοχής όσο και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.

Οι τέσσερις αντάρτες αρχικά πίστευαν πως σε λίγες μέρες τα πράγματα θα ησυχάσουν και θα μπορέσουν με ασφάλεια να παραδοθούν στις Αρχές. Όμως οι μέρες περνούσαν. Είχαν περάσει περισσότερο από τρεις μήνες και η κατάσταση παρέμενε ταραγμένη, επίφοβη και ανεξέλεγκτη. Πείνα, κρύο, μοναξιά και το άδηλο μέλλον είχαν εξαντλήσει τις αντοχές τους. Πλησίαζαν οι γιορτές και ο Χρήστος Παπαδόντας μέσα του είχε θέσει ένα όριο: Χριστούγεννα θα έκανε στο σπίτι του.
Όσο καιρό ήταν στο βουνό, άκουγε συχνά να μιλούν με θαυμασμό για τη δράση του Θοδωρή Αστρεινού στην ευρύτερη περιοχή του Βάλτου, αλλά συνάμα γινόταν λόγος και για δύο τραγικά γεγονότα για τα οποία υπήρχε συσκότιση και μυστήριο γύρω από τον πραγματικό δράστη. Υπήρχαν όμως υπόνοιες, χωρίς να ομολογείται, πως δράστης ήταν ο Αστρεινός. Τον Μάιο του 1947, ένα κάρο με τρεις χωριανούς, που περνούσε από τον δρόμο του Παλιόπορου, με κατεύθυνση προς Βαρικό, στη στροφή του Σπαθάρα πάτησε μια νάρκη τέλερμαν, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι τρεις άντρες και το μουλάρι που έσερνε το κάρο. Προφανώς, η νάρκη είχε τοποθετηθεί για το στρατιωτικό Τζέιμς που έκανε το ίδιο δρομολόγιο κάθε πρωί, πηγαίνοντας στην Κατερίνη για τα ώνια, αλλά οι χωρικοί με το κάρο, για κακή τους τύχη, πέρασαν πριν το φορτηγό. Τότε όλες οι υποψίες στράφηκαν στον Θόδωρο Αστρεινό. Τρεις μήνες αργότερα, στη θέση Ταμπούρι, όχι πολύ μακριά από την τοποθεσία όπου είχε τοποθετηθεί η πρώτη νάρκη, έσκασε μια δεύτερη, όταν περνούσε το λεωφορείο που εκτελούσε τη γραμμή Λιτόχωρο-Κατερίνη. Σκοτώθηκαν πέντε άνθρωποι: ο οδηγός, δύο πολίτες, ένας στρατιώτης και μια γυναίκα. Οι υποψίες και οι κατηγορίες έπεσαν πάλι στον Αστρεινό. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, έγινε ο υπ’ αριθμόν 1 επικηρυγμένος στην περιοχή από τον Στρατό και τη Χωροφυλακή.
Ο Παπαδόντας, γνωρίζοντας τις κατηγορίες που βάραιναν τον Θοδωρή Αστρεινό, σκέφτηκε πως, αν τον σκότωνε και τον παρέδιδε στις Αρχές, θα είχε ευνοϊκή μεταχείριση, αφού ακόμη ήταν σε ισχύ το νομοθετικό διάταγμα από την εποχή του Πάγκαλου «Περί αμνηστείας ληστών φονευόντων ληστήν...» Έτσι, κατέστρωσε το σχέδιό του. Για να μην κινήσει τις υποψίες των υπολοίπων, το τελευταίο διάστημα προθυμοποιούνταν να συνοδεύει αυτός τον Θοδωρή κάθε φορά που πήγαινε με την πλάβα να σηκώσει το νταούλι. Ώσπου, όταν θεώρησε πως η μέρα και η στιγμή ήταν κατάλληλες, άδειασε πάνω του το Στάγιερ.
Τώρα ταραγμένος, μα περισσότερο φοβισμένος, ο Χρήστος Παπαδόντας κάθεται στην πρύμη και συνεχίζει να κοιτάζει τον σκοτωμένο. Περασμένες τρεις και η ομίχλη αραίωσε πολύ, αλλά αρχίζει να ρίχνει ένα ψιλό, σπυρωτό χιονόνερο και, κάπως παράξενο, τα νερά του βάλτου αχνίζουν. Μια χαμηλή νέφωση δημιουργείται σιγά σιγά, που κάθεται πάνω στα νερά, και όλα, καλαμιές και δέντρα, φαίνονται μουντά, αχνές, εξαϋλωμένες σκιές. Ξαφνικά, σαν να μάζεψε όλα τα κουράγια του, σηκώνεται αποφασιστικά, πιάνει από τους ώμους τον νεκρό και τον ξαπλώνει ανάσκελα στον πάτο της βάρκας. Ισιώνει τα χέρια και τα πόδια του και του σφαλίζει τα βλέφαρα. Στο μέτωπό του χάσκει μια τρύπα γεμάτη πηχτά, ξεραμένα αίματα. Από το μικρό αμπάρι της πλώρης βγάζει τη νιτσεράδα και τον σκεπάζει να μη βλέπει το πρόσωπό του, ενώ ο ίδιος φοράει βιαστικά τη μαύρη κάπα που είχαν εκεί φυλαγμένη, βάζει την κουκούλα και πετάει το νταούλι με τα ψάρια στο νερό. Ύστερα, αρπάζοντας τα κουπιά, αρχίζει να λάμνει αδέξια. Η βάρκα στρίβει ανάποδα από κει που θέλει, βρίσκει πάνω στις καλαμιές, στο τέλος κάπως τα καταφέρνει, παίρνει το κολάι και την κουμαντάρει. Κινείται αργά, τυχαία, δίχως προσανατολισμό, φτάνοντας σε κάποιο σημείο όπου ο στενός διάδρομος διχάζεται. Στα τυφλά ακολουθεί τον ένα που κι αυτός μετά από λίγο οδηγεί σε νέα παρακλάδια. Περιφέρεται έτσι μέσα στην καταχνιά και στα στενούρια για πολλή ώρα, ώσπου κάποια στιγμή αναγνωρίζει ένα δέντρο με παράξενο σχήμα κορμού, απ’ όπου είχε περάσει και νωρίτερα. Εκνευρίζεται και ακολουθεί αντίθετη πορεία, αλλά δεν αντιλαμβάνεται πως, αντί να πλησιάζει στην ακρολιμνιά, κατευθύνεται στα ενδότερα του βάλτου. Η ώρα περνάει, το ψύχος γίνεται δριμύ και αρχίζει να σουρουπώνει. Κάθε τόσο σταματάει και στήνει το αυτί του να αφουγκραστεί ομιλίες, βελάσματα ή κάποιον ήχο που μπορεί να τον προσανατολίσει. Απόλυτη σιγαλιά. Πότε πότε μόνο, μέσα στα καλάμια, ακούγεται το ξαφνικό φτεροκόπημα από κάποιο τρομαγμένο μπεκατσίνι ή μαυρόκοτα, που τον κάνει να καρδιοχτυπά. Πανικοβλημένος, αφήνει τα κουπιά και ορθός στην πρύμη κουμαντάρει τη βάρκα με το κοντάρι. Μέσα στο πούσι, η μαύρη απ’ το κατράμωμα πλάβα-πλωτό φέρετρο γλιστράει στα σκοτεινά νερά του βάλτου, κι αυτός, απεγνωσμένα, συνεχίζει να ψάχνει την όχθη απ’ όπου θα μπορέσει να αποδράσει από το ζοφερό και απειλητικό αυτό έλος.
Νύχτωσε για τα καλά και χιονίζει. Είναι αδύνατον να κινηθεί στο σκοτάδι. Το παίρνει απόφαση πως όλη τη νύχτα πρέπει να την περάσει μέσα στη βάρκα με τον νεκρό δίπλα του, και πρωί πρωί, με το πρώτο φως, να συνεχίσει πάλι την αναζήτηση κάποιου διαδρόμου που θα τον βγάλει από τούτον τον εφιαλτικό υγρό λαβύρινθο. Κατάκοπος, ξυλιασμένος και πεινασμένος, εξαντλημένος σωματικά και ψυχικά, τυλίγεται με την κάπα και ζαρώνει στην πρύμη. Στα σκοτεινά κοιτάζει για ώρα τις νιφάδες που χορεύουν και, μαγνητισμένος, νομίζει πως μπροστά του βλέπει τον Θοδωρή. Είναι λυπημένος, δεν μιλάει, τον κοιτάζει μόνο, κι από τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Σε λίγο αποκοιμιέται αλλά όχι για πολύ. Τον ξυπνάει το απόμακρο και απόκοσμο ουρλιαχτό των τσακαλιών απ’ τα τενάγη, ίδιο με το σπαρακτικό κλάμα μικρών παιδιών. Δεν αντέχει άλλο. Κλείνει με τις παλάμες τα αυτιά να μην ακούει και μισοανοίγει τα μάτια. Χιονίζει· λευκό σάβανο σκεπάζει τον σκοτωμένο. Τα βλέφαρά του βαραίνουν πάλι και σιγά σιγά βυθίζεται σε μια γλυκιά νάρκη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: