Είπα: «με κατοίκησες πολύ», αλλά―
αυτό το σπίτι δεν έχει πια κλειδιά ούτε πόρτες·
μόνο κουρτίνες που ανεμίζουν ρομαντικά.
Εσύ θρονιάστηκες στην πολυθρόνα μου,
άναψες τσιγάρο κι άρχισες να χαϊδεύεις την ταπετσαρία.
Το μάτι του δαχτυλιδιού σου με νάρκωνε,
ακολουθώντας ανήμπορο τα δάχτυλα
(ενώ στην πραγματικότητα ήξερα ότι ήθελε
να μείνει στάσιμο και να με κοιτάει).
[Άκου τώρα κάτι σοβαρό:
αυτός ο δρόμος που χαράζεις με το νύχι
οδηγεί σ’ ένα σημείο χωρίς επιστροφή.
Εγώ έχω ήδη φτάσει.]