Μαζεύει χρήματα από τα τέλη Αυγούστου. Δύο ευρώ από εδώ, ενάμισι από εκεί. Το εδώ είναι ο παππούς, το εκεί οι γονείς. Ό,τι λεφτά του δίνουν, για το φαγητό στο σχολείο, για μικροέξοδα, ή έτσι, ως δώρο, ενώ κάποτε τα ξόδευε χωρίς να σκέφτεται, τώρα, εδώ και σχεδόν τέσσερις μήνες, τα «κουρεύει» και βάζει κάτι, έστω και λίγο, στην άκρη. Σε ένα μικρό κουτί, μεταλλικό, στρογγυλό, που το ζήτησε από τη μητέρα του – έβαζε τις φρυγανιές της πρώτα εκεί, μα δεν του έφερε αντίρρηση να το πάρει. Πάνω στο καπάκι κόλλησε μια ζωγραφιά, τυπωμένη από το Internet, ενός άντρα μεσήλικα, με κόκκινο βελούδινο παλτό, όπου είναι καρφιτσωμένα παράσημα, με χρωματισμένα κόκκινα χείλη, με λευκά μαλλιά μέχρι τους ώμους (περούκα μάλλον είναι, με πομάδα), ο οποίος κρατά ένα καφέ βιβλίο.
Ο Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν. Αυτός είναι ο άντρας στη ζωγραφιά, στο αγνώστου ζωγράφου πορτρέτο, πάνω στην πρώην φρυγανιέρα. Η εμμονή του Φίλιππου, η αιτία που κουρεύει το χαρτζιλίκι του. Ο στόχος του είναι να συγκεντρώσει τα 90 ευρώ που κοστίζει ένα εξαιρετικό δώρο, που το θέλει με όλη του την ψυχή, μια συλλογή από 50 cd με τα καλύτερα έργα του Γερμανού συνθέτη. Φυσικά, καταλαβαίνει και ο ίδιος πως 90 ευρώ για 50 cd είναι αστείο ποσό, ευκαιρία, αλλά το νούμερο από μόνο του, όταν το άκουσε, του έκοψε την ανάσα. Δεν πίστευε πως θα μπορούσε να το συγκεντρώσει, όμως να που μερικές μέρες πριν από τα Χριστούγεννα κοντεύει να πιάσει τον στόχο.
Το μαγαζί με τη συλλογή με τα 50 cd, Telemann Edition, έτσι λέγεται, βρίσκεται κοντά στη δουλειά της μητέρας του. Είναι δικαστική επιμελήτρια, έχει το γραφείο της στο κέντρο, μερικούς δρόμους από την Ομόνοια. Όποτε πηγαίνει μαζί της, απογεύματα συνήθως, της ζητά άδεια και τρέχει μέχρι τη στοά όπου βρίσκεται το δισκάδικο, που πουλάει μόνο κλασική μουσική, για να ρίξει ένα βλέμμα όλο λαχτάρα στη χαρτονένια κασετίνα. Πάνω της έχει το ίδιο πορτρέτο με τη φρυγανιέρα. Την πρώτη φορά που μπήκε, για να ρωτήσει την τιμή, ο υπάλληλος, φυσικά, παραξενεύτηκε που ένας δεκάχρονος, ίσως και μικρότερος, ρωτούσε για έναν μπαρόκ συνθέτη. Παραξενεύτηκε ακόμα περισσότερο όταν το μελαχρινό αγόρι με τα μεγάλα, λυπημένα και υγρά μάτια τού είπε να κρατήσει το κουτί, να μην το πουλήσει, πως θα το πάρει αυτός... λες και θα το ζητούσε κανείς! Μα ποιος αγοράζει cd, ποιος δίνει 90 ευρώ για δίσκους στην εποχή μας;
Μια φορά στις δέκα μέρες, από το καλοκαίρι, ο Φίλιππος περνούσε για να βεβαιωθεί πως το κουτί, κίτρινο, με μοτίβα σαν αυτά στην ταπετσαρία στο σαλόνι της θείας του, με το πορτρέτο της φρυγανιέρας, δεν είχε πουληθεί. Την έβλεπε στο ίδιο σημείο, σε ένα ντουλάπι, ανοιχτό, από λευκό ξύλο. Από πάνω, στα δεξιά, στα αριστερά, άλλα κουτιά με cd, με τα πορτρέτα του Μπαχ, του Μπετόβεν, του Σκαρλάτι. Μα μια μέρα, τέλη Νοέμβρη ήταν, είδε το δώρο του, το κουτί του, στη βιτρίνα! Κατατρόμαξε, ήθελε να πει κάτι στους υπάλληλους, αλλά... αλλά και τι να πει; Μα ύστερα από δύο εβδομάδες άλλαξαν τη βιτρίνα, έβαλαν χριστουγεννιάτικη διακόσμηση και ο κοκκινοκίτρινος Τέλεμαν χώθηκε πάλι στη γωνία του, δίπλα στον Μπαχ και στον Σκαρλάτι.
Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, το τέλος της υπομονής και της προσπάθειας. Έχει τα 90 ευρώ στο μπουφάν του. Ένα πενηντάρικο, δύο εικοσάρικα. Κολλαριστά. Ανταμοιβή λόγω υπομονής. Στη δεξιά εσωτερική τσέπη. Συν μερικά κέρματα. Ανεβαίνει την Ακαδημίας, κάνει πολύ κρύο, έχει πολλή κίνηση, πολλά οργισμένα αυτοκίνητα αγκομαχούν στον δρόμο δίπλα του, από ένα μαγαζί μακριά ακούγεται ο παραμορφωμένος απόηχος από χριστουγεννιάτικα τραγούδια, ξενόγλωσσα. Μέσα στη φασαρία τού τραβά την προσοχή μια παράξενη κραυγή, λαρυγγική. Με αργόσυρτο ρυθμό. Ένας άντρας, κουκουλωμένος, κρυμμένος σε βρόμικα σκουρόχρωμα ρούχα, κασκόλ, μπουφάν, σκισμένα, λέει ασυναρτησίες. Είναι ξαπλωμένος δίπλα σε μια μεγάλη κολόνα στην είσοδο της στοάς όπου βρίσκεται το μαγαζί με τους δίσκους και τα cd κλασικής μουσικής. Κουρνιάζει από τη μέσα πλευρά, για να κόβει το κρύο. Είναι ξυπόλυτος, στο ένα πέλμα φοράει μια κάλτσα με βρομιές, καφετιές κηλίδες. Κάνει πολύ κρύο. Ο Φίλιππος θυμάται αυτό που του λένε όταν κυκλοφορεί χωρίς κάλτσες στο σπίτι, ότι από τα πόδια μπαίνει το κρύο στο σώμα μας, ότι όσα ρούχα και να φοράει, αν είναι με γυμνά πόδια, θα κρυώνει, θα υποφέρει, μπορεί να κρυολογήσει.
«Μην με βοηθάτε εμένα, δεν το κάνω για μένα, ααααα, όχι για μένα, τα πρεζάκια να βοηθάτε, άμα δείτε να βοηθήσετε τα πρεζάκια, ααααα, έχουν ανάγκη βοήθειαααα, εμένα μη μου δίνετε, τίποτε, αααααα, δεν θέλω, τα πρεζάκια, τα παιδιά να βοηθάτε, αυτά έχουν ανάγκη ααα...»
Ο Φίλιππος φτάνει στην είσοδο του μαγαζιού. Η επίμονη φωνή πίσω του με τα τραβηγμένα άλφα δεν ακούγεται πια. Ανοίγει τη γυάλινη πόρτα, μπαίνει. Ο υπάλληλος, αυτός με τα φουντωτά λευκά γένια και τα στρογγυλά γυαλιά, τον βλέπει και αστράφτει σε ένα ζεστό χαμόγελο. «Μικρέ!» του λέει, «ο Τέλεμαν, αυτός που θες, τον βγάλαμε σε έκπτωση! Δεκαπέντε τοις εκατό! Ξέρεις πόσο είναι δεκαπέντε τοις εκατό; Για να σε δω! Πόσο είναι;» Ο Φίλιππος δεν καταλαβαίνει ξαφνικά, είναι άριστος στην αριθμητική στο σχολείο αλλά δεν μπορεί να κάνει την πράξη, τον έχει πιάσει το κρύο. Νιώθει σαν να είναι ξυπόλυτος. Χωρίς να πει κουβέντα, γυρνάει την πλάτη στον γενειοφόρο και εξαφανίζεται. Έμεινε απούλητος ο Τέλεμαν σε 50 cd.
*