Δεν μπορώ ακόμα να πιστέψω ότι πέταξα εκείνο το σημείωμα.
«Τι γράφεις», με ρώτησες κι έκανα πως δεν άκουσα γιατί ήξερα ότι αν δεν το έγραφα εκείνη την ώρα θα το ξεχνούσα. Ψάχνω στις τσέπες μου· βρίσκω όλο πράγματα δικά σου. Εισιτήρια, αποδείξεις, όλων των ειδών τα ενθύμια. Τον φελλό απ’ το κρασί που ήπιαμε στο ποτάμι, κάτω απ’ τα ασημένια δέντρα, κόβοντας σαλάμι με μια κάρτα πολλαπλών διαδρομών. Ένα κομμάτι φλούδας από το κάστανο που δάγκωσα. Το φτερό που μου χάρισες
[ — Από τι πουλί να ‘ναι;
— Δεν ξέρω. ]
το φύλαξα κάπου βαθιά για να ‘ναι ασφαλές. Το θυμάμαι όποτε χώνω το χέρι στη μπροστινή μου τσέπη να σε βρω.
Μετά το πρωινό μας τηλεφώνημα βγήκα απ’ τα στρωσίδια κι άνοιξα την κουρτίνα. Τι περίεργο· ο κύριος απέναντι στην ίδια θέση μπροστά στο παράθυρο, όπως και χτες το βράδυ. Ζει; Κοιτάζω πιο προσεκτικά. Γράφει. Με πέννα. Με φτερό! Θα μπορούσε να είναι και αυτονόητο· είσαι παντού, είσαι και στο απέναντι παράθυρο. Στέκομαι εκεί όρθια και αφήνω η διαδρομή του απαλού αντικειμένου να γραφτεί τρυφερά πάνω μου. Κάθε τόσο το βουτάει στο μελάνι.
Θυμάμαι ότι πέταξα μια χαρτοπετσέτα μέσα απ’ την τσάντα μου. Πώς μπόρεσα.
[ — Σε λαχτάρησα.
— Εγώ να δεις. Πότε θα ‘ρθεις; ]
Στο τραπέζι υπήρχαν όστρακα. Νομίζω μύδια, δεν είμαι σίγουρη, δεν τα κοιτούσα. Η σάλτσα είχε πολύ πελτέ, ήταν πορτοκαλί, είχε ακριβώς το ίδιο χρώμα με το τετράδιό μου. Ένας κύριος δίπλα φταρνιζόταν πολύ άσχημα κι η παρέα του έψαχνε να του βρει χαρτομάντιλο. Δεν υπήρχε περίπτωση να του δώσω απ’ τα δικά μου· πάλευα όλη μέρα να σου κρύψω ότι η τσάντα μου ήταν γεμάτη. Το καλό με τις συγκεκριμένες χαρτοπετσέτες είναι ότι είναι χαρτί και βολεύουν για να γράψεις— αν και όχι για να φταρνιστείς.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τι έλεγε. Θυμάμαι μόνο ότι γράφτηκε με κόπο γιατί όταν είμαι μαζί σου — πώς μπόρεσα να το πετάξω. Περίμενε να θυμηθώ τι έκανα εκείνη την ώρα. Κοιτούσα τα δάχτυλά σου με τον πελτέ, τα μάτια σου λίγο υγρά — γύριζα απ’ την άλλη. Μια ταράτσα με γλάστρες και λιακάδα. Ο κύριος φταρνιζόταν άγρια.
Θα 'ρθω σύντομα.
Μη γεμίζεις δάκρυα,
μικρέ μου κούκε.
Υπήρξε μια στιγμή που θέλησα για λίγο να πεθάνω. Στο λέω επειδή με ρώτησες. Ήταν τη μέρα που μου είπες
[ —Πότε θα 'ρθεις; ]
Μα πόσοι παπαγάλοι πετούν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Τι ωραίες και μακριές οι ουρές τους!