Το εύγλωττο της αφήγησης

Γιώρ­γος Σκα­μπαρ­δώ­νης, Λε­ω­φο­ρείο, Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη 2018

Οι κα­λές (δη­λα­δή οι γοη­τευ­τι­κές, σα­γη­νευ­τι­κές) αφη­γή­σεις, ανε­ξάρ­τη­τα από τη φόρ­μα και την έκτα­σή τους, εί­τε πρό­κει­ται για μυ­θι­στο­ρή­μα­τα 800 σε­λί­δων, εί­τε για συλ­λο­γές κει­μέ­νων, εί­ναι εύ­γλωτ­τες. Όχι μό­νο αντι­στοι­χούν –σε ένα φαι­νό­με­νο της ζω­ής, σε μια πτυ­χή της αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης, σε ένα κα­λά κρα­τη­μέ­νο αλ­λά κοι­νό πα­ναν­θρώ­πι­νο μυ­στι­κό– αλ­λά χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται από αμε­σό­τη­τα, σα­φή­νεια, με­γά­λο ει­δι­κό «επι­κοι­νω­νια­κό» βά­ρος. Για αυ­τό και κα­νείς, με κα­νέ­να κεί­με­νο, δεν μπο­ρεί να «μι­λή­σει» κα­λύ­τε­ρα για μία αφή­γη­ση από την ίδια την αφή­γη­ση, που με την ύπαρ­ξή της και μό­νο, «μι­λά» για τον εαυ­τό της με τον βέλ­τι­στο τρό­πο – και λέ­ει ό,τι χρειά­ζε­ται να ει­πω­θεί.
Αυ­τό το κρι­τή­ριο αξί­ας, το «εύ­γλωτ­το» της αφή­γη­σης, σπά­νια το έχω δει σε τό­σο με­γά­λο βαθ­μό όσο στο Λε­ω­φο­ρείο του Γιώρ­γου Σκα­μπαρ­δώ­νη – μια συλ­λο­γή κει­μέ­νων με αξιο­ση­μεί­ω­τη ευ­γλωτ­τία, με σα­φή­νεια, με στι­βα­ρό­τη­τα και με σι­γου­ριά, ακό­μα και εκεί που γί­νε­ται λό­γος για αι­θέ­ρια, άπια­στα, ακα­θό­ρι­στα από την ίδια τους τη φύ­ση δε­δο­μέ­να της ζω­ής. Που θα πει πως, ό,τι και να δια­βά­σει κα­νείς για αυ­τό το εξαι­ρε­τι­κά σα­γη­νευ­τι­κό βι­βλίο θα εί­ναι λί­γο σε σχέ­ση με αυ­τά που θα του πει το ίδιο κα­τά την ανά­γνω­ση. Εξο­μο­λο­γού­μαι, λοι­πόν, μια μι­κρή αί­σθη­ση ανε­πάρ­κειας σχε­τι­κά με την ικα­νό­τη­τά μου να δώ­σω με­ρι­κά στοι­χεία για μια συλ­λο­γή κει­μέ­νων που αυ­τό που κά­νει στον ανα­γνώ­στη εί­ναι πολ­λα­πλά ισχυ­ρό­τε­ρο.
Μια από τις πιο τρυ­φε­ρές εξο­μο­λο­γή­σεις στο Λε­ω­φο­ρείο εί­ναι η απο­κά­λυ­ψη του συγ­γρα­φέα ότι στα νε­α­νι­κά του χρό­νια σύ­χνα­ζε σε κα­τα­στή­μα­τα ή επέ­λε­γε μα­κρύ­τε­ρες δια­δρο­μές για να έχει την ευ­και­ρία να δει από μα­κριά έναν ποι­η­τή ή έναν συγ­γρα­φέα που θαύ­μα­ζε πο­λύ. Τι όμορ­φη, καί­ρια, αλ­λά και χρή­σι­μη, υπεν­θύ­μι­ση της χα­ράς και της από­λαυ­σης του να επι­τρέ­πεις στον εαυ­τό σου να θαυ­μά­ζει. Το σί­γου­ρο εί­ναι ότι ο Σκα­μπαρ­δώ­νης εί­ναι ένας συγ­γρα­φέ­ας που θα προ­σπα­θού­σα να χα­ζέ­ψω λα­θραία σε ένα κα­φέ, και με το Λε­ω­φο­ρείο του ενι­σχύ­ει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­τήν την επι­θυ­μία μου.
Οι δύο απα­νω­τές εξο­μο­λο­γή­σεις –για την συ­ναι­σθα­νό­με­νη αδυ­να­μία μου να μι­λή­σω για ένα τό­σο κα­λό βι­βλίο και για τον θαυ­μα­σμό μου για τον συγ­γρα­φέα του– δεν απο­τε­λούν μό­νο ένα τρό­πο να ανοί­ξω την μι­κρή μου ανα­φο­ρά στο Λε­ω­φο­ρείο. Εί­ναι και μια ισχυ­ρή έν­δει­ξη για το τι εί­ναι αυ­τό το βι­βλίο, ή του­λά­χι­στον για το πώς το από­λαυ­σα εγώ. Η βα­θιά εξο­μο­λο­γη­τι­κή διά­θε­ση εί­ναι ένα από τα σα­γη­νευ­τι­κά στοι­χεία του. Και τι ιδιαί­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρί­ζει την κα­τά Σκα­μπαρ­δώ­νη εκ­δο­χή της εξο­μο­λό­γη­σης και του auto-fiction; Ένα από τα μυ­στι­κά της ζω­ής εί­ναι να πα­θια­ζό­μα­στε, να εν­θου­σια­ζό­μα­στε. Δεν χρειά­ζε­ται να εν­θου­σια­ζό­μα­στε πέ­ρα πά­σης αμ­φι­βο­λί­ας, ού­τε και να συμ­φω­νού­με στα πά­θη μας. Χρειά­ζε­ται μό­νο να έχου­με το προ­νό­μιο του πά­θους – εγώ με τα πά­θη μου, εσείς με τα δι­κά σας, ο Σκα­μπαρ­δώ­νης με τα δι­κά του. Τα οποία τα με­τα­φέ­ρει στις δε­κα­εν­νιά στά­σεις / κε­φά­λαια αυ­τής της δια­δρο­μής. Το Λε­ω­φο­ρείο έχει γρα­φτεί με υλι­κό που τρά­βη­ξε ο συγ­γρα­φέ­ας του από τον πυθ­μέ­να της καρ­διάς του, και επε­ξερ­γά­στη­κε αρ­γό­τε­ρα από τις κο­ρυ­φές του μυα­λού του, με την τέ­χνη και με την τε­χνι­κή του. Αλ­λά η αρ­χή εί­ναι η καρ­διά. Το πά­θος και ο εν­θου­σια­σμός.
Εί­ναι γνω­στό το αφη­γη­μα­τι­κό πλαί­σιο του Λε­ω­φο­ρεί­ου. Ο συγ­γρα­φέ­ας επι­βι­βά­ζε­ται στο αστι­κό λε­ω­φο­ρείο που συν­δέ­ει την γει­το­νιά του, στην μια άκρη της Θεσ­σα­λο­νί­κης, με την άλ­λη άκρη της, μέ­σω του κέ­ντρου της. Δε­κα­εν­νιά στά­σεις που δια­σχί­ζουν ένα τό­πο από τα βο­ρειο­α­να­το­λι­κά προς τα νο­τιο­δυ­τι­κά. Δε­κα­εν­νιά στά­σεις που δια­τρέ­χουν ένα ψυ­χι­κό το­πίο, την ζωή του αφη­γη­τή, αλ­λά και πε­νή­ντα χρό­νια της ιστο­ρί­ας μιας πό­λης, κα­θώς και τις αλ­λα­γές στην κοι­νω­νία, στην οι­κο­νο­μία και την δια­σκέ­δα­ση, την παι­δεία και την κα­θη­με­ρι­νή ζωή, που έφε­ρε το με­γα­λύ­τε­ρο διά­στη­μα δί­χως πό­λε­μο που έχει πε­ρά­σει η χώ­ρα μας. Εί­ναι η κα­τα­γρα­φή της ενη­λι­κί­ω­σης μιας γε­νιάς; Εί­ναι. Εί­ναι μια συλ­λο­γή με τις πιο αξιο­α­φή­γη­τες, γοη­τευ­τι­κές στιγ­μές μιας πό­λης και ενός ολό­κλη­ρου κό­σμου; Εί­ναι και αυ­τό. Εί­ναι στιγ­μιό­τυ­πα αστεία, συ­γκι­νη­τι­κά, τρυ­φε­ρά, απο­κα­λυ­πτι­κά, εντυ­πω­σια­κά για αν­θρώ­πους, για πε­ρι­βάλ­λο­ντα; Εί­ναι.
Αλ­λά εί­ναι και πολ­λά άλ­λα. Εί­ναι ένα μά­θη­μα σχέ­σης με έναν τό­πο και με τους αν­θρώ­πους του. Εί­μα­στε τυ­χε­ροί, οι ανα­γνώ­στες, διό­τι ο Σκα­μπαρ­δώ­νης εκτός από αφο­σιω­μέ­νος μο­να­χι­κός της γρα­φής εί­ναι και άν­θρω­πος του κό­σμου, της πα­ρέ­ας, της κοι­νω­νί­ας, της φι­λο­δο­ξί­ας. Στην δια­δρο­μή του Λε­ω­φο­ρεί­ου μας μι­λά για αξιο­ση­μεί­ω­τες πα­ρέ­ες και αν­θρώ­πους, για συ­νοι­κί­ες, για επαγ­γέλ­μα­τα, για την Διε­θνή Έκ­θε­ση και για τα εστια­τό­ρια, για τα με­ζε­δο­πω­λεία και τα γή­πε­δα, για καυ­γά­δες και έρω­τες.

Ο Σκα­μπαρ­δώ­νης γρά­φει για όλα αυ­τά, και για πολ­λά ακό­μα με με­γά­λο πά­θος και με με­γά­λο εν­θου­σια­σμό. Αλ­λά θέ­λω να επι­στή­σω την προ­σο­χή στο αξιο­θαύ­μα­στο: Οι λέ­ξεις «πά­θος» και «εν­θου­σια­σμός» ίσως να δη­μιουρ­γούν συ­νειρ­μούς έντα­σης, έλ­λει­ψης ελέγ­χου, σπα­τά­λης και ανοι­κο­νό­μη­της δια­χεί­ρι­σης του χρό­νου, της ενέρ­γειας, των ιδε­ών, των συν­δέ­σε­ων, των συ­ναι­σθη­μά­των. Στο Λε­ω­φο­ρείο όμως, η έντα­ση δεν εί­ναι υπερ­βο­λή. Ο εν­θου­σια­σμός δεν εί­ναι απώ­λεια ελέγ­χου. Τα συ­ναι­σθή­μα­τα δεν εί­ναι χο­ντρα­λε­σμέ­νος πολ­τός. Οι ανα­μνή­σεις δεν εί­ναι στε­ρε­ό­τυ­πα. Η τρυ­φε­ρό­τη­τα δεν εί­ναι γλυ­κε­ρή. Η πι­κρία και η θλί­ψη δεν εί­ναι μα­ταί­ω­ση.
Το υλι­κό του βι­βλί­ου εί­ναι δου­λε­μέ­νο με αξιο­θαύ­μα­στη και αξιο­ζή­λευ­τη ισορ­ρο­πία. Ο εν­θου­σια­σμός και το πά­θος πεί­θουν και χορ­ταί­νουν, αλ­λά δεν μπου­χτί­ζουν. Το προ­σω­πι­κό εί­ναι κα­λά πα­τη­μέ­νο και εύ­γλωτ­τα αυ­θε­ντι­κό, αλ­λά όχι ομ­φα­λο­σκο­πι­κό. Το πα­λιό, το ιστο­ρι­κό, εί­ναι εξω­τι­κά, αλ­λά όχι γρα­φι­κά. Η Θεσ­σα­λο­νί­κη εί­ναι «βέ­ρα θεσ­σα­λο­νι­κιά» αλ­λά όχι απο­κομ­μέ­νη από την υπό­λοι­πη Ελ­λά­δα.
Πως πε­τυ­χαί­νει ο συγ­γρα­φέ­ας αυ­τό το πο­λυ­πό­θη­το και απο­λαυ­στι­κό­τα­το «τό­σο όσο», δί­χως να ξε­φύ­γει ού­τε προς το μι­σε­ρό λι­γό­τε­ρο ού­τε προς το πε­ριτ­τό πε­ρισ­σό­τε­ρο; Πως γί­νε­ται αυ­τό το παι­γνί­δι της αρι­στο­τε­χνι­κής ισορ­ρο­πί­ας; Πολ­λά μπο­ρεί να υπο­θέ­σει κα­νείς, την πλού­σια συγ­γρα­φι­κή εμπει­ρία, το πο­λύ τα­λέ­ντο, την ωρι­μό­τη­τα… μα ό,τι και να εί­ναι, εί­ναι κα­λώς κα­μω­μέ­νο. Φαί­νε­ται σε κά­θε σε­λί­δα, σε κά­θε πα­ρά­γρα­φο.
Συ­νε­χί­ζο­ντας λί­γο εξο­μο­λο­γη­τι­κά και πο­λύ υπο­κει­με­νι­κά, δεν μπο­ρώ να μην ανα­φερ­θώ σε μια πο­λύ ση­μα­ντι­κή πτυ­χή της ποιό­τη­τας της σα­γή­νης του Λε­ω­φο­ρεί­ου επά­νω μου. Το Λε­ω­φο­ρείο κα­τά­φε­ρε να κη­ρύ­ξει στον άπι­στο. Λό­γω οι­κο­γε­νεια­κών συν­θη­κών στην παι­δι­κή μου ηλι­κία δεν υπήρ­ξε ού­τε στα­θε­ρή γει­το­νιά, ού­τε στα­θε­ρό πα­τρι­κό σπί­τι, ού­τε καν μια στα­θε­ρή πό­λη… Αυ­τό που πε­ρι­γρά­φει ο Σκα­μπαρ­δώ­νης, το δε­μέ­νος με έναν τό­πο, το γα­λου­χη­μέ­νος σε μια γει­το­νιά, δεν το ξέ­ρω κυτ­τα­ρι­κά, δεν το γνω­ρί­ζω με το αί­μα. Όμως το έζη­σα και το βί­ω­σα στην δια­δρο­μή του Λε­ω­φο­ρεί­ου… δια­βά­ζο­ντας ένιω­σα τι ση­μαί­νει να ξέ­ρεις κά­θε γω­νιά μιας συ­νοι­κί­ας… τι ση­μαί­νει να θυ­μά­σαι πως στο ση­μείο που βρί­σκε­ται τώ­ρα αυ­τό το super market κά­πο­τε υπήρ­χε ένα γή­πε­δο όπου που­λού­σες φι­στί­κια, τι ση­μαί­νει να υπάρ­χει μια πλα­τεία που στα μι­κρά­τα σου καυ­γά­δι­σες με κά­ποιον συμ­μα­θη­τή που έφυ­γε νω­ρίς, που δεν έγι­νε πο­τέ ενή­λι­κας.
Ο Σκα­μπαρ­δώ­νης, ακό­μα, εί­ναι τί­μιος και δί­καιος. Αυ­τό που προ­σφέ­ρει εί­ναι πο­λύ νό­στι­μο αλ­λά εί­ναι και θρε­πτι­κό – για­τί; Επει­δή εκτός από την θέ­ση πε­ριέ­χει και την αντί­θε­ση. Εκτός από την σι­γου­ριά πε­ριέ­χει και την αμ­φι­βο­λία. Εκτός από ερ­μη­νεία έχει και αβε­βαιό­τη­τα. Εκτός από την πε­ρι­γρα­φή, έχει και το άγιο ξέ­σπα­σμα, το θρη­νη­τι­κό. Δεν θα απο­πει­ρα­θώ να εξη­γή­σω πό­σο με μά­γε­ψε η υφο­λο­γι­κή, στυ­λι­στι­κή αλ­λά και αφη­γη­μα­τι­κή ανα­τρο­πή στο κε­φά­λαιο «Στά­ση Βε­νι­ζέ­λου». Συ­γκι­νού­μαι κά­θε φο­ρά που την δια­βά­ζω, και ας το έχω ήδη κά­νει πολ­λές φο­ρές.
Σε ένα επι­στη­μο­νι­κό βι­βλίο διά­βα­σα πρό­σφα­τα για ένα πεί­ρα­μα – ζή­τη­σαν από τους συμ­με­τέ­χο­ντες, για ένα διά­στη­μα με­ρι­κών μη­νών ανά δέ­κα μέ­ρες να αφη­γη­θούν από μνή­μης ένα γε­γο­νός που εί­χαν ζή­σει… ο ίδιος άν­θρω­πος, για το ίδιο γε­γο­νός, έδι­νε, με δια­φο­ρά μό­λις δέ­κα ημε­ρών άλ­λη αφή­γη­ση. Άλ­λα έλε­γε την μία φο­ρά, άλ­λα την επό­με­νη, και την τρί­τη άλ­λα. Η δυ­να­μι­κό­τη­τα, το ευ­με­τά­βλη­το, το εναλ­λασ­σό­με­νο και αστα­θές της μνή­μης έχει επι­βε­βαιω­θεί με πολ­λούς τρό­πους – όσοι κρα­τά­με ημε­ρο­λό­για ή κά­νου­με κά­ποιου εί­δους κα­τα­γρα­φή γε­γο­νό­των το γνω­ρί­ζου­με ιδί­οις όμ­μα­σι. Δια­βά­ζου­με κά­τι που πε­ρι­γρά­ψα­με λί­γο με­τά που συ­νέ­βη και μας φαί­νε­ται εντε­λώς άλ­λο από το γε­γο­νός που έχου­με στην μνή­μη μας. Ο Σκα­μπαρ­δώ­νης δη­λώ­νει την υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα των «ντο­κου­μέ­ντων» που κα­τα­γρά­φει από την πρώ­τη σε­λί­δα του βι­βλί­ου, στο ει­σα­γω­γι­κό κε­φά­λαιο. Με την ομο­λο­γία αυ­τής της «αδυ­να­μί­ας» όμως, μας απο­κα­λύ­πτει και την με­γά­λη δύ­να­μη του Λε­ω­φο­ρεί­ου. Δεν εί­ναι κα­τα­γρα­φή γε­γο­νό­των και συμ­βά­ντων, δεν εί­ναι ιστο­ρία. Το Λε­ω­φο­ρείο κυ­ρί­ως κα­τα­γρά­φει την δια­δρο­μή του αν­θρώ­που, κα­θώς δια­σχί­ζει το συ­ναί­σθη­μα του για όσα του συμ­βαί­νουν στην πο­ρεία της ζω­ής. Αυ­τή η δια­δρο­μή γί­νε­ται, στο συ­γκε­κρι­μέ­νο τα­ξί­δι, με λε­ω­φο­ρείο, αλ­λά μπο­ρεί να γί­νει και με τα πό­δια, με λι­μου­ζί­να, με άλο­γο, με άμα­ξα, με βάρ­κα, και, κά­πο­τε στο μέλ­λον, ίσως με δια­στη­μό­πλοιο. Τα μέ­σα θα αλ­λά­ζουν, αλ­λά η ψυ­χή των επι­βα­τών όχι.
Οι νέ­οι θα με­γα­λώ­νουν. Θα στε­να­χω­ριού­νται για αυ­τό, αλ­λά με­τά θα θυ­μού­νται τους συμ­μα­θη­τές που χά­θη­καν νω­ρίς και θα πα­ρη­γο­ρού­νται – «δό­ξα τω θεώ που γέ­ρα­σα», θα λέ­νε. Τα παι­διά θα παί­ζουν μπά­λα, θα καυ­γα­δί­ζουν, θα πη­γαί­νουν σχο­λείο, θα κά­νουν όνει­ρα, θα που­λά­νε φι­στί­κια. Οι φοι­τη­τές θα αντι­με­τω­πί­ζουν τον κό­σμο με τον θαυ­μα­σμό του πρω­το­θε­α­τή και την λα­χτά­ρα να ζή­σουν, πε­ρισ­σό­τε­ρα, κα­λύ­τε­ρα. Οι με­σή­λι­κες θα στε­να­χω­ριού­νται που ξέ­μα­θαν τους χο­ρούς που ήξε­ραν πι­τσι­ρι­κά­δες και που γνω­ρί­ζουν μό­νο να που­λά­νε ασφά­λειες. Η ζωή θα συ­νε­χί­σει να προ­χω­ρά. Ο άν­θρω­πος θα συ­νε­χί­σει να αι­σθά­νε­ται και να δια­βά­ζει. Να αι­σθά­νε­ται, ίσως, επει­δή δια­βά­ζει… αλη­θι­νές, ζω­ντα­νές, ει­λι­κρι­νείς και κυ­ρί­ως κα­λο­πα­τη­μέ­νες στην πραγ­μα­τι­κή ζωή αφη­γή­σεις, όπως το Λε­ω­φο­ρείο. Σα­γη­νευ­τι­κές. Εύ­γλωτ­τες – για την καρ­διά, όχι μό­νο για το μυα­λό.

Το κεί­με­νο βα­σί­ζε­ται σε ομι­λία του που δό­θη­κε τον Δε­κέμ­βρη του 2018 σε εκ­δή­λω­ση στο κα­φέ Ια­νός.


ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
Λε­ω­φο­ρείο
του Γιώρ­γου Σκα­μπαρ­δώ­νη

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: